Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κοιλιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κοιλιά, η, ουσ. [<αρχ. κοιλία <κοῖλος], η κοιλιά· κάθε κοιλότητα, καμπυλότητα, κύρτωμα προς τα έξω ή προς τα μέσα: «ακριβώς στο κέντρο της, η τέντα έκανε κοιλιά || ο τοίχος έκανε κοιλιά απ’ την υγρασία». Υποκορ. κοιλίτσα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. κοιλάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- ανοίγω κοιλιές και ξύνω σκεμπέδες, είμαι ο πιο καλός απ’ όλους σε μια συγκεκριμένη δουλειά ή τέχνη: «κάθε φορά που έχει κάποιο πρόβλημα το αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που ανοίγει κοιλιές και ξύνει σκεμπέδες». Από το ότι το άνοιγμα της κοιλιάς του ζώου από το χασάπη απαιτεί ιδιαίτερη τέχνη. Στα παλιά μάλιστα χρόνια, τα άτομα αυτά ήταν ειδικά·
- απ’ την κοιλιά της μάνας του, εκ γενετής: «απ’ την κοιλιά της μάνας του είναι  στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος»·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
- βαστώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. φρ. κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια·
- γεμίζω την κοιλιά μου, τρώω πολύ: «δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά παραπάνω, γιατί γέμισα την κοιλιά μου»·
- γουργουρίζει η κοιλιά μου, πεινώ υπερβολικά: «δεν έφαγα τίποτα όλη τη μέρα, γι’ αυτό γουργουρίζει η κοιλιά μου»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, βλ. λ. άντερο·
- δεν ξύνουμε κοιλιές, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν θα ξανάρθεις, θέλω να φέρεις συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί δεν ξύνουμε κοιλιές». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι: «αυτά που σας λέω είναι αλήθεια και δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου·
- έκανα κοιλιά ή έκανα κοιλιές, βλ. φρ. πέταξα κοιλιά·
- εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή, που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε κι έχεις την εντύπωση πως δεν μπορούμε να επιδιορθώσουμε τ’ αυτοκίνητό σου;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβαλούσε η μάνα σου στην κοιλιά της, ειρωνική παρατήρηση σε πολύ βιαστικό άτομο: «γιατί τόση βιασύνη, ρε φίλε, εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου». (Λαϊκό τραγούδι: εννέα μήνες στην κοιλιά της την κουβαλούσε η γριά της στις φυλακές και στα μπουρδέλα, όπως και κείνην η δικιά της
- έριξα κοιλιά ή έριξα κοιλιές, βλ. φρ. πέταξα κοιλιά·
- έχει φουσκωμένη κοιλιά ή έχει κοιλιά φουσκωμένη, (για γυναίκες) είναι έγκυος, βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη: «όταν βρίσκομαι στο λεωφορείο και βλέπω γυναίκα που έχει φουσκωμένη κοιλιά, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- η κοιλιά μου βαράει Καραϊσκάκη, ακούγεται από πολύ ηλικιωμένους και πολύ σπάνια· βλ. συνηθέστ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά, πεινώ υπερβολικά: «γυναίκα, βάλε μου να φάω, γιατί η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται από τον καρπό του πάνω κάτω μπροστά στην κοιλιά μας, μιμούμενο το μουσικό καθώς χτυπάει με την πένα του τις χορδές του ταμπουρά·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. συνηθέστ. η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα·
- η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά. Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται από τον καρπό του πάνω κάτω μπροστά στην κοιλιά μας, μιμούμενο το μουσικό καθώς χτυπάει με την πένα του τις χορδές του μαντολίνου του·
- η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα, πεινώ υπερβολικά: «όλη τη μέρα δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου και τώρα η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα». Από τον βαθύ ήχο του έγχορδου μουσικού οργάνου, που συνδυάζεται με τα βαθιά γουργουρητά της κοιλιάς πεινασμένου ανθρώπου. Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση με την οποία, το χέρι μας κινείται μπροστά στην κοιλιά σαν το δοξάρι·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, βλ. φρ. η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά·
- η κοιλιά σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «την άλλη Κυριακή έρχεται ο τάδε απ’ το εξωτερικό. -Η κοιλιά σου πονάει; || γιατί αργεί να ’ρθει ο τάδε; -Η κοιλιά σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. ο κώλος σου πονάει(;)·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, είναι προτιμότερο να είμαι φτωχός αλλά να έχω να φάω, παρά να έχω λεφτά και να τσιγκουνεύομαι να τα ξοδέψω για να φάω καλά: «το φαγητό για μένα είναι απόλαυση, γι’ αυτό, κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου»·
- κάνει κοιλιά, (για λογοτεχνικά, θεατρικά ή μουσικά έργα ή τηλεοπτικές εκπομπές) παρουσιάζει σε κάποιο σημείο κάμψη σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, μειώνεται το ενδιαφέρον, η ποιότητα ή η ακροαματικότητα: «αν δεν έκανε κοιλιά το βιβλίο σου σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσα να πω πως είναι πάρα πολύ καλό || μόλις αντιλήφθηκαν πως η εκπομπή έκανε κοιλιά, έβαλαν συμπαρουσιάστρια την τάδε ηθοποιό, με την ελπίδα, ν’ αυξήσουν πάλι την ακροαματικότητα»·
- κάνω κοιλιά, α. παρουσιάζω σε ορισμένες περιπτώσεις αδυναμία ή σημεία κόπωσης: «αν δεν έκανα κοιλιά το μεσημέρι, θα είχα τελειώσει τώρα τη δουλειά». β. παχαίνω, χοντραίνω: «πρέπει ν’ αρχίσω να κάνω δίαιτα, γιατί έκανα κοιλιά». γ. (για πράγματα) κάνω καμπύλη, καμπυλώνω: «απ’ το μεγάλο βάρος των πολλών βιβλίων, έκανε κοιλιά το ράφι της βιβλιοθήκης»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, οι εύποροι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν τις δυσκολίες, τις στενοχώριες και τις στερήσεις που περνούν οι πολύ φτωχοί: «δεν μπορείς να πιστέψεις ότι είμαι τόσο φτωχός, που έρχονται στιγμές που δεν έχω να φάω, γιατί κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει». Συνών. ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει·
- κοιτάζω την κοιλιά μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «όσους βοήθησα δεν άκουσα ποτέ ένα ευχαριστώ, γι’ αυτό κι εγώ στο εξής κοιτάζω την κοιλιά μου». Συνών. κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου / κοιτάζω τον κώλο μου·
- κούφια κοιλιά, (για γυναίκες) που δεν μπορεί να κάνει παιδιά, η στείρα: «τι να το κάνω που είναι όμορφη απ’ τη στιγμή που είναι κούφια κοιλιά!»·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι: «κάθε φορά που μου λέει ανέκδοτο αυτός ο άνθρωπος, κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια»·
- μ’ έπιασε η κοιλιά (μου), αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά: «φαίνεται πως κρύωσα και μ’ έπιασε η κοιλιά μου»·
- με κόβει η κοιλιά μου, παθαίνω διάρροια: « λίγο να κρυώσω, αμέσως με κόβει η κοιλιά μου»·
- με την κοιλιά στο στόμα, (για γυναίκες) που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης της, που είναι ετοιμόγεννη: «σήκω να καθίσει η γυναίκα, δε βλέπεις που είναι με την κοιλιά στο στόμα;»·
- ξύνει την κοιλιά του, δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «όλη τη μέρα κάθεται και ξύνει την κοιλιά του»·
- ξύνω κοιλιές και φτιάχνω φανάρια, α. βρίσκομαι σε τέλεια αδράνεια, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά του, ξύνει κοιλιές και φτιάχνει φανάρια». β. πολλές φορές, δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνεις (ενν. με τη δουλειά σου, με την εργασία σου) και έχει την έννοια δεν έχω καθόλου δουλειά. Από την εικόνα του ατόμου που ξύνει την κοιλιά του από την ανία·
- ο καρπός της κοιλίας της, βλ. λ. καρπός·
- ο χορός της κοιλιάς, βλ. λ. χορός·
- πέταξα κοιλιά ή πέταξα κοιλιές, πάχυνα, χόντραινα: «τον τελευταίο καιρό έχω πολλή όρεξη και πέταξα κοιλιές»·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. φρ. κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια·
- ρουφώ την κοιλιά μου, παίρνω βαθιά εισπνοή, ώστε να μπει η κοιλιά μου μέσα για να μη δείχνω παχύς ή για να προταθεί το στήθος μου σε μια προσπάθειά μου να δείξω πως έχω αθλητικό σώμα: «κάθε φορά που βλέπω κάποια ωραία γυναίκα, ρουφώ την κοιλιά μου μήπως και την εντυπωσιάσω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μέσα ή με το προς τα μέσα· 
- τα βγάζει απ’ την κοιλιά του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί τα βγάζει απ’ την κοιλιά του». Συνών. τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- της φούσκωσα την κοιλιά, (για γυναίκες) την κατέστησα έγκυο: «με την πρώτη φορά που την πλάκωσα, της φούσκωσα την κοιλιά»·
- τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «είχα την εντύπωση πως δε θα μπορούσες να τελειώσεις τη δουλειά. -Τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, βλ. λ. σπίτι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- φουσκώνω τη κοιλιά μου, βλ. φρ. γεμίζω την κοιλιά μου·
- φούσκωσε η κοιλιά της, (για γυναίκες) βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη: «είναι στον έβδομο μήνα της, γι’ αυτό φούσκωσε έτσι η κοιλιά της».

άντερο

άντερο, το, ουσ. [<μσν. ἄντερον <αρχ. ἔντερον], το άντερο· το πέος ηλικιωμένου άντρα, που δεν μπορεί πια να έρθει σε στύση: «ποια γυναίκα να πάει τώρα μαζί του, αφού, μόλις δει τ’ άντερό του, θα το βάλει στα πόδια». Από παρομοίωση του πέους με το άντερο, που κρέμεται άτονο. Υποκορ. αντεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) είναι δεξιοτέχνης σε κάποιο μουσικό όργανο: «πήρε το μπουζούκι στα χέρια του κι όση ώρα έπαιζε, έβγαζε άντερα»·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, κερδίζει πολλά χρήματα, ιδίως  από τη δουλειά του: «βγάζει άντερα απ’ την καινούρια του δουλειά || έχει ένα σουβλατζίδικο μέσα στην αγορά και βγάζει τ’ άντερά του». Συνών. βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), το ξεχαρβαλώνω: «προσπάθησε να βρει μόνος του τη βλάβη της μηχανής τ’ αυτοκινήτου του, αλλά της έβγαλε τ’ άντερα και την παράτησε»·
- βγάζω τ’ άντερά μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έκανε τέτοιο κούνημα το καράβι, που έβγαλα τ’ άντερά μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, βγάζει τ’ άντερά του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία, με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το μέρος της κοιλιάς προς το στόμα υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  βλ. και φρ. βγάζει άντερα·
- δε μασάω άντερα, ενεργώ όπως εγώ θέλω και δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κανένα: «δε με τρομάζεις με μπράβους και δικηγόρους, γιατί, όταν έχω δίκιο, δε μασάω άντερα»·
- δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του, είναι πάρα πολύ κακός, πάρα πολύ μοχθηρός: «απ’ αυτόν περιμένεις καλοσύνη! Αυτός δεν αγαπάει ούτε τ’ άντερά του»·
- δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα, λέγεται στην περίπτωση που είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν δυο άνθρωποι ή δυο ομάδες ανθρώπων: «άσ’ τους να φαγώνονται, γιατί εδώ, που λέει ο λόγος, δε συμφωνούν κοιλιά με άντερα και θα συμφωνήσουν αυτοί που έχουν τόσες μεγάλες διαφορές;»· 
- δεν άφησε άντερο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «είχε ατράνταχτη περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και δεν άφησε άντερο». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία του τρώει και τα άντερα του σφαγίου. Συνών. δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε άντερο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «έφυγα το πρωί απ’ το σπίτι μου μ’ εκατό χιλιάρικα και μέχρι να γυρίσω δεν έμεινε άντερο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε  όλο: «μόλις δειγμάτισα στην αγορά το καινούριο προϊόν, δεν έμεινε άντερο». Συνών. δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα. γ. η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν τόσο αστεία, που δεν έμεινε κανείς αμέτοχος: «είχε τόσο πλάκα η όλη κατάσταση, που, όταν ξαφνικά άρχισε να γελάει κάποιος, δεν έμεινε άντερο»·
- δεν έχει άντερα, δεν έχει θάρρος, δεν είναι θαρραλέος: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις το βάζει στα πόδια, γιατί δεν έχει άντερα»·
- δεν καταλαβαίνει τ’ αντερά του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». β. είναι αναίσθητος, σκληρός: «δεν έχει βοηθήσει ποτέ κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «αφού έχεις διαφορές μαζί του, μόνο στα δικαστήρια θα μπορέσεις να βρεις το δίκιο σου, γιατί είναι άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν τόσα παρατράγουδα στην επιχείρηση κι αυτός δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τη μάνα του / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έκλεισε τ’ άντερό μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έπιασε άντερα, (για τερματοφύλακες) αποσόβησε αρκετά γκολ που ήταν σίγουρα: «στο παιχνίδι της προηγούμενης Κυριακής ο τερματοφύλακάς μας έπιασε άντερα»·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «τον καλέσαμε στο τραπέζι μας για να πάρει έναν μεζέ, κι αυτός έφαγε τ’ άντερά του». β. καταχράστηκε πολλά χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έγινε κυβέρνηση το κόμμα του, έφαγε άντερα || ήταν υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τ’ άντερά του». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «έφαγες πολλά λεφτά στη ζωή σου, δε λέω, αλλά ο τάδε έφαγε τ’ άντερά του». Συνών. έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον άμπακο / έφαγε τον περίδρομο· βλ. και φρ. τρώει άντερα·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά, θα σε ξεκοιλιάσω: «αν σε δώ να βάζεις ξανά χέρι στο ταμείο, θα σου βγάλω τ’ άντερα»·  
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, επιτείνει την παραπάνω φράση·
- κατεβάζει άντερα (ενν. ο Θεός., ο ουρανός), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα·
- κατεβάζει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), βλ. συνηθέστ. ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του)·
- κερδίζει άντερα ή κερδίζει τ’ άντερά του, βλ. φρ. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του·
- κόλλησε τ’ άντερό μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε τ’ άντερό μου»·
- λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου), α. μετά από αλλεπάλληλες οικονομικές ατυχίες και δυσκολίες, επανήλθα σε καλή οικονομική κατάσταση (και άρχισα να τρώω πάλι καλά ως οικονομικά ευκατάστατος): «ευτυχώς που πήγε καλά η τελευταία δουλειά και λάδωσε τ’ άντερό μου». β. έφαγα χορταστικά ύστερα από πολύ καιρό: «ευτυχώς τέλειωσε η περίοδος της νηστείας και λάδωσε τ’ άντερό μου»·
- λέει άντερα, α. λέει τα χειρότερα λόγια, που μπορεί να πει κανείς για κάποιον: «όταν μιλάει για τον κουνιάδο του, λέει άντερα». β. λέει βλακείες, ανοησίες: «τον άρχισαν όλοι μαζί στις σφαλιάρες, γιατί επί μια ώρα μας έλεγε άντερα». γ. λέει πράγματα ασύστολα, τερατολογεί: «δεν τον πιστεύει κανένας, γιατί συνηθίζει να λέει άντερα»·
- λίγδωσε τ’ άντερό μου (τ΄ αντεράκι μου), βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου (τ’ αντεράκι μου)·
- μ’ ανακατώνει τ’ άντερα, βλ. φρ. μου γυρίζει τ’ άντερα·
- μασώ άντερα, είμαι πολύ θυμωμένος, είμαι εξοργισμένος: «μην του λες κουβέντα, γιατί απ’ το πρωί μασάει άντερα»·
- μέχρις άντερα ή μέχρις άντερο, ολοκληρωτικά, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «έφαγε την περιουσία του μέχρις άντερο || θα σε κυνηγήσω μέχρις άντερα»·
- μου βγάζει τ’ άντερα, με ταλαιπωρεί πάρα πολύ, γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ πιεστικός: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου να με δει, μου βγάζει τ’ άντερα μ’ ένα σωρό βλακείες που μ’ αραδιάζει»· βλ. και λ. του βγάζω τ’ άντερα·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) με ταλαιπώρησε υπερβολικά με τις συνεχείς αναταράξεις και κραδασμούς του: «ταξίδεψα μ’ ένα προπολεμικό λεωφορείο και μου ’βγαλε τ’ άντερα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου»·
- μου γυρίζει τ’ άντερα, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον τύπο, μου γυρίζει τ’ άντερα». Συνών. μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γυρίζουν τ’ άντερα, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «όταν ακούω τέτοιες βλακείες, μου γυρίζουν τ’ άντερα». β. νιώθω ναυτία: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, μου γυρίζουν τ’ άντερα»·
- μου γύρισαν τ’ άντερα, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις είδα τα κορμιά διαμελισμένα πάνω στην άσφαλτο, μου γύρισαν τ’ άντερα». Συνών. μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- ξερνώ άντερα ή ξερνώ τ’ άντερά μου, α. αηδιάζω υπερβολικά από κάτι που βλέπω ή ακούω: «αν άκουγες τις αηδίες που έλεγε, θα ξερνούσες άντερα». β. ομολογώ, προδίδω τα πάντα: «πήγε στην Ασφάλεια και ξέρασε άντερα». γ. μιλώ με τα χειρότερα λόγια για κάποιον, ιδίως με πρόθεση να τον βλάψω: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, ξερνάει τ’ άντερά του». δ. κάνω ακατάσχετο εμετό: «έφαγα χαλασμένο φαγητό και ξέρασα τ’ άντερά μου»·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, πίνω υπερβολικά, είμαι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο πιοτό, γιατί πίνει τ’ άντερά του»·
- ρίχνει άντερα (ενν. ο Θεός, ο ουρανός), βρέχει ραγδαία: «δεν είναι να πας σήμερα πουθενά, γιατί απ’ το πρωί ρίχνει άντερα»·
- ρίχνει άντερα (ενν. στην κοιλιά του), τρώει πάρα πολύ: «τον είδα σ’ ένα εστιατόριο να ρίχνει άντερα»·
- στριμμένο άντερο, α. άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στριμμένο άντερο». β. άνθρωπος κακός: «όλα να τα περιμένεις απ’ αυτόν, γιατί είναι στριμμένο άντερο»·
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, βλ. λ. σκυλί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, α. τον μαχαίρωσε την κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «πάνω στον καβγά του ’δωσε μια με το μαχαίρι και του ’βγαλε τ’ άντερα». β. τον ταλαιπωρώ πάρα πολύ: «μέχρι να τελειώσει τη δουλειά που του ανέθεσε, του ’βγαλε τ’ άντερα»· βλ. και φρ. μου βγάζει τ’ άντερα·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, α. τον μαχαίρωσε στην κοιλιά, τον ξεκοίλιασε: «τράβηξε το μαχαίρι και του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεχτεί χτύπημα με μαχαίρι στην κοιλιά, φέρνει και τα δυο του χέρια πάνω στο τραύμα, δίνοντας την εντύπωση πως συγκρατεί τα άντερά του. β. του αφαιρώ κάθε επιχείρημα: «μόλις αποκάλυψε ο άλλος πως έπαιζε ο τύπος σε δυο ταμπλό, του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια»·
- του τα πήρα μέχρις άντερα ή του τα πήρα μέχρις άντερο, α. του πήρα όλα του τα χρήματα που απαιτούσα: «τον κυνήγησα δικαστικά και του τα πήρα μέχρις άντερα». β. του κέρδισα όλα του τα χρήματα, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε χαρτιά και του τα πήρα μέχρις άντερο»·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, τρώει πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «δεν μπορείς να τον ακολουθήσεις στο φαγητό, γιατί τρώει τ’ άντερά του». Συνών. τρώει το καταπέτασμα / τρώει τον αβλέμονα / τρώει τον αγλέουρα / τρώει τον άμπακο / τρώει τον περίδρομο.

σκυλί

σκυλί, το, ουσ. [<μσν. σκυλίν <αρχ. σκύλιον, υποκορ. του ουσ. σκύλος], το σκυλί. 1. γυναίκα πολλή άσχημη: «πώς κυκλοφορείς με τέτοιο σκυλί;». 2. άνθρωπος άσπλαχνος, σκληρός, σκληρόκαρδος και κατ’ επέκταση ο αστυνομικός: «είναι τόσο σκυλί ο διευθυντής μας που δε χαρίζεται σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: πενθηφορεί η Αγιά Σοφιά κι όλη η Νέα Κοκκινιά· κλαίγε κι εσύ τώρα ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιάβλ. και λ. σκύλος. (Ακολουθούν 57 φρ.) ·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, όλοι οι αρπακτικοί και φαύλοι άνθρωποι, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο·
- βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. διαταγή·
- βγήκε σκυλί, (για πρόσωπα ή πράγματα) αποδείχτηκε πολύ σκληρός, πολύ ανθεκτικός: «φαινόταν σοκολατόπαιδο, αλλά, μόλις του ανέθεσα να κάνει κάτι βαριές δουλειές, βγήκε σκυλί, γιατί τις ξεπέταξε στο τάκα τάκα || τ’ αυτοκίνητό μου τ’ αγόρασα μεταχειρισμένο, αλλά βγήκε σκυλί»·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
- γυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί ή γυρίζει σαν τ’ αδέσποτο σκυλί, α. περιφέρεται άσκοπα μέσα στους δρόμους, αλητεύει: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ γυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί». β. είναι ολομόναχος, δεν έχει παρέα: «απ’ τη μέρα που τον διώξαμε απ’ την παρέα μας, γυρίζει σαν τ’ αδέσποτο σκυλί»·
- δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του, επικρατεί μεγάλη σύγχυση και φασαρία, γενική αναστάτωση, οπότε δεν αναγνωρίζει κανείς τον ανώτερό του: «μόλις μαθεύτηκε πως υπήρχε βόμβα μέσα στον κινηματογράφο, έτρεξαν όλοι προς την έξοδο και για ένα διάστημα δε γνώριζε το σκυλί τον αφέντη του»·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά (στη νεοαργκό),επιτείνει την έκφραση είναι για τα σκυλιά. Συνών. δεν είναι ούτε για τα μπάζα / δεν είναι ούτε για τα φίδια·
- δεν έχει μήτε γατιά μήτε σκυλιά ή δεν έχει νε γατιά νε σκυλιά ή δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά! δηλώνει την αμετακίνητη θέση μας να μη δώσουμε σε κάποιον κάτι: «δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά, που θα δώσω το μερίδιό μου σ’ αυτόν τον αχάριστο!»·
- δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), δηλώνει την καθολική μας άρνηση να βρεθούμε ερωτικά με μια γυναίκα, άσχετα αν είναι όμορφη ή άσχημη: «α πα πα πα, δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά, που θα πάω εγώ μ’ αυτή την αχώνευτη!»·  
- δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «έχει μεγάλη οικογένεια και δουλεύει σαν σκυλί όλη τη μέρα για να τη θρέψει || εσύ μου λες πως τεμπελιάζει, αλλά εγώ έμαθα πως δουλεύει σαν το σκυλί». Συνών. δουλεύει γαϊδουρινά / δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι / δουλεύει σαν είλωτας ή δουλεύει σαν τον είλωτα / δουλεύει σαν ζώο ή δουλεύει σαν το ζώο / δουλεύει σαν μαύρος ή δουλεύει σαν το μαύρο / δουλεύει σαν μηχανή ή δουλεύει σαν τη μηχανή / δουλεύει σαν μουλάρι ή δουλεύει σαν το μουλάρι / δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι / δουλεύει σαν πούστης ή δουλεύει σαν τον πούστη / δουλεύει σαν ρομπότ ή δουλεύει σαν το ρομπότ / δουλεύει σαν σκλάβος ή δουλεύει σαν το σκλάβο / δουλεύει σαν σκύλος ή δουλεύει σαν τον σκύλο / δουλεύει σαν το μαύρο το σκυλί / δουλεύει σκυλίσια·
- δουλεύει σαν το μαύρο το σκυλί, βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί·
- έγινε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έγινε σκυλί, εξοργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως του ακύρωσαν την άδεια, έγινε σκυλί»·
- έγινε σκυλί εναντίον μου, είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου, μου θύμωσε πάρα πολύ με κάποια συμπεριφορά μου: «μόλις έμαθε πως τον κατηγόρησα, έγινε σκυλί εναντίον μου || απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξα με την αδερφή του, έγινε σκυλί εναντίον μου»·
- είναι για τα σκυλιά (στη νεοαργκό), έχει πολύ άσχημο παρουσιαστικό, είναι χαμηλής κοινωνικής ή κακής οικονομικής κατάστασης, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, είναι ανόητος, χαζός, άχρηστος: «τα ’χει φτιάξει με μια που είναι για τα σκυλιά, αλλά, βλέπεις, έχει λεφτά η λεγάμενη || μπορεί να είναι για τα σκυλιά το παλικάρι, αλλά όλοι τ’ αγαπάμε, γιατί έχει χρυσή καρδιά || αυτός είναι για τα σκυλιά, μ’ αυτόν θα κάνω παρέα!». Συνών. είναι για τα μπάζα / είναι για τα φίδια·
- είναι σαν σκυλί, (ιδίως για γυναίκα) είναι πολύ άσχημη: «μπορεί να είναι σαν σκυλί η γυναίκα που μου λες, αλλά με τα λεφτά που έχει θα πάρει τον καλύτερο»·
- είναι σκυλί, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. φρ. βγήκε σκυλί·   
- είναι σκυλί εναντίον μου, βλ. φρ. έγινε σκυλί εναντίον μου·  
- είναι σκυλί μαύρο, βλ. φρ. είναι σκυλί μονάχο·
- είναι σκυλί μονάχο, είναι ακούραστος, ακατάβλητος: «δώσ’ του όση δουλειά θες και μη φοβάσαι, γιατί είναι σκυλί μονάχο»·
- είναι σκυλί στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, βλ. λ. αφεντικό·
- έφυγε σαν βρεγμένο σκυλί, βλ. συνηθέστ. έφυγε σαν δαρμένο σκυλί·
- έφυγε σαν δαρμένο σκυλί, έφυγε καταντροπιασμένος: «μόλις αποκάλυψε ο τάδε τις κομπίνες του, έφυγε σαν δαρμένο σκυλί»·
- έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- ζει σαν σκυλί ή ζει σαν το σκυλί, ζει μόνος του και μέσα στις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το ’ριξε στο πιοτό και ζει σαν το σκυλί». Από την εικόνα του αδέσποτου σκυλιού·
- κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, α. ο σκληραγωγημένος ή ο πολύπειρος στη ζωή του, δεν παθαίνει εύκολα κακό, έχει μεγάλη αντοχή στα δεινά ή στις δυσκολίες που του παρουσιάζονται: «ό,τι και να πάθει ο τάδε, μην τον φοβάσαι, γιατί κακό σκυλί ψόφο δεν έχει». β. οι κακοί άνθρωποι δεν παθαίνουν τίποτα, μόνο οι καλοί άνθρωποι χάνονται: «αλίμονο σε μας τους ήσυχους και τίμιους ανθρώπους, γιατί, όσον αφορά αυτόν τον παλιάνθρωπο, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει»·
- μετάνιωσα σαν σκυλί ή μετάνιωσα σαν το σκυλί, μετάνιωσα πάρα πολύ για κάτι που έκανα ή δεν έκανα: «μετάνιωσα σαν σκυλί, που βοήθησα κάποτε αυτόν τον παλιάνθρωπο || μετάνιωσα σαν το σκυλί, που δε βοήθησα αυτόν τον άνθρωπο, ενώ μπορούσα»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. δρόμος·
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, βλ. λ. λύκος·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. λ. παιδί·
- πάρε σκυλί από μαντρί και γυναίκα από σπίτι, όταν πρόκειται να κάνει κανείς κάποιο δεσμό, κάποια φιλία, ένα συνεταιρισμό ή κυρίως ένα γάμο, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στην επιλογή του·
- πέθανε σαν σκυλί ή πέθανε σαν το σκυλί, βλ. συνηθέστ. ψόφησε σαν σκυλί·
- πήγε σαν αδέσποτο σκυλί ή πήγε σαν τ’ αδέσποτο σκυλί, πέθανε ή σκοτώθηκε φτωχός και χωρίς οικογένεια ή φίλους, ιδίως μέσα στο δρόμο: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ευτυχισμένος με την οικογένειά του, αλλά η μοίρα τα ’φερε έτσι, που πήγε σαν αδέσποτο σκυλί»·
- πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, δολοφονήθηκε από άγνωστο ή δολοφονήθηκε χωρίς να συλληφθεί ο δολοφόνος του: «γυρνούσε αργά το βράδυ σπίτι του και πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». Από το ότι μας είναι συνήθως άγνωστο το άτομο που σκότωσε κάποιο σκυλί και το πέταξε στις ερημιές ή μας είναι αδιάφορο και δεν επιδιώκουμε να το ανακαλύψουμε·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει, ο άνθρωπος που φωνάζει ή που προσποιείται τον άγριο, είναι συνήθως ακίνδυνος: «άσ’ τον να φωνάζει όσο θέλει, αφού το ξέρεις πως, σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει»·
- σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει, όταν κάποιος εχθρός σου δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει, αγνόησέ τον: «αφού ο ανταγωνιστή σου είναι ακίνδυνος, μη σε νοιάζει τι λέει για σένα, γιατί σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει / το φίδι που δε βλάπτει να ζήσει χίλια χρόνια· 
- σκοτώθηκε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- τα νηστικά σκυλιά φούρνους χαλάνε, πολλές φορές, οι πολύ φτωχοί, οι πεινασμένοι, εξεγείρονται και προκαλούν πάνω στην απελπισία τους καταστροφές: «μωρέ, να μη φτάσει ο κόσμος στο σημείο ν’ αρχίσει να πεινάει γιατί, τα νηστικά σκυλιά φούρνους χαλάνε»·
- το σκυλί αρνί δε γίνεται, βλ. λ. αρνί·
- το ψωριάρικο σκυλί, το σύντροφό του θε να βρει, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ξεπεσμένος, ταλαιπωρημένος, αποδιωγμένος ψάχνει να βρει συντροφιά κάποιον όμοιό του: «όσο και να κατρακύλησε χαμηλά, το ψωριάρικο σκυλί, το σύντροφό του θε να βρει»·
- τον έκανα σκυλί, τον έκανα να θυμώσει, να εκνευριστεί έντονα: «του αντιμιλούσα συνέχεια, ώσπου στο τέλος τον έκανα σκυλί και δεν ήξερε τι έλεγε»·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον (την) έχει σκυλί πίσω της (του) ή τρέχει σαν σκυλάκι πίσω της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έχει σκυλάκι πίσω της (του), λ. σκυλάκι·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, λέγεται για παλιότερες εποχές που επικρατούσε μεγάλη αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: πού ’ν’ τα χρόνια που περνούσαμε αλάνικα, και που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, τον έβρισα με πολύ βαριές βρισιές, τον καταξεφτίλισα: «απ’ τη στιγμή που παρά τις προειδοποιήσεις μου εξακολουθούσε να ενοχλεί την κόρη μου, τον έπιασα μια μέρα στο δρόμο και τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο»·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, έδιωξε άσπλαχνα κάποιον από κοντά του, από την οικογένειά του: «έχει πάρα πολύ σκληρό πατέρα κι επειδή παράκουσε τις εντολές του, τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο»·   
- τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. συνηθέστ. τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα·
- τρέχει σαν κυνηγιάρικο σκυλί, έχει βάλει όλες του τις δυνάμεις για να φέρει σε πέρας κάτι: «του λείπουν αρκετά λεφτά για να καλύψει την επιταγή του, γι’ αυτό τρέχει σαν κυνηγιάρικο σκυλί για να τα βρει». Από το ότι, το σκυλί που είναι εκπαιδευμένο στο κυνήγι, τρέχει πολύ γρήγορα·
- τρώγονται σαν σκυλιά ή τρώγονται σαν τα σκυλιά, δε μονοιάζουν ποτέ, δεν τα πάνε καθόλου καλά μεταξύ τους, βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη, είτε επειδή έχουν κάποια οικονομική ή άλλη διαφορά είτε επειδή είναι κακότροπα είτε επειδή είναι ασυμβίβαστοι χαρακτήρες: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, τρώγονται σαν τα σκυλιά για τα κληρονομικά || είναι τόσο στραβόξυλα κι οι δυο τους, που χρόνια τώρα τρώγονται σαν τα σκυλιά»·
- φαγώνονται σαν σκυλιά ή φαγώνονται σαν τα σκυλιά, βλ. συνηθέστ. τρώγονται σαν σκυλιά·
- ψόφησε σαν σκυλί ή ψόφησε σαν το σκυλί, πέθανε ολομόναχος, χωρίς καμιά περίθαλψη: «τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε αποτραβηγμένος σ’ ένα ερημικό σπιτάκι και ψόφησε εκεί, σαν το σκυλί».

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

χορός

χορός, ο, ουσ. [<αρχ. χορός], ο χορός. 1. (με γενική ουσ.) δηλώνει κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση: «στην αγορά αναμένεται χορός ανατιμήσεων || στη λοβιτούρα του υπουργού αναφέρεται από τον Τύπο χορός εκατομμυρίων || στο χορό των εξοπλισμών έχουν εμπλακεί πολλές χώρες». 2.  (στη γλώσσα της φυλακής) τα σωματικά μαρτύρια: «όποιος δεν κάθεται καλά στη φυλακή, δεν το γλιτώνει το χορό». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, α. όταν εμπλακείς, θεληματικά ή όχι, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θα αναγκαστείς να συμμετάσχεις σε αυτή, μέχρι να τελειώσει: «τώρα που μπλέχτηκες σ’ αυτή την υπόθεση, δεν μπορείς να φύγεις, γιατί, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις». β. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως είναι γνώστης ή αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες κάποιου εγχειρήματός του: «το ξέρω πως είναι δύσκολη δουλειά αυτή που αναλαμβάνω, όμως, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις»·
- άναψε ο χορός, πήρε μεγάλες διαστάσεις, συμμετείχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «κοντά στα μεσάνυχτα άναψε ο χορός». (Τραγούδι: άναψ’ ο χορός, στην πόλη πυρκαγιά, πάνω στις ταράτσες, μέσα στα στενά, ξύπνησα με γέλια και ξεφωνητά, κι είχαν από πάνω πάρτι τα παιδιά
- ανοίγω το χορό, αρχίζω να χορεύω πρώτος: «τιμής ένεκεν άνοιξε το χορό ο παππούς με τη γιαγιά»·
- εν χορώ, όλοι μαζί, με μια φωνή, ομόφωνα: «στην πρόταση του προέδρου οι σύνεδροι συμφώνησαν εν χορώ»·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, όποιος δε γνωρίζει τις πραγματικές δυσκολίες που έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε του είναι εύκολο να κάνει διάφορες υποδείξεις ή να ασκεί κριτική: «τα νομίζεις όλα εύκολα, γιατί έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε»·
- κατά τον καιρό και το χορό, βλ. λ. καιρός·
- κι ο χορός καλά κρατεί, λέγεται στην περίπτωση που διαιωνίζεται μια αρνητική κατάσταση: «μετά την απεργία των εμποροϋπαλλήλων, απεργίες εξήγγειλαν οι καθηγητές, οι νοσοκομειακοί γιατροί, οι δικηγόροι κι ο χορός καλά κρατεί»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, δε με συμπεριλαμβάνουν σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία από την οποία μπορώ να ωφεληθώ: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό»·
- μένω έξω απ’ το χορό, α. δε συμμετέχω σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «μου πρότειναν να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, επειδή μου φάνηκε ύποπτη, έμεινα έξω απ’ το χορό». β. μένω αμέτοχος σε κάποια ενέργεια ή πράξη, ιδίως κακή: «όλοι κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό». γ. δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια παροχή: «όλοι σας τσεπωθήκατε μια χαρά και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό»·
- μπαίνω στο χορό, α. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «πολύ μ’ αρέσουν οι δημοτικοί χοροί και, κάθε φορά που πηγαίνω στο πανηγύρι του χωριού μου, μπαίνω στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε, κορίτσια, στο χορό κι αφήστε με μονάχη, λύγισα σαν το στάχυ ω ω ω, κι άλλο ν’ αντέξω δεν μπορώ). β. εμπλέκομαι σε μια διαδικασία με ή χωρίς τη θέλησή μου: «οι χώρες των Βαλκανίων μπήκαν στο χορό των εξοπλισμών». (Τραγούδι: πήγα λοιπόν ο αμφισβητίας, στα αφεντικά της παραλίας, και μπήκα έτσι στο χορό, στα μπουζουξήδικα κι εγώ
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- ο χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος χορός που χορεύεται ιδίως από γυναίκες και χαρακτηρίζεται από την έντονη αισθησιακή κίνηση της κοιλιάς και των γοφών: «ο χορός της κοιλιάς είναι ένας χαρακτηριστικός γυναικείος χορός της Ανατολής»·
- ο χορός του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας·
- πιάνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «μόλις ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το χορό». (Τραγούδι: εν δυο τρία, πιάσε το χορό, δεκαπέντε χρόνια έχω να χαρώ
- ο χορός των χορών, το ζεϊμπέκικο: «θεωρεί πως το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των χορών». Η πατρότητα ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη·
- σέρνω το χορό, α. χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό και οδηγώ τους υπόλοιπους χορευτές: «ο παππούς καμάρωνε τον εγγονό του που έσερνε το χορό || νιώθω μια ιδιαίτερη ικανοποίηση, όταν σέρνω το χορό». β. είμαι υπεύθυνος σε μια ομάδα ατόμων, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «ποιος σέρνει το χορό σ’ αυτό το εργοτάξιο;». Από την εικόνα του ατόμου που χορεύει πρώτος σε ένα κυκλικό χορό και οδηγεί τους υπόλοιπους χορευτές·
- στήνω το χορό ή στήνω χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όπως ήταν μεθυσμένος, έστησε το χορό μέσ’ στη μέση του δρόμου || μόλις έρχεται στο κέφι, όπου και να βρεθεί στήνει αμέσως χορό». (Λαϊκό τραγούδι: σύρτε φέρτε τα μπουζούκια, φέρτε τα για να χαρώ, να μερακλωθεί ο χάρος και να στήσει το χορό
- το στρώνω στο χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όταν είναι στα κέφια του, το στρώνει στο χορό»·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, από τη στιγμή, που, καλώς ή κακώς, συμμετέχουμε σε μια διαδικασία, θα πρέπει να προσπαθήσουμε και εμείς μαζί με τους άλλους να τη φέρουμε σε πέρας: «δεν ήθελα να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ενεργώ απεγνωσμένα: «μ’ αυτή την κίνηση που κάνω, χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, προκειμένου να σώσω την επιχείρησή μου». Αναφορά στο χορό των γυναικών του Σουλίου που έπεσαν το 1803 στον γκρεμό του Ζαλόγγου, προκειμένου να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων·
- χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.