κληρονομιά
κληρονομιά,
η, ουσ.
[<αρχ. κληρονομία], η κληρονομιά· οτιδήποτε άξιο μας κληροδοτεί το παρελθόν
και ως τέτοιο που είναι πρέπει να το διατηρήσουμε και να το διασώσουμε: «η
πολιτιστική μας κληρονομιά || η πνευματική μας κληρονομιά || η κληρονομιά του
αρχαίου ελληνικού πνεύματος»·
- από
δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός.
νεαρός
νεαρός,
-ή κ. -ά, -ό,
επίθ. [<αρχ. νεαρός], νεαρός· ως προσφώνηση μόνο το αρσ. νεαρέ,
αντί ονόματος, όταν δε γνωρίζουμε το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε: «νεαρέ, πώς
μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;»·
- από
δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βασική προϋπόθεση για την
επιτυχία μιας υπόθεσης είναι να την αναθέσεις σε έμπειρο άτομο: «αν θέλεις να
τελειώσεις μ’ επιτυχία τη δουλειά σου, ψάξε για έμπειρους συνεργάτες, γιατί,
από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι»·