Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλεφτός
κλεφτός, -ή, -ό, επίθ. [<κλέβω]. 1. που γίνεται στα κρυφά: «κλεφτή ματιά». 2. που γίνεται βιαστικά και χωρίς να το περιμένει κανείς: «κλεφτό φιλί». Επίρρ. κλεφτά (βλ. λ).
κλεφτός, -ή, -ό, επίθ. [<κλέβω]. 1. που γίνεται στα κρυφά: «κλεφτή ματιά». 2. που γίνεται βιαστικά και χωρίς να το περιμένει κανείς: «κλεφτό φιλί». Επίρρ. κλεφτά (βλ. λ).