Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλείνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλείνω, ρ. [<αρχ. κλείω], κλείνω. 1. ολοκληρώνω, συμπληρώνω: «τον άλλο μήνα κλείνω τα εικοσιπέντε μου χρόνια || έκλεισε το λόγο του μέσα στα χειροκροτήματα του ακροατηρίου του». 2. συμφωνώ, συνομολογώ: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις έκλεισαν τη συμφωνία για το ξεκίνημα της δουλειάς». 3. διευθετώ όπως όπως ένα πρόβλημα που χρονίζει: «οι Αμερικανοί, λόγω των επικείμενων εκλογών στη χώρα τους, επιδιώκουν να κλείσουν το κυπριακό». 4. εξασφαλίζω εκ των προτέρων, καπαρώνω: «έκλεισα το τάδε μαγαζί για το χορό του συλλόγου μας || έκλεισα την τάδε για ντάμα στο πάρτι του φίλου μας». 5. διακόπτω τη λειτουργία μιας διαδικασίας, δεν είμαι πια ανοιχτός: «μετά την τελευταία κρίση έκλεισα το εργοστάσιο || κάθε μέρα κλείνω στις πέντε το μαγαζί». 6. τελειώνω, παραιτούμαι, ολοκληρώνομαι: «στις επόμενες εκλογές δε θα βάλω υποψηφιότητα, γιατί έκλεισα ως πολιτικός». 7. (για τραύματα) επουλώνομαι: «η πληγή έκλεισε μέσα σε λίγες μέρες». 8. ράβω τομή ύστερα από εγχείρηση: «μετά την εγχείρηση ο γιατρός τον έκλεισε με μεταξωτή κλωστή». 9α. απρόσ. έκλεισε, (απειλητικά ή κατηγορηματικά) αποφασίστηκε, τελείωσε: «δε θέλω να μου απευθύνεις ξανά το λόγο. Έκλεισε». β. συμφωνήθηκε: «τι έγινε με κείνη τη δουλειά που διαπραγματευόσουν; -Έκλεισε». γ. χρεοκόπησε: «τι έκανε ο τάδε με τη δουλειά που είχε; -Έκλεισε». (Ακολουθούν 118 φρ.)·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του ή δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν κλείνει μπούτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μπούτι·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. λ. βλέφαρο·
- δεν κλείνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έκλεισε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- έκλεισε η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έκλεισε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκλεισε η ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- έκλεισε η μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- έκλεισε η όρεξή μου, βλ. λ. όρεξη·
- έκλεισε η πληγή μου, βλ. λ. πληγή·
- έκλεισε η συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- έκλεισε η φωνή μου, βλ. λ. φωνή·
- έκλεισε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- έκλεισε ο κύκλος του, βλ. λ. κύκλος·
- έκλεισε ο λαιμός μου, βλ. λ. λαιμός·
- έκλεισε τ’ αντεράκι μου, βλ. λ. αντεράκι·
- έκλεισε τ’ άντερό μου, βλ. λ. άντερο·
- έκλεισε το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έκλεισε το κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- έκλεισε το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- έκλεισε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, βλ. λ. μάτι·
- θα το κλείσουμε το κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- θα το κλείσουμε το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- κλείνει η ψαλίδα, βλ. λ. ψαλίδα·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, βλ. λ. μύτη·
- κλείνουν οι κάλπες, βλ. λ. κάλπη·
- κλείνουν τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- κλείνουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κλείνω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κλείνω θέση, βλ. λ. θέση·
- κλείνω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κλείνω μια (τη) δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κλείνω πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- κλείνω συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- κλείνω τα βιβλία ή κλείνω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- κλείνω τα βιβλία (μου), βλ. λ. βιβλίο·
- κλείνω τα βλέφαρα ή κλείνω τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. λ. βλέφαρο·
- κλείνω τα κιτάπια ή κλείνω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, βλ. λ. μάτι·
- κλείνω τα τεφτέρια ή κλείνω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- κλείνω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- κλείνω ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- κλείνω τη βρύση, βλ. λ. βρύση·
- κλείνω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κλείνω τη θέα, βλ. λ. θέα·
- κλείνω τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- κλείνω τη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κλείνω τη στρόφιγγα, βλ. λ. στρόφιγγα·
- κλείνω την αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κλείνω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές), βλ. λ. κάνουλα·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- κλείνω την πόρτα (σε κάποιον), βλ. λ. πόρτα·
- κλείνω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- κλείνω τις πληγές μου, βλ. λ. πληγή·
- κλείνω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- κλείνω το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- κλείνω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κλείνω το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- κλείνω το μαγαζί μου, βλ. λ. μαγαζί·
- κλείνω το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- κλείνω το νερό, βλ. λ. νερό·
- κλείνω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- κλείνω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- κλείνω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- κλείνω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- κλείνω το φως, βλ. λ. φως·
- κλείνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- κλείνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- κλείσ’ το! (ενν. το στόμα σου), (απειλητικά) πάψε να μιλάς! βούλωσ’ το(!): «επιτέλους, κλείσ’ το, γιατί θα στις βρέξω!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το είπα ή το λέμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κλείσ’ το, γιατί γίνεται ρεύμα (ενν. το στόμα σου), βλ. λ. ρεύμα·
- κλείσ’ το το ρημάδι! βλ. λ. ρημάδι·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε, βλ. λ. πόρτα·
- μου ’κλεισε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- να το κλείσουν το κατάστημα, κατάστημα·
- να το κλείσουν το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, στο μεϊντάνι η Φροσύνη, βλ. λ. μεϊντάνι·
- πού να κλείσω μάτι! βλ. λ. μάτι·
- την έκλεισα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- της (του) κλείνω (το) ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το κλείνω (ενν. το στόμα μου), παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν στην παρέα άνθρωποι που ξέρουν πιο πολλά από μένα, τότε το κλείνω και τους ακούω προσεκτικά για να μαθαίνω». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον άνοιξαν και τον έκλεισαν, βλ. λ. ανοίγω·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έκλεισε μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον κλείνω στη φυλακή ή τον κλείνω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον κλείνω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- τον κλείνω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον κλείνω στο μπουντρούμι, βλ. λ. μπουντρούμι·
- τον κλείνω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- του κλείνω τα βλέφαρα, βλ. λ. βλέφαρο·
- του κλείνω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. λ. μάτι·
- του κλείνω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- το κλείνω (το) μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του κλείνω το πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισα την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισα το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, βλ. λ. στόμα·
- του ’κλεισε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- τους κλείσαμε στα καρέ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. καρέ.

αγορά

αγορά, η, ουσ. [<αρχ. ἀγορά <ἀγείρω (= συναθροίζω)], η αγορά. 1. δρόμος ή περιοχή πόλης όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα εμπορικά καταστήματα: «τ’ απόγευμα πήρε τις φιλενάδες της και πήγαν να χαζέψουν στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά όταν θα πας, βάστα πουγκί μεγάλο κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς να πάρεις δρόμο άλλο). 2α. (γενικά) ο χώρος όπου γίνεται το καθημερινό αλισβερίσι: «η μεγαλύτερη αγορά βρίσκεται στο κέντρο της πόλης || στην αγορά υπήρχε μεγάλη κίνηση, γιατί άρχισαν οι εκπτώσεις». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραιά, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). β. συγκεκριμένος χώρος όπου πωλείται συγκεκριμένο εμπόρευμα: «η αγορά των αργυραμοιβών βρίσκεται στην οδό Φράγκων || στη στοά Καράσου είναι η αγορά των ψιλικών». 3. ο εμπορικός κόσμος: «όλη η αγορά έχει να λέει για την τιμιότητα αυτού του ανθρώπου!». 4. η πόλη, η χώρα που αποτελεί κέντρο ειδικών αγαθών: «το Παρίσι είναι η καλύτερη αγορά για ρούχα || το Άμστερνταμ είναι μεγάλη αγορά διαμαντιών». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ανεβάζω την αγορά, αυξάνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «επειδή κατάλαβα πως ήθελε πάρα πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, ανέβασα την αγορά του»·
- ανέβηκε η αγορά, ύστερα από περίοδο κάμψης, παρατηρείται πάλι αγοραστική κίνηση, γίνεται πάλι αλισβερίσι: «ύστερα από τα νέα μέτρα της κυβέρνησης, ανέβηκε η αγορά»· 
- άνθρωπος της αγοράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω στην αγορά, θέτω κάτι προς πώληση: «έβαλε στην αγορά το σπίτι του για να ξοφλήσει τα χρέη του»·
- βγαίνω στην αγορά, βλ. φρ. βγαίνω στα μαγαζιά, λ. μαγαζί·
- βγάζω στην αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω στην αγορά·
- βογκάει η αγορά, δεν υπάρχει καθόλου εμπορική κίνηση, παρατηρείται μεγάλη εμπορική απραξία: «τους τελευταίους μήνες βογκάει η αγορά κι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα κλείσουν πολλά μαγαζιά»·
- δεν κινείται η αγορά, δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, δεν παρατηρούνται εμπορικές συναλλαγές: «κάθε χρόνο, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, για ένα διάστημα δεν κινείται η αγορά»·
- είμαι ανοιγμένος στην αγορά ή είμαι ανοιχτός στην αγορά, έχω χρέη, χρωστώ στον κύκλο στον οποίο εμπορεύομαι, στον οποίο συναλλάσσομαι: «επειδή είμαι ανοιχτός στην αγορά, φοβούνται μήπως κηρύξω πτώχευση»·
- είναι καθισμένη η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- είναι πεσμένη η αγορά, δεν παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «είναι πεσμένη η αγορά, γιατί όλος ο κόσμος περιμένει να εξαγγείλει η κυβέρνηση τη νέα οικονομική της πολιτική»·
- έπεσε η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- έχει κίνηση η αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά τα τονωτικά μέτρα της κυβέρνησης άρχισε πάλι να έχει κίνηση η αγορά»·
- η αγορά είναι φωτιά, επικρατεί μεγάλη ακρίβεια: «δεν τολμώ να κατεβώ για ψώνια, γιατί η αγορά είναι φωτιά»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. λ. τιμή·
- καθάρισε η αγορά, δεν παρατηρείται η παραμικρή εμπορική κίνηση, δε γίνεται το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλους αυτούς του αποκλεισμούς των εθνικών δρόμων από διάφορους καταληψίες, καθάρισε η αγορά»·
- κάθισε η αγορά, βλ. φρ. είναι καθισμένη η αγορά·
- κάνω αγορά, α.(γενικά) αγοράζω: «ό,τι αγορά κι αν κάνω, πληρώνω τοις μετρητοίς κι ησυχάζω». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ζητώ και παίρνω φύλλο ή φύλλα από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «έκανα αγορά δυο φύλλα και μου ’ρθε αυτό που κυνηγούσα»·
- κάνω κακή αγορά, πραγματοποιώ ασύμφορη αγορά ή αγοράζω προϊόν κακής ποιότητας: «έκανες κακή αγορά γιατί, αυτό το πράγμα δεν κάνει τόσα πολλά λεφτά || έκανα κακή αγορά παίρνοντας αυτή την τηλεόραση, γιατί είναι άγνωστης φίρμας»·  
- κάνω καλή αγορά, πραγματοποιώ συμφέρουσα αγορά ή αγοράζω προϊόν καλής ποιότητας: «απ’ ό,τι ξέρω, πάντα κάνει καλή αγορά, γιατί είναι σφιχτοχέρης άνθρωπος και τους τρελαίνει στα παζάρια || έκανες καλή αγορά που αγόρασες αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι γνωστής βιομηχανίας»·  
- κατεβάζω την αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω την αγορά·
- κατεβαίνω στην αγορά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα: «κάθε Σάββατο κατεβαίνω στην αγορά και χαζεύω τις βιτρίνες των μαγαζιών». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, που δεν είχαν δημιουργηθεί τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα, όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων, ήταν υποχρεωμένοι να κατεβαίνουν στο κέντρο, όπου βρίσκονταν συνήθως τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά·
- κινείται η αγορά, βλ. φρ. έχει κίνηση η αγορά·
- κλαίει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- κλείνω την αγορά, επισημοποιώ μια αγοραπωλησία, τη σιγουρεύω, δίνοντας μια προκαταβολή: «έκλεισα την αγορά τ’ αυτοκινήτου και τώρα περιμένω να μου το φέρει στο χρώμα που θέλω»·
- λαϊκή αγορά, περιοδική εγκατάσταση μικροπωλητών με διάφορα είδη οικιακής χρήσης, τροφίμων και λαχανικών, που τα εκθέτουν σε λυόμενους πάγκους μια καθορισμένη μέρα της εβδομάδας σε καθορισμένο δρόμο, ιδίως στις συνοικίες των πόλεων: «κάθε Τρίτη, πηγαίνω και ψωνίζω απ’ τη λαϊκή αγορά»·
- μαύρη αγορά, παράνομη πώληση αγαθών ή άλλων εμπορευμάτων σε υπέρογκες τιμές: «στην περίοδο της Κατοχής, πολλά είδη πουλιόνταν στη μαύρη αγορά || πολλά εισιτήρια του ποδοσφαιρικού αγώνα πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τη μαύρη αγορά θα πα’ να σε ψωνίσω για να στα φέρνω κούκλα μου να σε ευχαριστήσω)·    
- νέκρα η αγορά, επικρατεί τέλεια εμπορική απραξία: «κάθε χρόνο μετά τις γιορτές νέκρα η αγορά»·
- νέκρωσε η αγορά, δεν παρουσιάζει καμιά εμπορική κίνηση, παρατηρείται τέλεια στασιμότητα των εμπορικών συναλλαγών: «με το τελευταίο κύμα των απεργιών νέκρωσε η αγορά»·
- ξέρει την αγορά, λέγεται για άτομο που ξέρει καλά τις συνθήκες που κατά καιρούς επικρατούν στην αγορά ή ξέρει όλα τα σημεία από τα οποία μπορεί κανείς να κάνει συμφέρουσες αγορές: «όταν έχω να κάνω κάποιο σπουδαίο αλισβερίσι, συμβουλεύομαι πάντα τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά || κάθε φορά που θέλω να κάνω διάφορες αγορές, παίρνω μαζί μου και τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά»·
- παιδιά της αγοράς, βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω στην αγορά, κυκλοφορώ προς πώληση εμπόρευμα, ιδίως αυτό που είναι νέο είδος: «έριξα στην αγορά ένα νέο απορρυπαντικό και κάνω τρελές δουλειές»·
- ρίχνω την αγορά, μειώνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, κατάφερα κι έριξα την αγορά του διαμερίσματος»·
- στενάζει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- στέρεψε η αγορά, παρατηρείται μεγάλη έλλειψη αγαθών: «με τις καταλήψεις των εθνικών δρόμων στέρεψε η αγορά, γιατί δεν ανανεώνονται τα εμπορεύματα»· βλ. και φρ. νέκρωσε η αγορά.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

ανοίγω

ανοίγω, ρ. [<αρχ. ἀνοίγω ], ανοίγω. 1. τρυπώ: «άνοιξα δυο τρύπες στον τοίχο». 2. σχίζω: «άνοιξα το πουκάμισό μου σ’ αυτό το καρφί». 3. σκάβω: «άνοιξα ένα χαντάκι γύρω απ’ την αυλή μου για να μην πλημμυρίζει, όταν βρέχει δυνατά». 4. εγχειρίζω: «τον άνοιξαν με μια καινούρια εγχειρητική μέθοδο». 5. (για καταστήματα και άλλες δημόσιες υπηρεσίες) αρχίζω να λειτουργώ καθημερινά κάποια συγκεκριμένη ώρα: «τα σούπερ μάρκετ ανοίγουν στις 09.00 || οι δημόσιες υπηρεσίες ανοίγουν στις 08.00». 6α. (για είδη ένδυσης) ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνομαι: «άνοιξα το πουκάμισό μου για να φαίνεται το χρυσό σταυρουδάκι πάνω στο στήθος μου || άνοιξα το παντελόνι μου μπροστά για να ουρήσω». β. (για είδη υπόδησης) ξεχειλώνω: «είναι στενά τα παπούτσια μου, όμως με το περπάτημα θ’ ανοίξουν». 7. (για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω να παίζω βάζοντας ένα ορισμένο ποσό: «ανοίγω με χίλιες δραχμές». 8. (για λουλούδια) ανθίζω: «άνοιξαν τα τριαντάφυλλα». 9. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού: «άνοιξα με δυο στρατιωτάκια για να ελευθερώσω τις κινήσεις των δυο τρελών». 10. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερο κάποιο αντίπαλο πούλι, που είχα πιασμένο ή αφήνω κάποια πόρτα που είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω μια πόρτα κι ένα πούλι του». 11. στην προστακτ. άνοιξε και ανοίξτε (ενν. δρόμο), παραμέρισε, παραμερίστε: «άνοιξε να περάσω, γιατί βιάζομαι || ανοίξτε να περάσουν, γιατί κουβαλούν έναν τραυματία». (Ακολουθούν 225 φρ.)· 
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγει η ψαλίδα, βλ. λ. ψαλίδα·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- ανοίγει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) βλ. λ. πόδι·
- ανοίγει τα σκέλια της, (για γυναίκες) βλ. λ. σκέλια·
- ανοίγουν οι κάλπες, βλ. λ. κάλπη·
- ανοίγουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. αλισβερίσι·
- ανοίγω βεντέτα (με κάποιον), βλ. λ. βεντέτα1·
- ανοίγω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- ανοίγω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω θεμέλια ή ανοίγω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- ανοίγω καβγά, βλ. καβγάς·
- ανοίγω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), βλ. λ. κάρτα·
- ανοίγω κατάστημα, βλ. λ. κατάστημα·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- ανοίγω κοιλιές και ξύνω σκεμπέδες, βλ. λ. κοιλιά·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίγω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω λογαριασμούς, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοίγω μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω μέτωπο (με κάποιον, με κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω μπελά ή ανοίγω μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- ανοίγω μπερντέ, βλ. λ. μπερντές·
- ανοίγω μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- ανοίγω νέα σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- ανοίγω νέους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω νέους ορίζοντες, βλ. λ. ορίζοντας·
- ανοίγω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- ανοίγω όλα τα γκάζια της ή ανοίγω όλα της τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πανί ή ανοίγω πανιά, βλ. λ. πανί·
- ανοίγω παρτίδες, βλ. λ. παρτίδα·
- ανοίγω πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βλ. λ. πόλεμος·
- ανοίγω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- ανοίγω προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ. προηγούμενα·
- ανοίγω πυρ, βλ. λ. πυρ·
- ανοίγω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση , βλ. λ. συζήτηση·
- ανοίγω σχέση ή ανοίγω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- ανοίγω τα γκαβά μου, βλ. λ. γκαβά·
- ανοίγω (τα) γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τα παλιά βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- ανοίγω τα παλιά κατάστιχα, βλ. λ. κατάστιχο·
- ανοίγω τα παλιά κιτάπια, βλ. λ. κιτάπι·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τα στραβά μου, βλ. λ. στραβά·
- ανοίγω τα φτερά μου, βλ. λ. φτερό·
- ανοίγω τα φύλλα μου, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- ανοίγω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- ανοίγω τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- ανοίγω τη βρύση, βλ. λ. βρύση·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω τη στρόφιγγα, βλ. λ. στρόφιγγα·
- ανοίγω τη φωνή, (για ραδιόφωνα, τηλεοράσεις) βλ. λ. φωνή·
- ανοίγω την αγκαλιά μου, βλ. λ. αγκαλιά·
- ανοίγω την κάνουλα, (ιδίως για χρηματικές παροχές) βλ. λ. κάνουλα·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), βλ. λ. καρδιά·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- ανοίγω τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- ανοίγω το βήμα μου, βλ. λ. βήμα·
- ανοίγω (το) γκάζι (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω (το) κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
- ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, βλ. λ. κουτί·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το μαγαζί μου, βλ. λ. μαγαζί·
- ανοίγω το νερό, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, βλ. λ. νερό·
- ανοίγω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- ανοίγω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- ανοίγω το φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- ανοίγω το φως, βλ. λ. φως·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου, βλ. λ. ασκός·
- ανοίγω υπόνομο, βλ. λ. υπόνομος·
- ανοίγω φάμπρικα, βλ. λ. φάμπρικα·
- ανοίγω φεγγίτη, βλ. λ. φεγγίτης·
- ανοίγω φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- ανοίγω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! βλ λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. λ. στόμα·
- ανοίξαμε και σας περιμένουμε, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που ενδίδει πολύ εύκολα στις αντρικές ερωτικές προτάσεις: «είχε μια χαρά κοπέλα, αλλά τη χώρισε και τα ’φτιαξε με μια ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Από τη συνηθισμένη διαφημιστική έκφραση νέου καταστήματος που μόλις άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση η φρ. με σεξουαλικό υπονοούμενο·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- ανοίξαμε συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- άνοιξαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι κρουνοί τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι ουρανοί, βλ. λ. ουρανός·
- άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου, βλ. λ. πύλη·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
- άνοιξαν πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- άνοιξαν τα νεφρά μου, βλ. λ. νεφρό·
- άνοιξαν τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άνοιξαν τα σκόρδα, βλ. λ. σκόρδο·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξε η ζγάρα μου, βλ. λ. ζγάρα·
- άνοιξε η κωλάθρα μου, βλ. λ. κωλάθρα·
- άνοιξε η μέση μου, βλ. λ. μέση·
- άνοιξε η μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- άνοιξε η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- άνοιξε η σούφρα μου, βλ. λ. σούφρα·
- άνοιξε η τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε η τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- άνοιξε ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. Θεός·
- άνοιξε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- άνοιξε ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο ή άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε πολύ τη βεντάλια, βλ. λ. βεντάλια·
- άνοιξε τ’ αντεράκι μου, βλ. λ. αντεράκι·
- άνοιξε τ’ άντερό μου, βλ. λ. άντερο·
- άνοιξε τα γκαβά σου! βλ. λ. γκαβά·
- άνοιξε τα μάτια σου! βλ. λ. μάτι·
- άνοιξε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- άνοιξε τα στραβά σου! βλ. λ. στραβό·
- άνοιξε τις φλέβες του, βλ. λ. φλέβα·
- άνοιξε το βήμα σου! βλ. λ. βήμα·
- άνοιξε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ.λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι ή άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο ή άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κεφάλι·
- άνοιξε το κουτάκι, βλ. λ. κουτάκι·
- άνοιξε το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- άνοιξε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- άνοιξε το τριώδιο, βλ. λ. τριώδιο·
- άνοιξε το φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- άνοιξες πόρτα! ή άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- δεν ανοίγει βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν άνοιξε μύτη, βλ. λ. μύτη·
- δεν άνοιξε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσα του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- θα σου ανοίξω τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- θα σου ανοίξω την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- θα σου ανοίξω τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, βλ. λ. γη·
- μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- μου ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μου ανοίγουν τα γκαβά, βλ. λ. γκαβά·
- μου ανοίγουν τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μου ανοίγουν τα στραβά, βλ. λ. στραβά·
- μου άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- μου άνοιξε μεγάλη πληγή, βλ. λ. πληγή·
- μου άνοιξε την καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- μου άνοιξε την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα) βλ. λ. γη·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, βλ. λ. γη·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κατάστιχα ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες ανοίξανε, βλ. λ. πόρτα·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, στο μεϊντάνι η Φροσύνη, βλ. λ. μεϊντάνι·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- την άνοιξα, (για γυναίκες), την ξεπαρθένεψα: «αυτήν που βλέπεις την άνοιξα, όταν ήταν ακόμη δεκαοχτώ χρονώ»·
- την άνοιξαν (ενν. την κοιλιά της), της έκαναν καισαρική τομή: «αφού είδαν πως δεν είχε καθόλου διαστολή, την άνοιξαν και της πήραν το μωρό»· βλ. και φρ. τον άνοιξαν·
- της ανοίγω (όλα) τα γκάζια (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες),βλ. λ. πόδι·
- της ανοίγω τα σκέλια, (για γυναίκες), βλ. λ. σκέλια·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες ή το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον άνοιξαν, τον χειρούργησαν: «τον άνοιξαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο κι όλα πήγαν μια χαρά»· βλ. και φρ. την άνοιξαν·
- τον άνοιξαν και τον έκλεισαν, σταμάτησαν την εγχείρηση, ιδίως γιατί βρέθηκαν αντιμέτωποι με καθολικό καρκίνο: «τον άνοιξαν και τον έκλεισαν προχτές στο τάδε νοσοκομείο, γιατί δεν έπαιρνε γιατρειά»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- του ανοίγει τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- του ανοίγω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του ανοίγω την όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- του ανοίγω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του (της) άνοιξα τη βαλβίδα, βλ. λ. βαλβίδα·
- του (της) άνοιξα τη σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- του άνοιξα την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. καρδιά·
- του (της) άνοιξα την κλανιά, βλ. λ. κλανιά·
- του (της) άνοιξα τον κλανιά, βλ. λ. κλανιάς·
- του (της) άνοιξα τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του άνοιξα το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι ή του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο ή του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- του άνοιξαν την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- του άνοιξαν το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- του άνοιξαν το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- του άνοιξαν το ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- του άνοιξε κουμπότρυπες, βλ. λ. κουμπότρυπα·
- του άνοιξε τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- τους ανοίξαμε την κωλάθρα ή τους ανοίξαμε τις κωλάθρες, βλ. λ. κωλάθρα·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη, βλ. λ. όρεξη.

αντεράκι

αντεράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. άντερο], το αντεράκι·
- άνοιξε τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έκλεισε τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- λάδωσε τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου, λ. άντερο·
- λίγδωσε τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. λίγδωσε τ’ άντερό μου, λ. άντερο·
- μεγαλώνει τ’ αντεράκι μου, ειρωνική δικαιολογία όταν μας πιάνει λόξιγκας. Ιδιαίτερα λέγεται χάριν αστεϊσμού στα μικρά παιδιά σε παρόμοια περίπτωση.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

βιβλίο

βιβλίο, το, ουσ. [<αρχ. βιβλίον, υποκορ. του ουσ. βίβλος], το βιβλίο· κατάστιχο επιχείρησης, ιδίως στον πλ. τα βιβλία, τα λογιστικά κατάστιχα μιας επιχείρησης: «η εφορία πήρε τα βιβλία μου για έλεγχο». Συνών. κατάστιχα / κιτάπια / τεφτέρια. Υποκορ. βιβλιαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- άνθρωπος του βιβλίου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω τα παλιά βιβλία, α. επανέρχομαι σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή και που μπορεί να έχουν ξεχαστεί: «όταν έχει λεύτερο χρόνο, ανοίγει τα παλιά βιβλία κι όλο και κάτι ξεχασμένο βρίσκει». β. επανέρχομαι σε παλιές διαφορές, σε παλιές έχθρες: «δε νομίζω πως υπάρχει λόγος μετά από τόσο καιρό ν’ ανοίξουμε τα παλιά βιβλία». Συνών. ανοίγω τα παλιά κατάστιχα / ανοίγω τα παλιά κιτάπια / ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- ανοιχτό βιβλίο, α. λέγεται για άνθρωπο που δεν έχει να κρύψει τίποτα, που όλες του οι ενέργειες είναι καθαρές και τίμιες και, για το λόγο αυτό, δε φοβάται κανέναν: «το φόβο πρέπει να τον έχετε εσείς με τις σκοτεινές σας υποθέσεις, γιατί εγώ είμαι ανοιχτό βιβλίο». Από το ότι, όταν κάποιος επιχειρηματίας έχει τίμια και νόμιμα τακτοποιημένα τα λογιστικά του βιβλία, δε φοβάται αν αυτά είναι ανοιχτά. β. άνθρωπος ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι ανοιχτό βιβλίο αυτός ο άνθρωπος». Από την εικόνα του αναγνώστη που νιώθει χαρά και ικανοποίηση, όταν διαβάζει ένα ευχάριστο βιβλίο·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο, βλ. φρ. δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, λ. διάβασμα·
- δεν ανοίγει βιβλίο, δε διαβάζει, δε μελετάει καθόλου: «απορώ μ’ αυτό το παιδί πώς, αφού δεν ανοίγει βιβλίο, γράφει καλά στις εξετάσεις!»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. φρ. δεν ανοίγει βιβλίο·
- διαβάζω τα βιβλία μου, (για μαθητές) μαθαίνω τα μαθήματα της επόμενης μέρας: «αν δε διαβάσεις τα βιβλία σου δε θα βγεις έξω να παίξεις || πού πας, διάβασες τα βιβλία σου;»·
- διπλά βιβλία, δυο ειδών λογιστικά κατάστιχα, τα νόμιμα, που είναι για τον έλεγχο της εφορίας και τα παράνομα, που είναι για προσωπική ενημέρωση αυτού που τα κρατάει, όπου αναγράφονται συναλλαγές χωρίς επίσημα παραστατικά, οι οποίες αποκρύβονται από την εφορία: «πολλές επιχειρήσεις κρατούν διπλά βιβλία»·
- ενημερώνω τα βιβλία μου, καταγράφω στα λογιστικά κατάστιχα της επιχείρησής μου έσοδα και έξοδα, τακτοποιώ λογιστικά τα κατάστιχα της επιχείρησής μου: «είναι απ’ το πρωί κλεισμένος στο γραφείο του κι ενημερώνει τα βιβλία του»·
- κανονικά βιβλία ή κανονικό βιβλίο, τα επίσημα λογιστικά κατάστιχα επιχείρησης, αυτά που είναι αναγνωρισμένα από την εφορία: «πάνω στο γραφείο του έχει πάντα τα κανονικά βιβλία, ενώ, αυτά στα οποία περνάει τα μυστικά κονδύλια, τα ’χει καταχωνιασμένα»·
- κλείνω τα βιβλία ή κλείνω τα παλιά βιβλία, βλ. φρ. κλείνω τα τεφτέρια, λ. τεφτέρι·
- κλείνω τα βιβλία (μου), α. καταγράφω στα λογιστικά κατάστιχα της επιχείρησής μου έσοδα και έξοδα: «επειδή τέλειωσε ο μήνας, πρέπει να κλείσω τα βιβλία μου για να ’μαι εντάξει με την εφορία». β. διακόπτω τη μελέτη, το διάβασμα: «το καλοκαίρι οι μαθητές κλείνουν τα βιβλία τους και ξεχύνονται στις ακρογιαλιές»·    
- κρατώ βιβλία, τηρώ λογιστικά κατάστιχα: «στην επιχείρησή μου κρατώ βιβλία εσόδων εξόδων || τι βιβλία κρατάς στην επιχείρησή σου;»·
- κρατώ τα βιβλία (κάποιου), είμαι λογιστής του: «κρατώ τα βιβλία της τάδε επιχείρησης»·
- κρυφά βιβλία ή κρυφό βιβλίο, λογιστικά κατάστιχα, όπου αναγράφονται συναλλαγές χωρίς επίσημα παραστατικά, οι οποίες αποκρύβονται από την εφορία: «αν του πιάσουν τα κρυφά βιβλία της επιχείρησής του, θα πληρώνει μια ζωή στην εφορία»·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, σκαλίζει τα παλιά του βιβλία, βλ. λ. δουλειά·
- σκαλίζω τα παλιά βιβλία, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά βιβλία·
- τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο, τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ιδίως όσον αφορά το χαρακτήρα του: «σε μένα δεν μπορεί να προσποιηθεί, γιατί τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο». Συνών. τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα (β) / τον ξέρω σαν την τσέπη μου·
- τον ξέρω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. συνηθέστ. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο.

βλέφαρο

βλέφαρο, το, ουσ. [<αρχ. βλέφαρον <βλέπω], το βλέφαρο, συνήθως στον πλ. τα βλέφαρα, τα ματόφυλλα·
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλεφαρίζω·
- βαραίνουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. συνηθέστ. δεν κλείνω μάτι, λ. μάτι·
- κλείνουν τα βλέφαρά μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα βλέφαρά μου»·
- κλείνω τα βλέφαρα ή κλείνω τα βλέφαρά μου, κοιμάμαι: «έρχεται κάθε βράδυ με τέτοια κούραση, που, μόλις ξαπλώσει στο κρεβάτι, κλείνει τα βλέφαρα»·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, λ. μάτι·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, νυστάζω: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου»·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- πεταρίζω τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «ρίξ’ ένα βλέφαρο στο μπαράκι κι αν είναι ο αδερφός μου, πέσ’ του πως τον θέλω || δε θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν, γιατί έριξα ένα βλέφαρο μόνο»·
- του κλείνω τα βλέφαρα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω τα μάτια, λ. μάτι.

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

εργοστάσιο

εργοστάσιο, το, ουσ. [<έργο + κατάλ. -στάσιο], το εργοστάσιο· λέγεται αρνητικά, ιδίως στην πολιτική, για σύστημα ή οργανισμό που παράγει μαζικά κάτι χωρίς σοβαρή επεξεργασία: «η Βουλή έχει γίνει εργοστάσιο νόμων και τροπολογιών». Υποκορ. εργοστασιάκι, το (βλ. λ.)·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά ή ικανότητα να κάνει κάτι, ή είναι μοναδικό ως κατασκευή: «έχει έναν γιο, που έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε || είναι σπουδαίος μηχανικός, έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε ||  είναι τέτοια αυτοκινητάρα, που μία έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε». Λέγεται και με αρνητική διάθεση. Συνών. μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι. 

ιστορία

ιστορία, η, ουσ. [<αρχ. ἱστορία], η ιστορία. 1. υπόθεση που τραβάει σε μάκρος: «θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτή η ιστορία;». 2. μπελάς, βάσανο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη κατάσταση: «δε θα σε πάρω μαζί μου, γιατί μου δημιουργείς συνέχεια ιστορίες || έμπλεξα με μια ιστορία και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». 3. το ψέμα: «άσε τις ιστορίες και πες μου την αλήθεια». 4. φανταστική διήγηση, φαντασιοπληξία: «τι ιστορίες είναι αυτές που μου λες!». 5α. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ερωτική σχέση: «έχω ραντεβού με την ιστορία μου, όχι όμως του Παπανδρέου, αλλά με τη δικιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου,αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσαι αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). β. η ερωτική σχέση: «είχα μια ιστορία με την τάδε, αλλά είναι καιρός που το διαλύσαμε». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός, είχε έναν ρόλο παίξει τελευταίο κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ. ιστοριούλα, η. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, δημιουργώ κακό προηγούμενο από άστοχη ενέργειά μου, δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «αφού άνοιξες ιστορίες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δε σε καλοβλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: οι κακές πληροφορίες, σου ανοίξαν ιστορίες
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση: «αυτό που λες είν’ άλλη ιστορία, για την οποία έχω πλήρη άγνοια». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι αντρεία κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είν’ άλλη ιστορία). Συνών. αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- για να τελειώνει η ιστορία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δίνουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση που συνήθως δε μας ευνοεί ή δε μας συμφέρει, ή για να δώσουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση, που μας ενοχλεί ή μας προβληματίζει: «όταν αντιληφθώ πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάποιον, υποχωρώ για να τελειώνει η ιστορία || στην περίπτωση που πρόκειται να γίνει καβγάς και να ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες, κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να τελειώνει η ιστορία || επειδή καιρό βρισκόμαστε σε συνεχείς διενέξεις, έδωσα όπως όπως ένα τέλος για να τελειώνει η ιστορία ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. έκλεισε η ιστορία·
- γράφω ιστορία, α. εκτελώ τόσο σημαντικό έργο ή μου συμβαίνει τόσο σπουδαίο ή παράξενο γεγονός, που θα μείνει στις επερχόμενες γενιές ή που θα μνημονεύομαι από τις επερχόμενες γενιές: «με την κατασκευή του Μετρό η κυβέρνηση γράφει ιστορία || έγραψε ιστορία με τις ανδραγαθίες του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψει και η ιστορία). β. καταγράφω διάφορα προσωπικά που έχουν σχέση με τον περίγυρό μου ή καταγράφω διάφορα γενικά συμβάντα που επηρεάζουν την κοινωνία: «πρώτα κάνει ένα σωρό βλακείες κι ύστερα κάθεται και γράφει ιστορία για να θυμάται». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή καρδιά που μένεις μοναχή στου κόσμου την κακία, καρδιά πικρή της πίκρας πάρε το χαρτί και γράψε ιστορία
- είναι μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- έκλεισε η ιστορία, η υπόθεση ή ο ερωτικός δεσμός έπαψε να υπάρχει, δεν υφίσταται πια: «τι γίνεται με τη μήνυση που σου είχε κάνει ο τάδε; -Έκλεισε η ιστορία || τι γίνεται με την τάδε; -Έκλεισε η ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, καλείται να αντιμετωπίσει μια σπουδαία και καθοριστική υπόθεση, που θα έχει αντίκτυπο στο μέλλον του. Συνήθως χρησιμοποιείται για συλλογικές προσπάθειες ή από πολιτικούς: «η χώρα μας πρέπει να πετύχει οπωσδήποτε στους Ολυμπιακούς του 2004, γιατί έχει ραντεβού με την ιστορία || την Κυριακή η ομάδα μας έχει ραντεβού με την ιστορία, γιατί, αν κερδίσει, θα παίξει για πρώτη φορά στο τελικό της διοργάνωσης». Επίσης υπήρξε ένα από τα πρώτα συνθήματα του πασοκικού κινήματος, πριν αναλάβει για πρώτη φορά την εξουσία το 1981·
- έχω ιστορίες, έχω προβλήματα, έχω μπελάδες με κάποιον ή με κάτι: «αν θα ’ρθει ο τάδε στην εκδρομή, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί έχω ιστορίες μαζί του || έχω ιστορίες με τ’ αυτοκίνητό μου και το τρέχω κάθε τόσο στο συνεργείο». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «το θέμα είναι πως ο γιος του σκοτώθηκε κι απ’ ό,τι ξέρεις, η ιστορία δε γυρίζει πίσω»·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους ή ιστορίες για αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες ή ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία ή ιστορίες για Ινδιάνους ή ιστορίες με Ινδιάνους ή ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα ή ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, λέγεται στην περίπτωση που ακούγονται από κάποιον απίθανα, απίστευτα, απαράδεκτα πράγματα, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: «μας έλεγε μια ώρα ιστορίες για αγρίους κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε, καθόμασταν και τον ακούγαμε». (Τραγούδι: για κυρίες και κυρίους ιστορίες για αγρίους, θα ακούσεις, θα γελάσεις και το νόημα θα χάσεις
- και τελειώνει η ιστορία, βλ. φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. κάνω θέμα, λ. θέμα·
- κάνω ιστορίες, δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ φασαρίες: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πάμε, κάνει ιστορίες»·
- καυτή ιστορία, υπόθεση με ερωτικό περιεχόμενο ιδιαίτερα προκλητικό, ερεθιστικό: «κάνουμε πώς και πώς να ’ρθει στην παρέα μας, γιατί μας διηγείται διάφορες καυτές ιστορίες επώνυμων ανθρώπων»·
- λέει την ιστορία της ζωής του, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση σε κάποια διήγησή του: «του ζητήσαμε να μας πει πώς πέρασαν στην εκδρομή κι αυτός μας λέει την ιστορία της ζωής του»·
- μεγάλη ιστορία, υπόθεση που απαιτεί χρόνο και διάθεση για να εξιστορηθεί από κάποιον, γιατί είναι πολύπλοκη ή μπερδεμένη: «τι έγινε με κείνη την υπόθεση; -Τι να σου λέω, μεγάλη ιστορία»·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε ιστορίες»·
- παλιά ιστορία, γεγονός που διαδραματίστηκε κάποτε στο παρελθόν και ιδίως ερωτικός δεσμός: «δε μιλιόμαστε, γιατί έχουμε μια παλιά ιστορία που δε λέμε να την ξεπεράσουμε || δεν έχω τίποτα τώρα με την κυρία, αλλά τη χαιρετώ, γιατί είναι μια παλιά ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια αγάπη καινούρια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία, βλ. λ. θέση·
- ροζ ιστορία, βλ. λ. ροζ·
- το κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. το κάνω θέμα, λ. θέμα·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι.

κάλπη

κάλπη, η, ουσ. [<αρχ. κάλπη (= δοχείο για τέφρα νεκρού)], η κάλπη· η ψηφοφορία ή το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας: «την άλλη βδομάδα ο λαός θα προσέλθει στις κάλπες || οι κάλπες ανέδειξαν νικητή το τάδε κόμμα»·
- ανοίγουν οι κάλπες, αρχίζει η διαδικασία της ψηφοφορίας: «σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι κάλπες ανοίγουν με την ανατολή του ηλίου»·
- βάζω κάλπη, βάζω υποψηφιότητα με κάποιο πολιτικό κόμμα ή ως ανεξάρτητος: «του έχουν υποσχεθεί πως, αν βάλει κάλπη, θα τον υποστηρίξουν όλα τα συνδικάτα»·
- κλείνουν οι κάλπες, τελειώνει η διαδικασία της ψηφοφορίας: «σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι κάλπες κλείνουν με τη δύση του ηλίου»·
- στήνω (τις) κάλπες, προκηρύσσω εκλογές: «τον άλλο μήνα η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να στήσει τις κάλπες».

καρέ

καρέ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. carré], το καρέ. 1. άνοιγμα του γυναικείου φορέματος στο λαιμό, συνήθως ορθογώνιο, το ντεκολτέ: «το πλούσιο στήθος της ξεχώριζε απ’ το καρέ της». 2. τρόπος γυναικείου κουρέματος που τα μαλλιά που πέφτουν πάνω στο μέτωπο έχουν εντελώς ίσιο κόψιμο: «την είδες με το καινούργιο καρέ;». 3. κέντημα, συνήθως σε τετράγωνο σχήμα που τοποθετείται σε τραπέζι: «η μητέρα άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο καρέ που κέντησε». 4. το σαλόνι ή η τραπεζαρία πλοίου, στην οποία συχνάζουν μόνο αξιωματικοί: «ο δεύτερος μηχανικός ήταν στο καρέ κι έπινε το καφεδάκι του». 5α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ομάδα από τέσσερις ή και περισσότερους παίχτες: «σε πιο καρέ παίζει ο τάδε;». β. η περίπτωση που ο παίχτης έχει τέσσερα ίδια φύλλα στα χέρια του: «καρέ της ντάμας || καρέ του άσου». 6. (στη γλώσσα της αργκό) η περιοχή, ο χώρος δραστηριότητας μια ομάδας ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα νόμιμα ή παράνομα: «από μικρός μπήκε στο καρέ της παρανομίας». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας στον Βοτανικό πι και φι ξηγιέται στο λεφτό, στα μπουζούκια και στα καμπαρέ και μες στο ρεμπέτικο καρέ). 7. στον πλ. τα καρέ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η μικρή και η μεγάλη περιοχή της κάθε ομάδας: «κατά το χτύπημα του κόρνερ, όλοι οι παίχτες είχαν μαζευτεί στα καρέ της ομάδας μας». (Λαϊκό τραγούδι: σαν κούρσες τρέχουνε οι κυνηγοί στο δρόμο και μες στα ξένα τα καρέ σκορπάν τον τρόμο. Μα και στην άμυνα είσαι κέρβερος σωστός, να, ποιος είναι ο Παναθηναϊκός).Υποκορ. καρεδάκι, το (βλ. λ.)·
- βαθύ καρέ, μεγάλο ντεκολτέ: «είχε τόσο βαθύ καρέ, που σχεδόν όλο το στήθος της ήταν απέξω»·
- κάνω καρέ, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συγκεντρώνω τέσσερα όμοια φύλλα στα χέρια μου: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν έκανα καρέ». β. συγκεντρώνω τέσσερις ή και περισσότερους παίχτες για να παίξουμε: «έκανα καρέ για πόκα»·
- καρέ καρέ, αναλυτικά, διεξοδικά: «άρχισε καρέ καρέ να ελέγχει όλη την υπόθεση». Αναφορά στο καθένα από τα τετράγωνα κομμάτια με εικόνα, από τα οποία αποτελείται το κινηματογραφικό φιλμ·
- στρώνω (ένα) καρέ, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συγκεντρώνω τέσσερις ή και περισσότερους παίχτες για να παίξουμε: «άιντε παιδιά, ελάτε να στρώσουμε ένα καρέ»·
- συμπληρώθηκε το καρέ, α. λέγεται ειρωνικά, όταν σε μια ομάδα παρανόμων προστεθεί ακόμα ένας αναγνωρισμένος παράνομος. β. λέγεται με ειρωνεία ή με δυσφορία, όταν σε μια φιλική ομάδα προσκολληθεί κάποιος ανεπιθύμητος. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τους κλείσαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λόγω του επιθετικού μας παιχνιδιού υποχρεώσαμε τους αντιπάλους μας να αποκρούουν συνέχεια μπροστά από την εστία τους τις επιθετικές μας ενέργειες: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού τους κλείσαμε στα καρέ τους, αλλά δεν μπορέσαμε να πετύχουμε ούτε ένα γκολ»·
- τους παίζαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. τους κλείσαμε στα καρέ τους·
- τους στριμώξαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. τους κλείσαμε στα καρέ τους.

κατάστημα

κατάστημα, το, ουσ. [<μτγν. κατάστημα], το κατάστημα. 1. εμπορική επιχείρηση, εμπορικό μαγαζί, ιδίως αυτό  που πουλάει υφάσματα, είδη προικός ή έτοιμα ενδύματα: «έχει ένα κατάστημα με είδη προικός || έχει ένα κατάστημα με αντρικά και γυναικεία ρούχα». 2. ως επιφών. κατάστημα! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου εμπορικού ή άλλου καταστήματος, ιδίως καφενείουείτε επειδή δε γνωρίζουμε το όνομά του είτε λόγω οικειότητας, ή για να δώσουμε αξία στην εν λόγω επιχείρηση. Συνών. καφενείο! (3) / μαγαζί! (4). 3. στον πλ. τα καταστήματα, δρόμος ή περιοχή πόλης όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα εμπορικά μαγαζιά: «επειδή τον άλλο μήνα παντρεύει την κόρη του, κατέβηκαν οικογενειακώς στα καταστήματα για διάφορα ψώνια». Συνών. μαγαζί (5)·
- ανοίγω κατάστημα, ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «ο τάδε ανοίγει κατάστημα με γυναικεία είδη». Συνών. ανοίγω δουλειά (α) / ανοίγω μαγαζί· 
- έκλεισε το κατάστημα, α. σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση λόγω ωραρίου της αγοράς: «δεν μπορώ να σας δώσω το είδος που θέλετε, γιατί έκλεισε το κατάστημα». β. χρεοκόπησε η επιχείρηση: «έπεσε μεγάλη αναδουλειά στην αγορά κι έκλεισε το κατάστημα». (Λαϊκό τραγούδι: για το δικό σου ανάστημα έκλεισα το κατάστημα· χαλάλι σου, μαργιόλα, κι ας γίνουν στάχτη όλα). Συνών. έκλεισε το μαγαζί·
- θα το κλείσουμε το κατάστημα, λέγεται ως σχόλιο στην περίπτωση που σε κάποιο εργασιακό χώρο οι εργαζόμενοι αδιαφορούν για την εργασία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «με την ανευθυνότητα που σας διακρίνει, θα το κλείσουμε το κατάστημα». Συνών. θα το κλείσουμε το μαγαζί·
- μεγάλα καταστήματα, εμπορικές επιχειρήσεις που στεγάζονται σε πολυώροφα κτήρια και έχουν πολλά ειδικά τμήματα: «τα μεγάλα καταστήματα προσφέρουν και μεγάλες εκπτώσεις»·
- να το κλείσουν το κατάστημα, λέγεται υποτιμητικά ως σχόλιο για οποιαδήποτε εμπορική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία όπου δεν εξυπηρετείται ο πελάτης ή ο πολίτης: «αφού δεν ξέρουν τι είδη έχουν, να το κλείσουν το κατάστημα || αφού κοτζάμ εφορία δεν έχει να βάλει έναν ακόμα υπάλληλο στο ταμείο για να μην περιμένουμε στη σειρά με τις ώρες, να το κλείσουν το κατάστημα». Συνών. να το κλείσουν το μαγαζί·
- ο μικρός του καταστήματος, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής αντίληψης, που κάνει στους άλλους διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «εμείς έχουμε στην παρέα μας το μικρό του καταστήματος, που τον στέλνουμε για διάφορες ανάγκες μας || τι είμαι εγώ ρε, για να πάω να σου πάρω τσιγάρα, ο μικρός του καταστήματος;». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, στα διάφορα καταστήματα, ιδίως καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι, διέθεταν και ένα παιδί το οποίο, εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι τους. Συνών. ο μικρός του καφενείου / ο μικρός του μαγαζιού· βλ. και λ. μικρός (4)  
- το παιδί του καταστήματος, βλ. φρ. ο μικρός του καταστήματος.

κεφάλαιο

κεφάλαιο, το, ουσ. [<αρχ. κεφάλαιον, ουδ. του επιθ. κεφάλαιος <κεφαλή], το κεφάλαιο. 1. μεγάλη επιφάνεια χρημάτων και, κατ’ επέκταση, η πλουτοκρατία: «αν δεν έχεις κεφάλαιο σήμερα, δεν πας μπροστά || το κεφάλαιο καταπιέζει την εργατική τάξη || κάτω το κεφάλαιο!». 2. οτιδήποτε είναι σημαντικό, πολύτιμο για το κοινωνικό σύνολο, για την κοινωνία: «οι συγγραφείς μας αποτελούν το πνευματικό κεφάλαιο του τόπου μας». 3. τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, ενός λαού, ενός έθνους: «η περίοδο της δικτατορίας αποτελεί ένα κεφάλαιο ντροπής για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας»·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, αρχίζω νέα χρονική περίοδο στη ζωή μου μετά από ένα διάστημα όχι ιδιαίτερα ευχάριστο: «μέχρι τώρα ό,τι έγινε έγινε κι από σήμερα ανοίγω νέο κεφάλαιο»·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «αυτό που μου λες δεν έχει καμιά σχέση με τη συζήτησή μας, γιατί αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είναι άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, αυτή η υπόθεση, αυτή η περίπτωση έχει τελειώσει. Συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο όχι ιδιαίτερα ευχάριστη: «πώς τα πας με το γάμο σου; -Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για μένα»·
- έχω ένα άλφα κεφάλαιο, βλ. λ. άλφα·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

κιτάπι

κιτάπι, το, ουσ. [<τουρκ. kitap], συνήθως στον πλ. τα κιτάπια, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «είχε καθαρογράψει μέσα στα κιτάπια του όλους τους λογαριασμούς». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «δεν είναι γραμμένος στα κιτάπια αυτός που αναφέρεις». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «είναι γραμμένος στα κιτάπια της Ασφάλειας». (Λαϊκό τραγούδι: μα σβήστηκε ο Παναής απ’ τα κιτάπια της ζωής, σχώριο ας έχει η ψυχή του). δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «άνοιξε ο σαγγελέας τα κιτάπια του και μας έριξε δυο χρονάκια στον καθένα». Συνών. βιβλία / κατάστιχα / τεφτέρια·
- ανοίγω τα παλιά κιτάπια, α. επανέρχομαι σε παλιούς λογαριασμούς που δεν έχουν ακόμη τακτοποιηθεί ή και που μπορεί να έχουν ξεχαστεί: «επειδή είχε χρόνο μπροστά του, άνοιξε τα παλιά κιτάπια για να ελέγξει κάποιους παλιούς λογαριασμούς». β.  ανακινώ παλιές διαφορές, διενέξεις, αναζωπυρώνω κάποια έχθρα: «πρόσεξε μην ανοίξουμε τα παλιά κιτάπια, γιατί έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου!». Συνών. ανοίγω τα παλιά βιβλία / ανοίγω τα παλιά κατάστιχα / ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- κλείνω τα κιτάπια ή κλείνω τα παλιά κιτάπια, βλ. φρ. κλείνω τα τεφτέρια, λ. τεφτέρι·
- ξεγράφω απ’ τα κιτάπια μου, βλ. συνηθέστ. σβήνω απ’ τα κιτάπια μου. (Λαϊκό τραγούδι: θα χτυπηθώ κι ίσως να κλάψω μα απ’ τα κιτάπια μου θα σε ξεγράψω
- ο Εβραίος όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει (σκαλίζει) τα παλιά του κιτάπια, βλ. λ. δουλειά·
- σβήνω απ’ τα κιτάπια μου, διαγράφω από τη ζωή μου κάποιον ή κάτι: «μου φέρθηκες πολύ σκάρτα, γι’ αυτό κι εγώ σε σβήνω απ’ τα κιτάπια μου || τ’ αυτοκίνητό μου είναι για τα παλιοσίδερα, γι’ αυτό κι εγώ από καιρό το ’χω σβήσει απ’ τα κιτάπια μου». (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε με κυρά μου απ’ τα κιτάπια σου και μοίραζε όπου θέλεις τώρα τα χάδια σου). Συνών. σβήνω απ’ τα τεφτέρια μου·
- σκαλίζω τα παλιά κιτάπια, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά κιτάπια.

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

λαιμός

λαιμός, ο, πλ. λαιμοί, οι κ. λαιμά, τα, ουσ. [<αρχ. λαιμός], ο λαιμός. 1. οτιδήποτε έχει μορφή λαιμού, ιδίως η πάνω απόληξη των δοχείων, που είναι λεπτότερη από το υπόλοιπο μέρος: «ο λαιμός του μπουκαλιού». 2. το μέρος του ενδύματος που βρίσκεται κοντά στο λαιμό, που έχει το κόψιμο του λαιμού και είναι στενότερο από το υπόλοιπο ένδυμα: «δε βλέπεις το λαιμό του πουκαμίσου που είναι βρόμικος;». (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ας κόψουν το λαιμό τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρίας. -Ας κόψουν το λαιμό τους»·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- δεν πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. φρ. κόψε το λαιμό σου(!)·
- έβγαλα το λαιμό μου, βλ. φρ. μου βγήκε ο λαιμός·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι ως το λαιμό·
- είμαι πνιγμένος μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος ως το λαιμό·
- είμαι πνιγμένος ως το λαιμό, έχω πολύ δουλειά, είμαι πολύ απασχολημένος: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί είμαι πνιγμένος ως το λαιμό»·
- είμαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι χρεωμένος ως το λαιμό, αντιμετωπίζω πολλά χρέη, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε μισό ευρώ, γιατί είμαι χρεωμένος ως το λαιμό»·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό·
- είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, συμμετέχω ολοκληρωτικά σε μια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «καταδικάστηκα κι εγώ μαζί με τους άλλους, γιατί κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχτηκε πως κι εγώ ήμουν χωμένος μέσα ως το λαιμό στη κομπίνα με τις πλαστές επιταγές»· βλ. και φρ. είμαι χρεωμένος ως το λαιμό·
- είμαι ως το λαιμό, δεν αντέχω άλλο: «σταμάτα, επιτέλους, την γκρίνια σου, γιατί είμαι ως το λαιμό». Παρατηρείται κίνηση κατά την οποία η παλάμη έρχεται και στέκεται οριζόντια με την εσωτερική της κόψη στο ύψος του λαιμού·
- είναι ωραίος λαιμός, βλ. φρ. έχει ωραίο λαιμό·
- έκλεισε ο λαιμός μου, κρυολόγησα ή βράχνιασα: «βγήκα ελαφρά ντυμένος μέσ’ στο κρύο κι έκλεισε ο λαιμός μου || του φώναζα μια ώρα να μ’ ακούσει κι έκλεισε ο λαιμός μου»·
- έχει ωραίο λαιμό, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που είναι καλλίφωνος, καλλίφωνη: «στο τάδε μπουζουκτσίδικο φέρανε μια νέα τραγουδίστρια που έχει ωραίο λαιμό»·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της, βλ. λ. γκαμήλα·
- θα δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου, βλ. λ. πέτρα·
- θα κόψω το λαιμό μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το λαιμό μου για να πετύχει». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)· 
- θα σου κόψω το λαιμό, βλ. φρ. θα σου πάρω το λαιμό·
- θα σου πάρω το λαιμό, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε πολύ αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία: «αν μάθω ότι με κατηγορείς, θα σου πάρω το λαιμό και θα τρέχεις να βρεις καινούριο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν παραμελεί τους γέρους γονείς του, θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό, έκφραση που δηλώνει την έντονη μεταμέλειά μας για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν πάνω στην ταραχή μου σε πρόσβαλα, θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό || αν έκανα τέτοια κουταμάρα, θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- καθαρίζω το λαιμό μου, βλ. συνηθέστ. καθαρίζω τη φωνή μου, λ. φωνή·
- κλάνει απ’ το λαιμό, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που συνηθίζει να ρεύεται προκλητικά: «δε μας φτάνει η βρόμα του, αλλά κλάνει κι απ’ το λαιμό!»·
- κόβω το λαιμό μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ κόβω το λαιμό μου πως, αφού σου το υποσχέθηκε, θα σου φέρει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί είναι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το λαιμό μου πως μας λέει ψέματα». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το σβέρκο μου· 
- κόψε το λαιμό σου! α. δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι καθόλου τι θα κάνεις για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή τι θα κάνεις για να πετύχεις κάτι: «πώς θα μπορέσω να πάρω αυτό το δάνειο; -Κόψε το λαιμό σου!». (Τραγούδι: βρε, κόψε το λαιμό σου, σε βαρέθηκα πέρασαν δυο μήνες κι ούτε που σε σκέφτηκα). β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου: τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Συνών. κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)·βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου·
- μ’ έφερε μέχρι το λαιμό ή μ’ έχει φέρει μέχρι το λαιμό, βλ. φρ. μ’ έφερε ως το λαιμό·
- μ’ έφερε ως το λαιμό ή μ’ έχει φέρει ως το λαιμό, με έχει εκνευρίσει τόσο πολύ, που δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή και είμαι έτοιμος να ξεσπάσω βίαια εναντίον του ή ξεσπώ βίαια εναντίον του: «ό,τι και να του πω, μου αντιμιλάει αμέσως και μ’ έχει φέρει ως το λαιμό». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη να έρχεται και να κάθεται οριζόντια με την εσωτερική της κόψη στο ύψος του λαιμού·
- μαλάκωσε το λαιμό μου (κάτι), κάποιο καταπραϋντικό έκανε λιγότερο δυνατό τον πόνο που ένιωθα στο λαιμό μου, ανακούφισε κάτι το λαιμό μου: «ήπια ένα ζεστό τσάι και μαλάκωσε το λαιμό μου || αυτή η καραμέλα που πήρα, μαλάκωσε κάπως το λαιμό μου»·
- με γαργαλάει ο λαιμός, αισθάνομαι ελαφρό ερεθισμό, ελαφριά φαγούρα στο εσωτερικό του λαιμού μου, στο φάρυγγά μου: «δώσε μου να πιω λίγο νερό, γιατί με γαργαλάει ο λαιμός μου»·    
- με πήρε στο λαιμό του, με παρακίνησε ή με συμβούλεψε λάθος και έγινε αιτία να πάθω κάποιο κακό: «δε φταίω εγώ για την αποτυχία της δουλειάς, γιατί άλλος με πήρε στο λαιμό του». (Λαϊκό τραγούδι: με τις ψευτιές με γέλασε, γιατί είχε το σκοπό της· ας όψεται η άπονη, με πήρε στο λαιμό της
- μου βγήκε ο λαιμός, φώναζα πάρα πολύ δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μου βγήκε ο λαιμός να τον φωνάζω ώσπου να μ’ ακούσει»·
- μου κάθεται στο λαιμό, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη δυσφορία: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί, απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθεται στο λαιμό»·
- μου κάθεται σαν τσίτα στο λαιμό, επιτείνει την παραπάνω φράση·  
- μου κάθισε στο λαιμό, βλ. φρ. μου στάθηκε στο λαιμό·
- μου ’ρχεται κόμπος στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- μου στάθηκε στο λαιμό, (για φαγητά) δεν το ευχαριστήθηκα, γιατί το έφαγα πολύ  βιαστικά: «έπρεπε να προλάβω τ’ αεροπλάνο κι ό,τι έφαγα, μου στάθηκε στο λαιμό»·
- μου στέκεται στο λαιμό ή μου στέκεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. φρ. μου κάθεται στο λαιμό·
- να κόψεις το λαιμό σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- πιάστηκε ο λαιμός μου, α. έπαθε αγκύλωση: «έγερνα συνεχώς το κεφάλι μου δεξιά για να μπορώ να βλέπω, ώσπου στο τέλος πιάστηκε ο λαιμός μου». β. μιλώ με δυσκολία είτε γιατί κρυολόγησα είτε γιατί μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα δυνατά ή συνεχώς: «βγήκα ελαφρά ντυμένος στο κρύο και πιάστηκε ο λαιμός μου || του φώναζα μια ώρα από μακριά, μέχρι που πιάστηκε ο λαιμός μου || τον συμβούλευα με τις ώρες, ώσπου πιάστηκε ο λαιμός μου»·
- στέγνωσε ο λαιμός μου, δίψασα πολύ: «τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο στέγνωσε ο λαιμός μου»·
- στο λαιμό να σου καθίσει, βλ. φρ. στο λαιμό σου(!)·
- στο λαιμό να σου σταθεί, βλ. φρ. στο λαιμό σου(!)·
- στο λαιμό σου! έκφραση που εκφέρεται εν είδει κατάρας σε κάποιον που παίρνει μέρος από το φαγητό μας, χωρίς να του δώσουμε την άδεια, ή σε κάποιον που τρώει και δε μας προσφέρει από το φαγητό του·
- το κρίμα στο λαιμό σου, βλ. λ. κρίμα·
- τον αρπάζω απ’ το λαιμό, α. τον συλλαμβάνω, τον ακινητοποιώ: «την ώρα που έβγαινε απ’ την ταβέρνα, έπεσαν πάνω του οι αστυνομικοί και τον άρπαξαν απ’ το λαιμό». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ το λαιμό, δε θα μου ’δινε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον γραπώνω απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον κρέμασε απ’ το λαιμό, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «τον είχε τέτοιο μίσος, που μόλις τον είδε, τον άρπαξε στα χέρια του και τον κρέμασε απ’ το λαιμό». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τον μαγκώνω απ’ το λαιμό, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον πιάνω απ’ το λαιμό, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό·
- τον παίρνω στο λαιμό μου, γίνομαι η αιτία του κακού ή της ζημιάς που παθαίνει κάποιος: «τον πήρα στο λαιμό μου με τις συμβουλές που του ’δωσα». Από την εικόνα του αυτόχειρα που κρεμάει μια πέτρα στο λαιμό του και πέφτει στο νερό για να πνιγεί. (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ κακούργα πεθερά τους πήρες στο λαιμό σου, την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό ή του μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του ’κοψα το λαιμό, τον πλήγωσα στο λαιμό ή τον αποκεφάλισα: «πάνω στα νεύρα μου, τράβηξα το μαχαίρι και του ’κοψα το λαιμό»·
- του παίρνω το λαιμό, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος κάνει κοπάνα στη δουλειά μου, χωρίς άλλη προειδοποίηση του παίρνω το λαιμό». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε, στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «με μια ξαφνική σπαθιά του πήρε το λαιμό». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το σβέρκο.

λογαριασμός

λογαριασμός, ουσ. [<μσν. λογαριασμός <λογαριάζω], ο λογαριασμός. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- ανοίγω λογαριασμό, α. αρχίζω να έχω οικονομικές δοσοληψίες, οικονομικό αλισβερίσι με κάποιον: «απ’ τη μέρα που άνοιξα λογαριασμό με τον τάδε, έχω συνεχώς προβλήματα». β. καταθέτω ένα χρηματικό ποσό σε κάποια τράπεζα: «άνοιξα λογαριασμό στην τάδε τράπεζα για να μην έχω τα χρήματα στο ταμείο μου»· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμούς·
- ανοίγω λογαριασμούς, δημιουργώ έχθρα με κάποιον, δημιουργώ κακό προηγούμενο: «απ’ τη στιγμή που άνοιξες λογαριασμούς μαζί του, πρέπει να προσέχεις, γιατί είναι πολύ εκδικητικός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την περνάγαμε, φίνα κι αγαπημένα κι εσύ αγάπαγες πολύ κι εγώ τρελά εσένα! Μα γρήγορα λογαριασμούς μου άνοιξες, μπαμπέσα, κι ένα δεφτέρι που κρατώ, τα γράφει όλα μέσα)· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμό·
- ανοιχτοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι διαμάχες μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων που διατηρούνται στην επικαιρότητα: «στην παρέα μας λύνουμε κάθε διαφορά για να μη διατηρούνται ανοιχτοί λογαριασμοί»·
- ανοιχτός λογαριασμός, ο αλληλόχρεος, ο τρεχούμενος λογαριασμός: «αγόρασε ό,τι θέλεις και μην πληρώσεις, γιατί έχω με τον πατέρα σου του ανοιχτό λογαριασμό»·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω με τη δουλειά μου, είναι δικός μου λογαριασμός». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον), ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), διατηρώ σε εκκρεμότητα κοινωνικές διαφορές, διαμάχες ή υποθέσεις με κάποιον: «έχω σκοπό να φύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θ’ αφήσω ανοιχτό λογαριασμό με κανέναν». (Τραγούδι: κολλημένη μαζί σου σε αλήτη δεσμό μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό 
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, α.τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω, ιδίως οικονομικές: «τώρα που έβαλα σ’ έναν λογαριασμό τα οικονομικά μου, μπορώ να πάω κι εγώ ένα ταξιδάκι». β. διευθετώ, τακτοποιώ ένα χώρο: «αν δε βάλεις πρώτα σε λογαριασμό το δωμάτιό σου, δεν έχει να πας πουθενά»· βλ. και φρ. τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), υπολογίζω, συνυπολογίζω: «βάλε στο λογαριασμό κι εμένα για να πληρώσω το μερίδιό μου || θα βάλω στο λογαριασμό και το κουκλάκι που κρατάτε;»·
- βαστώ (το) λογαριασμό, βλ. φρ. κρατώ (το) λογαριασμό·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), παρασύρομαι σε έξοδα, βγαίνω από το οικονομικό μου πρόγραμμα: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και βγήκα απ’ το λογαριασμό μου»·
- βρίσκω λογαριασμό, διευθετώ, ρυθμίζω μια υπόθεση: «ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά ρώτα από δω, ρώτα από κει, στο τέλος βρήκα λογαριασμό»·
- για λογαριασμό (κάποιου), λέγεται όταν ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου ή για το συμφέρον κάποιου: «θα υπογράψω για λογαριασμό του τάδε || εργάζεται για λογαριασμό κάποιας ξένης δύναμης»·
- για λογαριασμό μου, α. για μένα: «εγώ μιλώ μόνο για λογαριασμό μου». β. για δικό μου όφελος: «θέλω να μου πεις τι θα ’χω για λογαριασμό μου αν τελειώσω πιο νωρίς τη δουλειά»·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, α. κάνει ό,τι θέλει, ό,τι του αρέσει, ενεργεί αυθαίρετα χωρίς να υπολογίζει κανέναν: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «απ’ τη στιγμή που είναι το αφεντικό της επιχείρησης, δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα θα τα πίνω και λογαριασμό δε δίνω!). Πρβλ.: δεν παίρνεις λογαριασμό, δε δίνεις λογαριασμό (Διαφημιστικό σλόγκαν εταιρίας κινητής τηλεφωνίας)·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικός μου λογαριασμός να ελέγχω, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «πες του κανέναν καλό λόγο μήπως και συμμορφωθεί. -Δεν είναι δικός μου λογαριασμός». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημά ή δεν είναι πρόβλημά μου·
- δικός σου λογαριασμός, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να ’βρω τόσο γρήγορα τα λεφτά που μου ζητάς; -Δικός σου λογαριασμός». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα·  
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), λογοδοτώ: «θα ’ρθει κάποτε η μέρα, που θα δώσεις λογαριασμό για τις πράξεις σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει ανηφόρες και στενά
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), αποδίδω ταμείο σε κάποιον: «δε μου ’δωσες ακόμη το λογαριασμό της ημέρας»·
- είναι λογαριασμός, είναι υπολογίσιμο, είναι σημαντικό κάτι: «στη θέση που βρίσκομαι, ακόμη και η παραμικρή βοήθειά σου είναι λογαριασμός για μένα || το να ξοδεύει κανείς εκατό χιλιάδες στα μπουζούκια, βεβαίως και είναι λογαριασμός»·
- εισπράττω το λογαριασμό, αναγκάζομαι να υποστώ τις συνέπειες για κακή ενέργεια άλλου: «δεν αντέχω άλλο να εισπράττω το λογαριασμό για δικές σου ανοησίες»·
- ενήμερος λογαριασμός, βλ. λ. ενήμερος·
- έρχομαι σε λογαριασμό, τακτοποιούμαι οικονομικά και γενικά η ζωή μου κυλάει ομαλά: «τώρα που ήρθα σε λογαριασμό, μπορώ κι εγώ να ξεκουραστώ λιγάκι || κάθε φορά που έρχομαι σε λογαριασμό, όλο και κάτι στραβό μου συμβαίνει κι αρχίζουν πάλι τα τραβήγματα»·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω κοινωνικές εκκρεμότητες, κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, έχω εκκρεμείς υποθέσεις με κάποιον: «αν είναι και ο τάδε στο πάρτι, εγώ δε θα ’ρθω γιατί έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του»·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω παλιές διαφορές, παλιές διαμάχες με κάποιον: «αν έρθει ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί έχουμε παλιούς λογαριασμούς»·
- έχω λογαριασμό, α. έχω κάπου κατατεθειμένα χρήματα στο όνομά μου: «μόνο στην τάδε τράπεζα έχω λογαριασμό». β. έχω αλληλόχρεη οικονομική συνεργασία με κάποιον: «ψώνισε ό,τι θέλεις απ’ το μαγαζί του, αλλά μην πληρώσεις, γιατί έχω λογαριασμό μαζί του»·
- ζητώ λογαριασμό (από κάποιον), απαιτώ από κάποιον να λογοδοτήσει: «τώρα κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα σου ζητήσω λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά το παίζεις δεν θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα, όταν ξυπνήσει, θα σου ζητήσει λογαριασμό
- κανονίζω τους λογαριασμούς μου, βλ. φρ. κλείνω τους λογαριασμούς μου·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λογαριασμό, σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, λογαριάζω: «κάνω λογαριασμό να πάω ένα ταξιδάκι μόλις τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- κάνω λογαριασμό χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω το λογαριασμό, ελέγχω λίστα με αριθμούς για να βρω ή για να επαληθεύσω το γινόμενο: «όταν είναι να πληρώσω κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό κι έπειτα πληρώνω»·
- κάνω το λογαριασμό μου, υπολογίζω τα έξοδα ή τις ενέργειες που έχω τη δυνατότητα να κάνω: «πριν ξεκινήσω για κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό μου»·
- κίνηση λογαριασμού, α. οι καταθέσεις και οι αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό: «μήπως έχεις κανένα πρόβλημα και τον τελευταίο καιρό δεν παρουσιάζεις κίνηση λογαριασμού;». β. η ξεχρέωση και η εκ νέου χρέωση κάποιου τραπεζικού λογαριασμού: «η κίνηση λογαριασμού δείχνει πως ο πελάτης βρίσκεται σε κάποια εργασιακή δραστηριότητα»·
- κινώ το λογαριασμό, α. κάνω καταθέσεις και αναλήψεις από κάποιον τραπεζικό λογαριασμό: «όταν κινείς το λογαριασμό, έχεις άλλο πρόσωπο στην τράπεζα». β. ξεχρεώνω και χρεώνω εκ νέου κάποιο τραπεζικό λογαριασμό: «όταν η τράπεζα βλέπει ότι κινείς το λογαριασμό, μπορεί να σε βοηθήσει πιο εύκολα»· 
- κλείνω λογαριασμό, ελέγχω τι χρωστώ ή τι μου χρωστάει κάποιος: «είναι καιρός πια να κλείσουμε λογαριασμό γιατί, όσο τον αφήνουμε, υπάρχει φόβος να μην μπορούμε να βγάλουμε άκρη»· βλ. και φρ. κλείνω το λογαριασμό·
- κλείνω το λογαριασμό, α. πληρώνω το χρηματικό ποσό που χρωστώ ή πληρώνομαι από κάποιον το χρηματικό ποσό που μου χρωστάει: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε αυτόν το λογαριασμό, μπορούμε ν’ ανοίξουμε έναν καινούριο». β. παίρνω όλο το χρηματικό ποσό που είχα κατατεθειμένο σε μια τράπεζα: «έκλεισα το λογαριασμό με την τάδε τράπεζα κι άρχισα να συνεργάζομαι με μια άλλη»· βλ. και φρ. κλείνω λογαριασμό·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, α. διευθετώ, τακτοποιώ οικονομικές ή ταμειακές μου εκκρεμότητες: «πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου, γιατί την άλλη βδομάδα θα λείψω στο εξωτερικό». β. διευθετώ, τακτοποιώ διάφορες κοινωνικές μου εκκρεμότητες: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, αρχίσαμε να κάνουμε πάλι παρέα»·
- κλειστός λογαριασμός, χρηματικό ποσό που καταθέτουμε στην τράπεζα με προθεσμία ανάληψης: «όταν έχεις κάποιο ποσό σε κλειστό λογαριασμό, τότε παίρνεις μεγαλύτερο τόκο»·
- κοινός λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός όπου δικαιούχοι είναι δυο ή και περισσότερα άτομα: «έχω έναν κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα μου στην τάδε τράπεζα»·
- κρατώ (το) λογαριασμό, α. καταγράφω έσοδα και έξοδα, διαχειρίζομαι χρήματα: «ποιος απ’ όλους κρατούσε το λογαριασμό της επιχείρησης τον τελευταίο καιρό;». β. παρακολουθώ, καταγράφω προσεκτικά τις ενέργειές μου ή τις ενέργειες κάποιου: «ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι έκανε και τι είπε, γιατί κρατούσα λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αν κράταγα λογαριασμό με πόσες τα ’χω φτιάξει μέχρι διακόσια αριθμό, μπράβο μου! μπορεί και να ’χω φτάσει
- λογαριασμό θα σου δώσω; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω ή γιατί ενεργώ με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό, λογαριασμό θα σου δώσω;»·
- λογαριασμοί του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- λογαριασμός κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- λογαριασμός όψεως, τραπεζικός λογαριασμός, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρήματα, όποτε θέλει: «έχω δημιουργήσει ένα λογαριασμό όψεως, στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες μου»·
- λυπάμαι για λογαριασμό του, δηλώνει τη λύπη ή την απογοήτευσή μου για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, νοικοκυρεύομαι, συμμορφώνομαι: «μόλις παντρεύτηκε, άφησε τα ξενύχτια και μπήκε σ’ έναν λογαριασμό»·
- μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- ντρέπομαι για λογαριασμό του, δηλώνει πως ντρέπομαι για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, βλ. λ. ξεκαθάρισμα·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, η τίμια οικονομική συναλλαγή, η σωστή συμπεριφορά, η σωστή εξήγηση είναι αυτή που δεν επιτρέπει ή που απομακρύνει τις παρεξηγήσεις·
- παγώνω το λογαριασμό, δεν πραγματοποιώ καμιά κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού: «μέχρι να βρω μια σίγουρη επένδυση, πάγωσα το λογαριασμό που είχα στην τάδε τράπεζα»·   
- παλιοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, οι εκκρεμείς υποθέσεις που υπάρχουν πριν από πολύ καιρό: «οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους στέκουν εμπόδιο στην αναθέρμανση της φιλίας τους»·
- παραφουσκωμένος λογαριασμός, που είναι κατά πολύ περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «περάσαμε ωραία στο κέντρο, αλλά στο τέλος μαλώσαμε, γιατί μας έφεραν παραφουσκωμένο λογαριασμό»·
- παραφουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω κατά πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «δεν ξαναπάμε σ’ εκείνο το κέντρο γιατί πάντα παραφουσκώνει το λογαριασμό»·
- περασμένος λογαριασμός, α. που έχει καταχωρηθεί κανονικά στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης: «θέλω να ελέγξεις τα βιβλία για να δεις αν είναι περασμένος αυτός ο λογαριασμός». β. που ανήκει στο παρελθόν, που έχει λήξει ή διευθετηθεί: «ό,τι έκανες, είναι περασμένος λογαριασμός, κοίτα από εδώ και μπρος να συμπεριφερθείς σωστά»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, λογαριάζω, υπολογίζω λανθασμένα: «υπολόγιζα να τελειώσω μέχρι το τέλους του μηνός τη δουλειά που είχα αναλάβει και να φύγω με την οικογένειά μου ένα ταξιδάκι, αλλά έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου, γιατί δεν τέλειωσε η δουλειά»·   
- το άνοιγμα λογαριασμού, βλ. λ. άνοιγμα·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, του διευθετώ, του τακτοποιώ τη ζωή του, τον νοικοκυρεύω, τον συμμορφώνω: «ο γιος του ήταν πολύ άτυχος στις διάφορες δουλειές του, αλλά απ’ τη στιγμή που ο πατέρας του τον έβαλε σ’ έναν λογαριασμό, ησύχασε το κεφάλι του || του βρήκε ένα καλό κορίτσι και τον έβαλε σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- τον τάραξα στο λογαριασμό, τον έβαλα να πληρώσει πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «όταν το γκαρσόνι κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος, τον τάραξε στο λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως  μ’ αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά του βάζω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, α. τον συνετίζω, τον σωφρονίζω, τον συμμορφώνω: «μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις σε κάποιον λογαριασμό, γιατί σε υπολογίζει και σε σέβεται». β. τον νικώ: «εκτός από σένα, δεν μπορεί κανένας άλλος να τον φέρει σε λογαριασμό γιατί είναι δυνατό παιδί»·
- τρεχούμενος λογαριασμός, α. ο αλληλόχρεος, ο ανοιχτός λογαριασμός: «ό,τι ψωνίσεις απ’ τον τάδε, πες του να τα χρεώσει σε μένα, γιατί έχουμε τρεχούμενο λογαριασμό». β. τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μου καταθέτω ή κάνω αναλήψεις: «έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες της δουλειάς μου»·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, διευθετώ, τακτοποιώ μια μπερδεμένη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «ήταν πολύ χάλια η επιχείρηση, αλλά κατάφερα να τη φέρω σ’ έναν λογαριασμό || όπως έκανες τη δουλειά, δε θα μπορέσει κανένας να τη φέρει σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. τον φέρνω σε λογαριασμό·
- φουσκωμένος λογαριασμός, που είναι περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «στο τέλος μας έφεραν φουσκωμένο λογαριασμό»·
- φουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «πρόσεχε το τάδε μαγαζί, γιατί φουσκώνουν το λογαριασμό»·
- χάνω το λογαριασμό, δεν ξέρω τι μου γίνεται, μπερδεύομαι, αποδιοργανώνομαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που έχασα το λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τον πολύ συλλογισμό, έχασε το λογαριασμό
- χοντρός λογαριασμός, που είναι μεγάλος, υπέρογκος: «χτες βράδυ, όλα τα παιδιά της παρέας ήμασταν στο κέφι και κάναμε χοντρό λογαριασμό στα μπουζούκια».

μαγαζί

μαγαζί, το, πλ. μαγαζιά κ. μαγαζά, τα, ουσ. [<βενετ. σπάνιο magazin <ιταλ. magazzino <αραβ. machazin πλ. του machazan]. 1. εμπορικό κατάστημα: «πρόσφατα άνοιξε ένα μαγαζί και πουλάει είδη προικός». 2. ταβέρνα, καπηλειό, ιδίως νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί και θα φέρει με τον καιρό όλες τις φίρμες του πενταγράμμου». (Λαϊκό τραγούδι: λεβεντόπαιδο Αρίστο, μπες στο μαγαζί και κλείσ’ το). 3. δουλειά ή επιχείρηση, όπου ο καθένας από αυτούς που απασχολούνται πηγαίνει ανεξέλεγκτα (όπως γίνεται και στο μαγαζί, στην ταβέρνα). (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι μαγαζί η καρδιά να μπαινοβγαίνει έτσι απλά, σου λέω). Συνών. καφενείο (2). 4. ως επιφών. μαγαζί! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου εμπορικού ή άλλου καταστήματος, ιδίως καφενείου, είτε επειδή δε γνωρίζουμε το όνομά του είτε λόγω οικειότητας. Συνών. καφενείο! (3) / κατάστημα! (2). 5. στον πλ. τα μαγαζιά, η περιοχή εκείνη μιας πόλης, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά: «τ’ απόγευμα πήγα μια βόλτα στα μαγαζιά». Συνών. κατάστημα (3). Υποκορ. μαγαζάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αδειάζω το μαγαζί, α. μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και το απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ άδειασαν το γωνιακό μαγαζί με τα ηλεκτρονικά». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής: «τον άλλο μήνα αδειάζω το μαγαζί, γιατί έληξε το συμβόλαιο»·
- ανοίγω μαγαζί, ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «ανοίγω μαγαζί με είδη προικός». Συνών. ανοίγω δουλειά (α) / ανοίγω κατάστημα·
- ανοίγω το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το μαγαζί του τάδε και του πήραν όλο το εμπόρευμα»·
- ανοίγω το μαγαζί μου, αρχίζω να συναλλάσσομαι στο κατάστημά μου με το καταναλωτικό κοινό, με την πελατεία μου: «κάθε πρωί ανοίγω το μαγαζί μου στις εννιά»·
- βγαίνω στα μαγαζιά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα για να αγοράσω κάτι, αλλά και για λόγους αναψυχής: «βγήκε στα μαγαζιά, γιατί θέλει ν’ αγοράσει ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι παπούτσια || όταν δεν έχει τι να κάνει, παίρνει τις φιλενάδες της και βγαίνουν στα μαγαζιά να ξεσκάσουν»·   
- γωνία το μαγαζί, βλ. λ. γωνία·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπάς σου το μαγαζί, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το μαγαζί, βλ. λ. παππούς·
- δεν πουλάει το μαγαζί, περιφρονητική άρνηση σε κάποιον να του δώσουμε αυτό που μας ζητάει, γιατί ήδη μας έχει εκμεταλλευτεί αρκετά: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Δεν πουλάει το μαγαζί». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το πια·
- έκλεισε το μαγαζί, α. σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση λόγω ωραρίου της αγοράς: «δεν μπορώ να σας δώσω το είδος που θέλετε, γιατί έκλεισε το μαγαζί». β. χρεοκόπησε η επιχείρηση: «δεν άντεξε στο συναγωνισμό κι έκλεισε το μαγαζί». Συνών. έκλεισε το κατάστημα·
- θα το κλείσουμε το μαγαζί, λέγεται ως σχόλιο, στην περίπτωση που σε κάποιο εργασιακό χώρο οι εργαζόμενοι αδιαφορούν για την εργασία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πρέπει να βάλουμε μυαλό και να συγκεντρωθούμε στη δουλειά, γιατί, με την ασυδοσία που επικρατεί, θα το κλείσουμε το μαγαζί». Συνών. θα το κλείσουμε το κατάστημα·
- κάθεται το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα ή το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης για το οποίο γίνεται λόγος, δεν παρουσιάζει την παραμικρή εμπορική κίνηση, δεν έχει καθόλου δουλειά: «έχει ξεπερασμένο εμπόρευμα, γι’ αυτό κάθεται το μαγαζί || απ’ τη στιγμή που δεν έχει καμιά καλή φίρμα, κάθεται το μαγαζί»·
- κάθονται τα μαγαζιά, η αγορά γενικά δεν παρουσιάζει εμπορική κίνηση, δε γίνεται αλισβερίσι: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι διαδηλώσεις κι οι πορείες, πώς να μη κάθονται τα μαγαζιά;»·
- κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, καταστρέφω τα πάντα στο μαγαζί από νεύρα, θυμό ή οργή: «κάθε φορά που σουρώνει, κάνει το μαγαζί καινούριο». Συνών. το κάνω θερινό / το κάνω καλοκαιρινό·
- κατεβαίνω στα μαγαζιά, βλ. φρ. κατεβαίνω στην αγορά·
- κλείνω το μαγαζί, το καπαρώνω για κάποιο σκοπό: «ο σύλλογός μας έκλεισε το τάδε μαγαζί για τον ετήσιο χορό του»· βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί μου·
- κλείνω το μαγαζί μου, διακόπτω προσωρινά ή οριστικά τη λειτουργία του: «κάθε μέρα κλείνω το μαγαζί μου στις οκτώ το βράδυ || έκλεισα το μαγαζί μου, επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά»· βλ. και φρ. κλείνω το μαγαζί·
- να το κλείσουν το μαγαζί, λέγεται υποτιμητικά, ως σχόλιο, για οποιαδήποτε επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, όπου δεν εξυπηρετούνται οι πελάτες ή οι πολίτες: «αφού δεν ξέρουν να πουλάνε, να το κλείσουν το μαγαζί || αν για ένα πιστοποιητικό γεννήσεως περιμένω μισή μέρα, πες τους να το κλείσουν το μαγαζί». Συνών. να το κλείσουν το κατάστημα·
- ο μικρός του μαγαζιού, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής αντίληψης, που κάνει διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «ευτυχώς στην παρέα μας έχουμε τον μικρό του μαγαζιού, που τον στέλνουμε για διάφορες ανάγκες μας κι έτσι δε χαλάμε τ’ αραλίκι μας || πάνε δω, πάνε κει, τι είμαι γω ρε, ο μικρός του μαγαζιού;». Από το ότι, τουλάχιστον παλιότερα, στα διάφορα μαγαζιά, ιδίως στα καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι, διέθεταν και ένα παιδί που, εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι τους. Συνών. ο μικρός του καταστήματος / ο μικρός του καφενείου· βλ. και λ. μικρός (4)·      
- σηκώνω το μαγαζί, μπαίνω μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης και το απογυμνώνω από τα εμπορεύματα που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ σήκωσαν το μαγαζί το τάδε»·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, αγόρασε πάρα πολλά είδη από ένα μαγαζί: «μόλις πήρε το μισθό του, πήγε στο σούπερ μάρκετ και σήκωσε όλο το μαγαζί»· 
- στήνω μαγαζί, δημιουργώ κάποια εμπορική επιχείρηση: «έστησε ένα μαγαζί με καλλυντικά μέσα στην αγορά και δουλεύει μια χαρά»·
- τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά, είναι ξεκούμπωτα τα μπροστινά κουμπιά ή το φερμουάρ του παντελονιού σου. Λέγεται με ειρωνική διάθεση, αλλά και συνθηματικά, όταν στην παρέα βρίσκονται γυναίκες, για να μη νιώσει άσχημα ο άντρας στον οποίο απευθυνόμαστε. Λέγεται και σε γυναίκες, από τον καιρό που άρχισαν να φορούν παντελόνια·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το μαγαζί; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το μαγαζί; βλ. λ. παππούς·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. ο μικρός του μαγαζιού·
- τον βγάζω απ’ το μαγαζί, του κάνω έξωση: «τον άλλο μήνα τον βγάζω απ’ το μαγαζί, γιατί είναι κακοπληρωτής»·
- του άδειασαν το μαγαζί, του έκλεψαν το εμπόρευμα που είχε στο μαγαζί του, αφού μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης: «χτες βράδυ χτύπησε πάλι η γνωστή σπείρα και του άδειασαν το μαγαζί»·
- του άνοιξαν το μαγαζί, μπήκαν μέσα με τη μέθοδο της διάρρηξης για να κλέψουν: «χτες βράδυ του άνοιξαν το μαγαζί και επειδή δε βρήκαν πράγματα αξίας, έφυγαν»·
- χτυπώ το μαγαζί, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ χτύπησαν το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά».

μαντρί

μαντρί, το, ουσ. [<μσν. μανδρίν <μανδρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μάνδρα], το μαντρί· (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «τον ξέρω αυτόν που μου λες, γιατί ήμασταν μαζί στο μαντρί»·
- αρνί που φεύγει απ’ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- βγάζω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζω κάποιον: «μάζεψαν οι φίλοι του τα λεφτά που χρωστούσε και τον έβγαλαν απ’ το μαντρί»·
- βγαίνω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζομαι: «τον άλλο μήνα βγαίνει απ’ το μαντρί»·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον κλείνω στο μαντρί, τον φυλακίζω: «μετά την απόφαση του δικαστηρίου, τον έκλεισαν στο μαντρί»·
- τον ρίχνω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον χώνω στο μαντρί, βλ. συνηθέστ. τον κλείνω στο μαντρί.

ματάκι

ματάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μάτι]. 1. το κλείσιμο του ματιού σε γυναίκα με πονηρό σκοπό ή γενικά το κλείσιμο του ματιού ως χαιρετισμός από κάποια μικρή απόσταση ή ως σύνθημα, για το ξεκίνημα ή την αποφυγή κάποιας ενέργειας, ανάλογα με την περίσταση. 2. μικρή γαλάζια χάντρα, που κρεμούν σε εμφανές μέρος στα ρούχα μωρού, γιατί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αποτρέπει τη βασκανία: «κάθε φορά που έβγαζαν βόλτα το μωρό, κρεμούσαν ένα ματάκι στο ζιπουνάκι του για να μην το βασκάνουν». 3. μικρή τρύπα στην πόρτα της εισόδου σπιτιού που χρησιμεύει για να ελέγχει κανείς, πριν ανοίξει, ποιος είναι ο επισκέπτης·
- βάζω ματάκι, κρεμώ σε εμφανές μέρος των ρούχων μου, ιδίως σε ρούχα μωρού, μικρή γαλάζια χάντρα, που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αποτρέπει τη βασκανία: «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι η μάνα του του βάζει ακόμα ματάκι στα ρούχα του για να μην το βασκάνουν»· βλ. και φρ. βάζω μάτι, λ. μάτι·
- κάνω ματάκι, α. κλείνω το μάτι μου σε γυναίκα με πονηρό σκοπό: «μια ώρα της έκανα ματάκι, αλλά αυτή δεν έπαιρνε χαμπάρι». β. κλείνω συνθηματικά το μάτι μου σε κάποιον για το ξεκίνημα ή την αποφυγή κάποιας ενέργειας, ανάλογα με την περίσταση: «μόλις είδα τον μπάτσο να πλησιάζει, τους έκανα ματάκι να φύγουν». γ. προσπαθώ να γίνω αντιληπτός, προσπαθώ να επικοινωνήσω με κάποιον από κάποια μικρή απόσταση: «ευτυχώς είδε το ματάκι που του ’κανα και πλησίασε προς το μέρος μου». δ. είδος χαιρετισμού από μικρή απόσταση: «καθώς περνούσε του ’κανα ματάκι κι αυτός ανταπόδωσε το χαιρετισμό»· βλ. κ. φρ. κάνω μάτι, λ. μάτι·
- ματάκια μου! προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο με την έννοια αγάπη μου, φως μου: «έλα δω, ματάκια μου, που έχω καιρό να σε δω!»·
- της (του) κάνω ματάκι ή της (του) κλείνω (το) ματάκι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι, λ. μάτι.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μέσα

μέσα, επίρρ. [<μσν. μέσα, πλ. ουδ. του μέσος], μέσα. 1. στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «είναι κανείς μέσα στο σπίτι;». 2. κατά τη διάρκεια: «μέσα στην επόμενη βδομάδα». 3. δηλώνει συμφωνία, αποδοχή: «θέλεις να πάρεις μέρος κι εσύ σ’ αυτή τη δουλειά; -Μέσα. || είσαι για μια ποκίτσα; -Μέσα. || πάμε να πιούμε ένα ουζάκι; -Μέσα» 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) καταφατική δήλωση παίχτη ότι παίρνει μέρος ή ότι συνεχίζει το παιχνίδι: «ποντάρω άλλες πέντε χιλιάδες. -Μέσα».5.  με άρθρο και συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, κ.λπ., το, τα μέσα μου, τα σπλάχνα μου (σου, του, της κ.λπ.). (Λαϊκό τραγούδι: να ’ξερες πώς σπαράζουν τα μέσα μου για σένα που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες).6. ως ουσ. το μέσα, το εσωτερικό μέρος: «απ’ έξω φαίνεται καλό το σπίτι, αλλά να δούμε τι λέει και το μέσα». (Ακολουθούν 190 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- απέξω κι από μέσα, (για πρόσωπα ή πράγματα) από όπου και αν το εξετάσει κανείς, από όλες τις πλευρές: «απέξω κι από μέσα αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα || αυτό τ’ αυτοκίνητο απέξω κι από μέσα είναι κούκλα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω δει γυναίκα που να ’χει λίγη μπέσα· γυναίκες είστε όλες κι απέξω κι από μέσα)· βλ. και φρ. μέσα έξω·
- από μέσα, α. εσωτερικά: «χρειάζονται μόνο εξωτερικά μερεμέτια, γιατί από μέσα είναι μια χαρά το σπίτι». β. (για ρούχα) κατάσαρκα: «το καλοκαίρι δε φορώ φανελάκι από μέσα»·   
- από μέσα άνεση κι απ’ έξω εμφάνιση, βλ. λ. άνεση·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- από μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. μέσα μου (σου, του, της κ.λπ)·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αφήνω μεσ’ στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βάζω μέσα, α. εισάγω κάποιον ή κάτι σε έναν κλειστό χώρο: «βάλε μέσα στο σπίτι το παιδί || θα βάλω μέσα στο γκαράζ τ’ αυτοκίνητο μου». β. (για τάβλι ή για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. μπαίνω μέσα· βλ. και φρ. τον βάζω μέσα· 
- βάλτ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή από γυναίκα σε άντρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη: «βάλ’ τον, επιτέλους, μέσα, γιατί δεν αντέχω άλλο!»·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί, στο παντελόνι, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή σε άντρα να κρύψει το πέος του (μέσα στο βρακί του, στο παντελόνι του): «βάλ’ τον μέσα ρε, που χωρίς ντροπή τον έβγαλες μπροστά στον κόσμο για να κατουρήσεις!»·
- βάλ’ τον πάλι μέσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «με πιάνει τόσο πολύ η θάλασσα, που, κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα μέσα μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «κάθε φορά που μιλάει για τον τάδε, βγάζει τα μέσα του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου / βγάζω το στομάχι μου·
- βράζω από μέσα μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού, αλλά προσπαθώ να μη δείξω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «μη μου μιλάς καθόλου, γιατί βράζω από μέσα μου με τις ανοησίες που ακούω να λέει για το φίλο μου»·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζω το μέσα έξω, (για ρούχα) μετατρέπω την εσωτερική πλευρά σε εξωτερική. Αυτό γινόταν συνήθως στα παλιότερα χρόνια λόγω οικονομίας ή φτώχειας, από τη στιγμή που η φθορά κατέστρεφε εξωτερικά το ρούχο (παντελόνι, φουστάνι, σακάκι), ενώ η εσωτερική του ήταν σε καλύτερη κατάσταση·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, βλ. λ. κιμωλία·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει ζωή μέσα του, βλ. λ. ζωή·
- δεν έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχει χολή μέσα του, βλ. λ. χολή·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; βλ. λ. χολή·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; βλ. λ. ψυχή· 
- δεν κυλάει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- διαβάζω από μέσα μου, διαβάζω νοερά: «καθόταν ήσυχος σε μια γωνιά και διάβαζε από μέσα του ένα μυθιστόρημα»·
- δοκάρι και μέσα (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδη ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι συνέχεια μέσα». β. δέχομαι να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό που πρόκειται να γίνει από κάποιον ή από κάποιους: «αν μου γίνει κι εμένα η πρόταση να πάρω μέρος στη δουλειά που ετοιμάζουν, είμαι μέσα». γ. συμφωνώ, δέχομαι την πρόκληση ή την πρόσκληση κάποιου ή κάποιων για κάτι: «όποτε θέλει ν’ αναμετρηθούμε, είμαι μέσα». δ. μπαίνω στο πνεύμα, στο νόημα, καταλαβαίνω, εννοώ: «μην κουράζεσαι να μου εξηγήσεις την υπόθεση, γιατί είμαι μέσα». ε. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) όχι μόνο δεν έχω κέρδος, αλλά είμαι και ζημιωμένος, χαμένος: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού είμαι συνέχεια μέσα»·
- είμαι μέσα για μέσα, α. είμαι ολοκληρωτικά ζημιωμένος: «απ’ την καινούρια δουλειά που έκανα, είμαι μέσα για μέσα». β. δέχομαι με όλη τη καλή μου διάθεση να συμμετάσχω κάπου: «θα τσοντάρεις στο ρεφενέ για να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Είμαι μέσα για μέσα»·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- είναι μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είναι μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), βλ. λ. φασουλάδα·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι φυλακισμένος: «κάθε φορά που τον συμβούλευα, μου ’λεγε να μην ενδιαφέρομαι για τις δουλειές του, αλλά τώρα είναι μέσα και κοιτάζει απέξω»·
- είναι μέσα σ’ όλα, είναι πολύξερος, γνώρισε όλα τα είδη των σχέσεων και των καταστάσεων, δεν υπάρχει πράγμα που να μην το ξέρει, που να μην το γνωρίζει: «κάθε μου απορία μου τη λύνει ο τάδε, που είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα // σε όλα μέσα είσαι, παντού μπερδεύεσαι κι όλο έξω πέφτεις, δε συμμαζεύεσαι
- είναι μέσα στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι στα μέσα και στα έξω, α. είναι πανταχού παρών σε μια επιχείρηση ή οργανισμό, παίρνει ενεργά μέρος σε κάθε διαδικασία ή δραστηριότητα, κατέχει εμπιστευτική θέση: «αν θέλεις να βρεις δουλειά σ’ αυτό το εργοστάσιο, πλησίασε τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω». β. έχει πολλές και ισχυρές διασυνδέσεις: «αν θέλεις να πάρει μετάθεση ο γιος σου, πλησίασε τον τάδε που είναι στα μέσα και στα έξω»·
- είσαι μέσα, βλ. φρ. μέσα είσαι·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έπεσα μέσα, πέτυχα απόλυτα σε κάποια πρόβλεψή μου: «έπεσα μέσα στ’ αποτελέσματα των εκλογών»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- ζει κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους ή ζει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- θα μπού-με μέ-σα! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) απειλητική ιαχή για βιαιοπραγίες των οπαδών εκείνης της ομάδας, οι οποίοι βλέπουν ή θεωρούν πως η ομάδα τους αδικείται από το διαιτητή ή τους διαιτητές·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κάθομαι μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου: «επειδή είχε πονοκέφαλο, κάθισε μέσα»·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- κάτι έσπασε μέσα μου, έχω πάψει να νιώθω τα ίδια αισθήματα αγάπης ή εκτίμησης για κάποιο άτομο, λόγω της αλλαγής της συμπεριφοράς του προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως χαρτοπαίζει, κάτι έσπασε μέσα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάτι με τρώει μέσα μου, έχω έντονη ανησυχία ή σοβαρές αμφιβολίες για κάποιον ή για κάτι: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν, κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου, μήπως του συνέβη κάποιο κακό || κάτι με τρώει μέσα μου πως δεν είναι αυτό που δείχνει αυτός ο άνθρωπος»·
- κάτι μου λέει μέσα μου, έχω μια ενδόμυχη σκέψη, μια ενδόμυχη πίστη, έχω ένα προαίσθημα: «κάτι μου λέει μέσα μου, πως θα πετύχω στις εξετάσεις || κάτι μου λέει μέσα μου πως θα την πατήσουμε»·
- κλειδώθηκα μέσα, βλ. φρ. κλείστηκα μέσα·
- κλείστηκα μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου, ιδίως για αρκετό χρονικό διάστημα: «επειδή είχα εξετάσεις, κλείστηκα μέσα κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- κολυμπάει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- κρατώ μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- κρύβω μέσα μου (κάτι), δεν εκδηλώνω, δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου ή αυτά που σκοπεύω ή ονειρεύομαι να πραγματοποιήσω: «μέρες τώρα είναι σκεφτικός και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά·  
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «καθόμουν με τις ώρες κι έλεγα από μέσα μου σαν τι τάχα να του συμβαίνει αυτού του ανθρώπου κι είναι τόσο στενοχωρημένος!». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου η γυναίκα δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου
- ματώνουν τα μέσα μου ή ματώνει το μέσα μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνουν τα μέσα μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου»·
- μαύρισαν τα μέσα μου ή μαύρισε το μέσα μου, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισαν τα μέσα μου, μέχρι να καταφέρω να βάλω μυαλό σ’ αυτό το παιδί»·
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
- μένω μέσα, βλ. φρ. κάθομαι μέσα·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσ’ στο νερό, βλ. λ. νερό·
- μέσα είσαι, το βρήκες, το εννόησες, το κατάλαβες, είναι ακριβώς αυτό που λες, σωστά σκέφτηκες, αποφάσισες ή ενήργησες: «δηλαδή, απ’ ό,τι μου λες, κι αν κατάλαβα καλά, ο τάδε είναι το καρφί. -Μέσα είσαι || αν τον δω, θα τον σπάσω στο ξύλο, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο. -Μέσα είσαι»·
- μέσα για μέσα, α. ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω από τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι; -Μέσα για μέσα». β. με όλη την καλή μου διάθεση: «θα τσοντάρεις να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Μέσα για μέσα»·
- μέσα έξω, α. περίπου, κατά προσέγγιση: «μέσα έξω έτσι έγιναν τα πράγματα». Συνών. πάνω κάτω. β.και από τις δυο πλευρές, και αυτή που είναι εσωτερικά και αυτή που είναι εξωτερικά: «το σπίτι θέλει βάψιμο μέσα έξω»· βλ. και φρ. απέξω κι από μέσα·
- μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), ενδόμυχα: «είχαν μαλώσει πολύ άγρια, αλλά μέσα μου πίστευα πως γρήγορα θα μόνοιαζαν || όλοι τον κατηγορούσαν, αλλά μέσα μου πίστευα πως ήταν αθώος»·
- μέσα σε μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσα στα όρια, βλ. λ. όριο·
- μέσα στην αυλή μου ή μέσα στην ίδια μου τη αυλή, βλ. λ. αυλή·
- μέσα στο μήνα, βλ. λ. μήνας·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- μέσα στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μιλώ μέσα μου ή μιλώ από μέσα μου, βλ. φρ. λέω μέσα μου·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου γυρίζει τα μέσα μου ή μου γυρίζει το μέσα μου, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη αηδία: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου γυρίζει το μέσα μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να κάνει κύκλους μπροστά στο στομάχι, υπονοώντας στομαχική διαταραχή με επακόλουθο τον εμετό, ή συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα μέσα μου ή μου γύρισε το μέσα μου, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στο τόπο του δυστυχήματος, είδα τα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο και μου γύρισαν τα μέσα μου». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου μάτωσε τα μέσα μου ή μου μάτωσε το μέσα μου ή μου ’χει ματώσει τα μέσα μου ή μου ’χει ματώσει το μέσα μου, μου προξένησε πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο, με λύπησε πάρα πολύ: «εγώ πίστευα πως ήταν φίλος μου, αλλά μου μάτωσε τα μέσα μου, όταν πήρε το μέρος του αντιπάλου μου»· 
- μου μαύρισε τα μέσα μου ή μου μαύρισε το μέσα μου ή μου ’χε μαυρίσει τα μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει το μέσα μου, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα μέσα αυτό το παιδί, μέχρι να το κάνω άνθρωπο». Συνών. μου μαύρισε τα σπλάχνα / μου μαύρισε τα σωθικά / μου μαύρισε τα τζιέρια·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «μου ’φαγε τα μέσα μου αυτή η αρρώστια || αυτό το παιδί, μου ’φαγε το μέσα μου με τις αταξίες του». Συνών. μου ’φαγε τα σπλάχνα / μου ’φαγε τα σωθικά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσ’ στα όλα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσα σ’ όλα·
- μπαίνω μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδος ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει στη αγορά, μπαίνω συνέχεια μέσα». β. φυλακίζομαι: «με τα χρέη που δημιούργησε αυτός ο άνθρωπος θα μπει σίγουρα μέσα». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χάνω συνέχεια: «μ’ αυτό το κωλόχαρτο που μου ’ρχεται, μπαίνω συνέχεια μέσα». δ. (για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) δε συγκεντρώνω τους απαραίτητους πόντους και ο αντίπαλος κερδίζει όλους τους πόντους: «είναι η δεύτερη συνεχόμενη φορά που μπαίνω μέσα» ε. (για τάβλι) συγκεντρώνω όλα τα πούλια μου στην περιοχή μου, οπότε μπορώ να αρχίσω να τα μαζεύω: «όταν εγώ άρχισα να μαζεύω, αυτός ακόμη δεν είχε μπει μέσα»·
- μπερδεύεται μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, βλ. λ. πειρασμός·
- μπλέκει μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ. ευχή·
- να χέσω μέσα! έκφραση εκνευρισμένου ή απογοητευμένου ανθρώπου για τις συνεχείς δυσκολίες που παρουσιάζονται σε μια δουλειά ή υπόθεση . Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το να χέσω: «να χέσω μέσα να χέσω, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!»·
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου,  βλ. λ. ζώο·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, σε καμιά περίπτωση δε διστάζει να ενεργήσει, δεν κωλώνει μπροστά σε τίποτε: «από μικρός έτσι τολμηρός ήτανε, ορμάει μέσα σ’ όλα χωρίς να φοβάται»·
- πάω μέσα, φυλακίζομαι: «δεν μπλέκω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω μέσα»·
- περνάει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, πετυχαίνω απόλυτα στην πρόβλεψή μου: «τις πιο πολλές φορές που μου ζήτησαν τη γνώμη μου για κάποιο άτομο, έπεσα μέσα». Συνών. πέφτω διάνα·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- πλέει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, πρέπει κάτι, καλό ή κακό, να είναι έμφυτο ή να το θέλεις πάρα πολύ για να το ακολουθήσεις, να το πετύχεις: «πρέπει να το ’χεις μέσα σου να γίνεις καλλιτέχνης || πρέπει να το ’χεις μέσα να γίνεις απατεώνας»· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα κεφάλια μέσα! βλ. λ. κεφάλι·
- τα κρατώ μέσα μου, δεν αποκαλύπτω, δεν κοινολογώ, δεν εκμυστηρεύομαι τα όσα με βασανίζουν, με στενοχωρούν, με πικραίνουν: «τη χαρά μου τη δείχνω σε όλους, αλλά ό,τι με βασανίζουν τα κρατώ μέσα μου για να μη στενοχωρώ και τους άλλους»·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τη βγάζω μέσα, μένω στο σπίτι: «κάθε φορά που δεν έχω λεφτά, τη βγάζω μέσα || χτες ήμουν λίγο αδιάθετος και την έβγαλα μέσα»·
- τη βρίσκω μέσα, παθαίνω ζημιά από κάποιον ή από κάτι, τη στιγμή που δεν το περιμένω, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι και υφίσταμαι τις συνέπειες: «είχα την εντύπωση πως ήταν τίμιος άνθρωπος, αλλά τη βρήκα μέσα, γιατί μ’ έριξε στη μοιρασιά». Το υπονοούμενο στη φρ. είναι η πούτσα, η ψωλή και συνοδεύεται αρκετές φορές από χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο, λυγισμένο προς τη μέσα πλευρά της παλάμης και σε οριζόντια θέση από το έδαφος, να κάνει δυο τρεις παλινδρομικές κινήσεις, υπονοώντας την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ενώ άλλες φορές η θέση του λυγισμένου δαχτύλου είναι κάθετα προς το έδαφος αποδίδοντας πιο παραστατικά με τις παλινδρομικές του κινήσεις την επιβολή της σεξουαλικής πράξης·
- της τον (την, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί) ή της τον (την, το) χώνω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε όλο το απόγευμα στο δωμάτιο, σίγουρα της τον έβαλε μέσα»·
- το κρατώ μέσα μου, α. δεν κοινολογώ κάτι, το κρατώ μυστικό: «θα σου πω κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μέσα σου». β. δεν εκδηλώνω κάποιο συναίσθημά μου ή την πρόθεσή μου να κάνω σε κάποιον κακό: «ήταν πολύ απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του τάδε, αλλά το κρατούσε μέσα του || έμαθε πως τον είχε κατηγορήσει, αλλά το κρατούσε μέσα του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τον εκδικηθεί»·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το σκέφτηκα από μέσα μου, σκέφτηκα κάτι χωρίς να το εκφράσω, το συλλογίστηκα: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, αλλά, για να σου πω την αλήθεια, το σκέφτηκα από μέσα μου»·
- το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χει μέσ’ στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει μέσα του, (για καλό ή για κακό) του είναι έμφυτο: «το ’χει μέσα του αυτός ο άνθρωπος να καταπιάνεται μόνο με μεγάλες δουλειές || μην το πιστεύεις, γιατί το ’χει μέσα του να λέει ψέματα || από μικρό παιδί το ’χει μέσα του να βοηθάει τους άλλους»·
- τον βάζω μέσα, προκαλώ τη χρεοκοπία του: «τον έβαλες μέσα τον άνθρωπο με τις οικονομικές συμβουλές που του ’δινες»· βλ. και φρ. τον χώνω μέσα·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκλεισε μέσα, έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να τον φυλακίσει: «πήρε τόσο κατάκαρδα την κατάχρηση που του ’κανε ο φίλος του, που τον έκλεισε μέσα»·
- τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, είμαι πολύ πιεσμένος από μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «του δάνεισα όλες τις οικονομίες μου και τώρα τον έχω μέσα μου, γιατί δε λέει να μου επιστρέψει τα λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται αναγκαστικά τη σεξουαλική πράξη·
- τον έχω μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, τον έχω διορίσει σε εμπιστευτική, σε καίρια θέση της επιχείρησής μου: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα τι αετός είναι, τον έχω στα μέσα και στα έξω της δουλειάς μου»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον πήγαν μέσα, βλ. φρ. τον πήραν μέσα·
- τον πήραν μέσα, α. τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια ή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα: «τον έπιασαν να πυρπολεί αυτοκίνητα με γκαζάκια και τον πήραν μέσα». β. τον φυλάκισαν: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον πήραν μέσα»·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον χώνω μέσα, κάνω τις κατάλληλες ενέργειες  για να τον φυλακίσω: «αφού δεν του ’δινε τα λεφτά που του χρωστούσε, τον έχωσε μέσα»·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- φτου μέσ’ στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! βλ. λ. σκουληκομυρμηγκότρυπα·
- φυλάω μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέσε μέσα! δεν έχει νόημα, δεν αξίζει τον κόπο: «χέσε μέσα, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπαιδο!»· βλ. και φρ. χέσε μέσα Παντελή(!)·
- χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση, η σχέση ή η κατάσταση έχει πάρει οριστικά το στραβό δρόμο χωρίς να επιδέχεται καλυτέρευση: «όπως έχουν γίνει τώρα τα πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!»·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. φρ. χέσε μέσα Παντελή(!). Το δεύτερο τμήμα της φρ. περισσότερο για ομοιοκαταληξία·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, δε διστάζει να ενεργήσει αποφασιστικά ακόμη και όταν δεν είναι καλά προετοιμασμένος, είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο να υποψιαστεί πως μπορεί να κερδίσει από κάποια δουλειά, χώνεται μέσ’ στα όλα || όταν δει κάποιους να μαλώνουν, χώνεται μέσ’ στα όλα χωρίς να υπολογίζει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα, γιατί ήμουν στις φουρτούνες μέσ’ στα όλα,γιατί είχα μια λεβέντικη καρδιά
- χώνεται μέσα σ’ όλα, ανακατεύεται, επεμβαίνει παντού, ιδίως σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «στο ’πα χίλιες φορές, μη χώνεσαι μέσα σ’ όλα, γιατί στο τέλος γίνεσαι πολύ ενοχλητικός».

μπουντρούμι

μπουντρούμι, το, ουσ. [<τουρκ. bodrum <ελλ. ἱππόδρομος]. 1. σκοτεινός υπόγειος και στενός χώρος ή στενό και σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο ή μικρό και σκοτεινό υπόγειο διαμέρισμα: «πώς μπορούν και ζουν ολόκληρη οικογένεια σ’ ένα τέτοιο μπουντρούμι, είναι απορίας άξιο!». 2. (παλιότερα στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «τον έκλεισαν στο μπουντρούμι και θα κάνει καιρό να ξαναδεί τον ήλιο». Από το ότι παλιότερα τα κελιά βρίσκονταν σε υπόγειο χώρο. Συνών. σκοτεινή / υπόγα (2)·
- τον κλείνω στο μπουντρούμι, βλ. φρ. τον ρίχνω στο μπουντρούμι·
- τον ρίχνω στο μπουντρούμι, τον φυλακίζω: «πριν από δυο χρόνια τον έριξαν στο μπουντρούμι και θα κάνει καιρό εκεί». (Λαϊκό τραγούδι: ένας λεβέντης ξαγρυπνά στο σκοτεινό κελί του, μέσ’ στα μπουντρούμια τα φριχτά τον ρίξαν οι εχθροί του).

πέρασμα

πέρασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. περνώ + κατάλ. -μα], το πέρασμα. 1. το σημείο από όπου περνάει κάποιος από το ένα μέρος στο άλλο ή το πράγμα που χρησιμοποιεί ως διάβαση, η περασιά: «δεν μπορούσα να βρω πέρασμα για να πάω απέναντι || αυτοί που είχαν περάσει, έριξαν το πέρασμα για να μην μπορέσουμε να τους κυνηγήσουμε». 2. απόμερο σημείο από όπου περνάνε συνήθως τα άγρια θηράματα: «είναι παλιός κυνηγός και γνωρίζει όλα τα περάσματα των αγρίων ζώων». 3α. πολυσύχναστο μέρος από όπου περνούν πολλοί άνθρωποι: «όταν έχω καιρό να δω κάποιον τη στήνω στο τάδε μπαράκι, στο κέντρο της πόλης, που είναι πέρασμα και τις πιο πολλές φορές τον συναντώ». (Τραγούδι: έλεγα πως θα περάσεις, είναι πέρασμα μεγάλο, από δω περνούνε όλοι και για τόνα και για τ’ άλλο).β. πολυσύχναστο μέρος από όπου περνούν συνήθως πολλές γυναίκες: «κάθε απόγευμα την αράζω στο τάδε μπαράκι στην παραλία, που είναι πέρασμα || αν έχει πέρασμα, να πάμε να καθίσουμε στο μέρος που μου λες, μπας και βρούμε καμιά πιτσιρίκα». 4. (για χρονικό διάστημα) η πορεία, η εξέλιξη, το κύλισμα της ώρας, η λήξη χρονικής διάρκειας: «το πέρασμα του χρόνου θα αποδείξει αν ήταν καλός καλλιτέχνης ή όχι || με την κουβέντα δεν κατάλαβα το πέρασμα της νύχτας». 5. η εισαγωγή, η ένταξη, η διάρκεια συμμετοχής κάποιου κάπου: «έχει σίγουρο το πέρασμα του γιου στο πανεπιστήμιο || το πέρασμα απ’ το στρατό, κάνει τους νέους άντρες»·
- κάνω (ένα) πέρασμα, διέρχομαι από έναν τόπο, από έναν χώρο: «πρέπει να κάνω ένα πέρασμα απ’ το σπίτι μου, γιατί κάτι με θέλει η μητέρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω πέρασμα κρυφό από τη γειτονιά σου· έμαθα πως κρυφομιλάς με κάποιο γείτονά σου
- του κάνω (ένα) πέρασμα, τον προσπερνώ, ιδίως με αυτοκίνητο: «πάνω στη στροφή του ’κανα ένα πέρασμα, που τα ’χασε τ’ ανθρωπάκι»·
- του κλείνω το πέρασμα, τον εμποδίζω να περάσει από κάποιο συγκεκριμένο σημείο: «οι στρατιώτες έπιασαν τις γύρω πλαγιές κι έκλεισαν το πέρασμα που οδηγούσε προς τη θάλασσα».

πόρτα

πόρτα, η, ουσ. [<μσν. πόρτα <λατιν. porta], η πόρτα, η θύρα. 1α. (για τάβλι) το καθένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού πάνω στα οποία κινούνται τα πούλια: «κάθε τάβλι έχει είκοσι τέσσερις πόρτες». β. δυο,  τουλάχιστον, πούλια του ίδιου παίχτη, που τοποθετούνται σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού: «οι γωνιακές είναι οι πιο καίριες πόρτες». 2. (στη νεοαργκό) το άτομο ή τα άτομα που ελέγχουν φυσιογνωμικά στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως αυτούς που μπαίνουν να διασκεδάσουν και έχουν το δικαίωμα να τους απαγορεύσουν την είσοδο, αν έχουν την ένδειξη ή την υποψία πως υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσουν φασαρία ή άλλα προβλήματα: «πήγαμε στο τάδε κέντρο να διασκεδάσουμε και δε μας άφησε η πόρτα να μπούμε μέσα, γιατί ήμασταν με τα ρούχα της δουλειάς και μας πέρασαν για αληταρία». 3. ως επιφών. πόρτααα!δηλώνει ειρωνεία ή εκνευρισμό από την ενέργεια κάποιου, που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ένα χώρο, άφησε ανοιχτή την πόρτα και που, όταν είναι χειμώνας, σημαίνει κλείσε την πόρτα, ενώ, όταν είναι καλοκαίρι και την έκλεισε, σημαίνει άνοιξε την πόρτα. 4.στον πλ. οι πόρτες (βλ. λ.). Υποκορ. πορτίτσα και πορτούλα, η και πορτάκι (βλ. λ.).Μεγεθ. πορτάρα, η. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, αν δε ζητήσεις βοήθεια από κάποιον πώς θα σου τη δώσει(;): «πώς να σε βοηθήσει, βρε άνθρωπέ μου, αφού δεν ξέρει το πρόβλημά σου κι ύστερα, αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει»·
- ανοίγω πόρτα, α. δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με άτομο που μου είναι χρήσιμο στις κοινωνικές ή στις επαγγελματικές μου επιδιώξεις: «άνοιξε πόρτα μ’ έναν βουλευτή κι από τότε έχει πάρει ένα σωρό κρατικές δουλειές». β. βρίσκω καλή δουλειά, βρίσκω καλή θέση εργασίας: «ήταν τρεις μήνες χωρίς δουλειά, αλλά στο τέλος άνοιξε πόρτα σ’ ένα εργοστάσιο και τη βόλεψε». γ. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερη κάποια πόρτα, που την είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω δυο πόρτες»·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν ή όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, α. λέγεται στην περίπτωση που η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική καταξίωση ή αποδοχή κάποιου, είναι βέβαιη, σίγουρη: «τώρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι’ αυτόν». β. λέγεται στην περίπτωση που μπορεί κανείς από παντού να βρει βοήθεια, από παντού να βοηθηθεί: «είναι τόσο καλό παιδί, που μόλις χρειάστηκε βοήθεια, όλες οι πόρτες ανοίξανε γι’ αυτόν». (Τραγούδι: και που ’χει μαύρη πέτσα θυμήθηκαν ξανά, το νέγρο Τζο τον ήρωα, τον λεν αληταρά, τις πόρτες δεν ανοίγουν στο Τζο το φουκαρά
- άνοιξες πόρτα! βλ. φρ. άνοιξες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) η γυναίκα με την οποία έχεις κάνει δεσμό είναι αμφίβολης ηθικής και, όταν εσύ θα φεύγεις από το σπίτι της, αυτή θα ανοίγει την πόρτα για να μπει κάποιος άλλος και, κατ’ επέκταση, απέτυχες στο δεσμό σου και γενικά στην εκλογή που έχεις κάνει για κάτι, ή το άτομο το οποίο γνώρισες, είναι εντελώς αναξιόπιστο ή και επικίνδυνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «την κυνηγούσα πολύ καιρό, αλλά στο τέλος τα ’φτιαξα μαζί της. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί σ’ όλους μας είναι γνωστό πως αυτή γη γυναίκα είναι μητρομανής! || αγόρασα το τάδε αυτοκίνητο. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί κι εγώ που το είχα έτρεχα συνέχεια στο συνεργείο! || χτες βράδυ γνώρισα τον τάδε. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί ο τύπος είναι λουλούδι!»·
- ανοιχτή πόρτα, (για τάβλι) που δεν είναι πιασμένη με πούλια των δυο παιχτών: «αν πιάσω αυτή την ανοιχτή πόρτα, έχω πολλές πιθανότητες να χτυπήσω τη μάνα του»·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, έκφραση με φιλοσοφική διάθεση, ιδίως από ηλικιωμένο άτομο που δηλώνει πως δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ζωή του: «τι κατάλαβες τόσα χρόνια στη ζωή σου γέροντα; -Απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα». Πρβλ.: δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, πέρασε αστραπιαία από κάποιο χώρο: «δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, γιατί απ’ τη μια πόρτα μπήκε, πήρε το χαρτοφύλακά του κι απ’ την άλλη βγήκε»·
- απ’ την πίσω πόρτα, α. με έμμεσο, με πλάγιο τρόπο: «έχει διάφορες γνωριμίες κι όσες δουλειές έχει πάρει, τις πήρε απ’ την πίσω πόρτα || όλοι οι βουλευτές, πλην του κομμουνιστικού κόμματος, ψήφισαν για την καταβολή αποζημιώσεως σε όσους δεν εκλέχτηκαν βουλευτές και τώρα έρχονται απ’ την πίσω πόρτα και κατηγορούν την ίδια τους την απόφαση». Από το ότι παλιότερα τα πιο πολλά σπίτια, ιδίως τα πλουσιόσπιτα, εκτός από την κυρία είσοδο, είχαν και στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα πορτάκι για να μπαινοβγαίνουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί αυτοί που το κατοικούσαν. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι). β. δηλώνει και ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε πέρασε στο πανεπιστήμιο. -Απ’ την πίσω πόρτα»· βλ. και φρ. η πίσω πόρτα·
- απ’ την πόρτα με πήρες, επενέβης, συνήθως τηλεφωνικά, την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, από το γραφείο μου: «τι γίνεται θα ’ρθεις; -Απ’ την πόρτα με πήρες»·     
- από πόρτα σε πόρτα, από το ένα σπίτι στο άλλο: «ζητιανεύει από πόρτα σε πόρτα || διαφήμιζε το προϊόν του από πόρτα σε πόρτα»· βλ. και φρ. πόρτα πόρτα·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, υποπτεύεται πως θα του συμβούν πολλά κακά πράγματα: «με την παραμικρή ατυχία που του συμβαίνει, βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι), (για καλό ή για κακό) βλ. φρ. είναι έξω απ’ την πόρτα μου·
- βρίσκω ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, (γενικά) ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «το ’χω καμάρι, γιατί, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες ανοιχτές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, (γενικά) δεν ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «μετά την κατάχρηση που έκανα, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες κλειστές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι κλειστές·
- βρίσκω την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, μου προσφέρει τη βοήθειά του και γενικά με υποδέχεται με ευνοϊκή διάθεση: «κάθε φορά που ζήτησα βοήθεια απ’ το φίλο μου, βρήκα την πόρτα του ανοιχτή»·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, δε μου προσφέρει τη βοήθειά του: «όσες φορές είχε την ανάγκη μου τον βοήθησα, αλλά τώρα που έχω την ανάγκη του, βρίσκω τις πόρτες του κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: τι θέλεις στο κορίτσι μου κι όλο το φέρνεις βόλτα; κι αν ξαναρθείς στο σπίτι μου θα βρεις κλειστή την πόρτα
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; ειρωνική άρνηση σε κάποιον του οποίου, η πρόταση, όχι μόνο δεν είναι ικανοποιητική, αλλά επιπλέον είναι και επιζήμια: «δώσε μου εσύ τώρα τα λεφτά κι εγώ θα προσπαθήσω να σε βάλω συνέταιρο στην επιχείρηση που σ’ ενδιαφέρει. -Γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα;»·
- δε βγαίνει απ’ την πόρτα του (της), του αρέσει ή συνηθίζει να μένει στο σπίτι του: «μόλις σχολάσει απ’ τη δουλειά του, πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι του και δε βγαίνει απ’ την πόρτα του». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι το δικό μου είν’ κορίτσι σπιτικό, απ’ την πόρτα του δε βγαίνει,αν δεν πάω να το δω
- δε χωράει απ’ την πόρτα, βλ. φρ. δεν περνάει απ’ την πόρτα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, είχε τόσο μεγάλη ανάγκη, που δεν άφησε κανέναν που να μη ζητήσει τη βοήθειά του: «η εγχείρηση που έπρεπε να κάνει η γυναίκα του ήταν πανάκριβη, γι’ αυτό δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, μέχρι να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν»·
- δεν έχω πόρτα να χτυπήσω, δεν έχω κανέναν να του πω το πρόβλημά μου, να του ζητήσω βοήθεια: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό και δεν έχω πόρτα να χτυπήσω»·
- δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, είναι μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του, έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, λ. καμάρα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, είναι πάρα πολύ χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί δεν περνάει απ’ την πόρτα»·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, δε θέλει ή δε συνηθίζει να με επισκέπτεται: «απ’ τη μέρα που ψυχραθήκαμε, δεν περνάει απ’ την πόρτα μου»·
- δουλεύει την πίσω πόρτα, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα)  δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «είναι κρίμα, δυο μέτρα παλικάρι, να δουλεύει την πίσω πόρτα || είναι πολύ θερμή γυναίκα, αλλά το κυριότερο είναι πως δουλεύει την πίσω πόρτα». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α)·
- δυο πόρτες έχει η ζωή, έκφραση που δηλώνει τη γέννηση και το θάνατο του ανθρώπου. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πόρτες έχει η ζωή,άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ.) (κάτι), (για καλό ή για κακό) είναι πάρα πολύ κοντά μου (σου, του κ.λπ.): «ο άνθρωπος που μπορούσε να με βοηθήσει, ήταν έξω απ’ την πόρτα μου κι εγώ καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα || ο κίνδυνος ήταν έξω απ’ την πόρτα του κι αυτός δεν πήρε μυρουδιά»·
- έκλεισα την πόρτα στα παλιά, έπαψα να ενδιαφέρομαι, να με απασχολεί η  προηγούμενη ζωή μου, το παρελθόν μου: «αποφάσισα να νοικοκυρευτώ, γι’ αυτό έκλεισα την πόρτα στα παλιά». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά,άλλαξα συνήθεια και ζωή, ήμουν αϊτός μέσ’ στο κλουβί
- έφαγα πόρτα, α. (στη νεοαργκό) δε μου επιτράπηκε η είσοδος σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «πήγα ν’ ακούσω το νέο τραγουδιστή και να πιω και κανένα ποτηράκι στο τάδε μαγαζί, αλλά, επειδή δεν ήμουν καλά ντυμένος, έφαγα πόρτα». Η δικαιοδοσία αυτή ανήκει στους μπράβους, στους φουσκωτούς, που ελέγχουν την είσοδο νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως. β. απέτυχα, απορρίφθηκα, ιδίως από κάποια γυναίκα: «ζήτησα απ’ την τάδε να τα φτιάξουμε κι έφαγα πόρτα». (Τραγούδι: έφαγα πόρτα, μείναν τα χνώτα στο τζάμι. Τα γεγονότα ήρθαν τα πρώτα ποτάμι
- έχασε την πόρτα, αποπροσανατολίστηκε λόγω έντονης ψυχικής ταραχής και δεν ήξερε πώς να κινηθεί, πώς να ενεργήσει: «όταν του ’βαλε τ’ αφεντικό του τις φωνές, έχασε την πόρτα ο δικός σου και φαινόταν σαν χαμένος». Συνών. δεν ήξερε από πού να φύγει·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- η πίσω πόρτα, η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός: «ο έρωτας από την πίσω πόρτα είναι κάτι που ενοχλεί πολλές γυναίκες»· βλ. και φρ. απ’ την πίσω πόρτα και λ. παραπόρτι·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, βλ. λ. τύχη·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το χώρο που βρισκόμαστε, πράγμα βέβαια που μας αφήνει αδιάφορους, ή σε κάποιον που τον διώχνουμε με υποτιμητική διάθεση από το χώρο που βρισκόμαστε·
- κάνω πόρτα, (στο τάβλι) πιάνω αντίπαλο πούλι ή τοποθετώ δυο τουλάχιστον δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «εδώ που σ’ έπιασα έκανα την καλύτερη πόρτα»·
- κλείνω πόρτες, είμαι κλεισοπόρτης (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μάρκα άλφα πρώτης και σπουδαίος κλεισοπόρτης και γυρίζεις μ’ άλλους μόρτες, κάθε μέρα κλείνεις πόρτες
- κλείνω την πόρτα (σε κάποιον), α. μαλώνω με άτομο που ήταν πολύ χρήσιμο ή εξυπηρετικό στις κοινωνικές ή επαγγελματικές μου επιδιώξεις ή γενικά απαξιώνω κάποιον: «έκανες μεγάλο σφάλμα, που έκλεισες την πόρτα που είχες με τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω του υπουργείου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα τα ’χασα τους φίλους μου κιαλάρω. Ποιος μου ’κλεισε την πόρτα του, ποιος μου ’δωσε τσιγάρο!).β. (και για τα δυο φύλα) διακόπτω τις ερωτικές μου σχέσεις με το ταίρι μου: «δεν μπορεί σαν κλείνεις την πόρτα σ’ έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει». (Λαϊκό τραγούδι: την πόρτα μη μου κλείνεις,το σφάλμα μου συγχώρησε και μη με κατακρίνεις).γ. (για τάβλι) τοποθετώ τουλάχιστον δυο δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «θέλω να κλείσω αυτή την πόρτα, για να μην μπορεί να μου χτυπήσει τη μάνα»·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε ή όλες οι πόρτες είναι κλειστές, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κανείς από πουθενά να βρει βοήθεια, από πουθενά να βοηθηθεί: «είναι τόσο ανάποδος άνθρωπος, που γι’ αυτόν όλες οι πόρτες είναι κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: για κάποιο παραστράτημα για μια συκοφαντία, οι φίλοι τον μισήσανε, οι πόρτες όλες κλείσανε, άραγε ποιος να ’ν’ αιτία, αχ, γιατί τόση κακία
- κλειστή πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πιασμένη πόρτα·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. κουρελού·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους: «δε θα βοηθήσω ξανά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί και στο παρελθόν, που τον βοήθησα, μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα»·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, έκφραση που σύμφωνα με τη χειρομαντεία και τη μαντική του καφέ, σημαίνει πως το άτομο στο οποίο απευθύνεται, θα περάσει μεγάλη δυσκολία (δικαστήριο, φυλακή, χρεοκοπία) ή μεγάλη επιτυχία (προαγωγή, γνωριμία με σημαίνον πρόσωπο): «πρόσεχε τις δουλειές που κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω, μεγάλη πόρτα θα περάσεις || για δες χαρές και πανηγύρια, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω εδώ μέσα (δηλ. στο φλιτζάνι του καφέ), μεγάλη πόρτα θα περάσεις»· 
- μια πόρτα μας χωρίζει ή μας χωρίζει μια πόρτα, είμαστε γείτονες και κατοικούμε στον ίδιο όροφο κάποιας πολυκατοικίας όπου οι πόρτες των διαμερισμάτων μας είναι αντικριστές: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μια πόρτα μας χωρίζει»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάποιος), έρχεται στο σπίτι μου, εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου, ζητάει τη βοήθειά μου: «μόνο όταν έχει ανάγκη έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάτι), λέγεται για κάτι, ιδίως κακό, που είναι πολύ κοντά μου: «μετά τη χρεοκοπία μου, η φτώχεια μου χτυπάει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. μπερντές·
- μπήκε απ’ την πίσω πόρτα, κατέλαβε μια θέση εργασίας, ιδίως στο δημόσιο, με αντικανονικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα: «είχε έναν θείο βουλευτή και μπήκε απ’ την πίσω πόρτα στη Δ.Ε.Η.»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. φρ. άνοιξαν όλες οι πόρτες·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. φρ. κλείσανε όλες οι πόρτες·
- όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, όπου και αν απευθυνθεί, από όπου και αν ζητήσει βοήθεια: «είναι τόσο ρεμάλι, που όποια πόρτα κι αν χτυπήσει του την κλείνουν κατάμουτρα». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος όπου κι αν γυρίσει όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, δεν έχει μάνα να πηγαίνει τα ρούχα του να πλένει
- όταν η φτώχεια μπει απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, αναφέρεται σε κάτι θεωρώντας το σπουδαίο, ενώ είναι ήδη από καιρό σε όλους γνωστό: «όποιος ισχυρίζεται πως τα ναρκωτικά οδηγούν τη νεολαία μας στο θάνατο, παραβιάζει ανοιχτές πόρτες»·
- πιασμένη πόρτα, (για τάβλι) το τρίγωνο του ταβλιού που έχει δυο, τουλάχιστον, πούλια: «αν δεν είχε πιασμένη αυτή την πόρτα, με τις εξάρες που έφερα, θα μπορούσα να του πιάσω τη μάνα»·
- πίσω από κλειστές πόρτες, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται κρυφά, μυστικά, χωρίς να παίρνει δημοσιότητα και που, για το λόγο αυτό, είναι αμφίβολης νομιμότητας: «η κυβέρνηση μαγειρεύει πίσω από κλειστές πόρτες το νέο εκλογικό νόμο»· βλ. και φρ. πίσω απ’ τις κάμερες, λ. κάμερα·  
- πόρτα πόρτα, σύστημα πωλήσεων από σπίτι σε σπίτι: «εισάγει διάφορες μικροσυσκευές και τις πουλάει πόρτα πόρτα»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, είναι μάταιο να επιδιώκεις να συνετίσεις κάποιον πεισματάρη ή κάποιον που δεν επιδέχεται συνετισμό: «έπεσαν όλοι οι φίλοι απάνω του να τον πείσουν να διώξει την γκόμενα που είχε και να ξαναγυρίσει στην οικογένειά του, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»·
- τη βρήκες την πόρτα; ειρωνική παρατήρηση σε μέλος της οικογένειας που για κάποιο λόγο επιστρέφει πολύ αργοπορημένο στο σπίτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- τιμή πόρτας, βλ. λ. τιμή·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «δεν το περίμενα τέτοιος παίδαρος να το κάνει απ’ την πίσω πόρτα || δεν πηγαίνει ποτέ με γυναίκα, αν δεν το κάνει κι απ’ την πίσω πόρτα». β. (ιδίως για άντρες) ενεργεί σεξουαλικά ως σοδομιστής: «μόλις τον βλέπουν οι μανάδες, μαζεύουν στο σπίτι τα παιδιά τους, γιατί ο τύπος το κάνει απ’ την πίσω πόρτα». γ. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «τα ’μαθες; Ο τάδε το κάνει απ’ την πίσω πόρτα»·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. φρ. τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, λέγεται για ενοχλητικό άτομο από την παρουσία του οποίου είναι αδύνατο να απαλλαγούμε: «έχω απηυδήσει μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο»·
- τον έπιασες πόρτα! βλ. φρ. τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεσαι όχι μόνο δε θα σε βοηθήσει, αλλά υπάρχει και περίπτωση να σε βλάψει και, κατ’ επέκταση, απότυχες στη γνωριμία σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «προχτές γνώρισα τον τάδε και μου υποσχέθηκε πως θα με βοηθήσει. -Μμμ, τι να σου πω, τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι απατεώνας;»·
- του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα κάτι ή τον έδιωξα με περιφρονητικό τρόπο: «ενώ με κατηγορεί σ’ όλο τον κόσμο, ήρθε να του δώσω δανεικά κι εγώ του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα!». Από την εικόνα του ατόμου που κλείνει με δύναμη την πόρτα  μπροστά στον επισκέπτη του·
- του βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα· 
- του βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του δείχνω την πόρτα, τον διώχνω με σκαιό τρόπο: «πήγε στο γραφείο του διευθυντή του να ζητήσει μερικές μέρες άδεια, αλλά αυτός του ’δειξε την πόρτα». Μερικές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να δείχνει την υποτιθέμενη πόρτα με το δείκτη τεντωμένο·  
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα προσβλητικά κάτι, διέκοψα κάθε επαφή μαζί του: «ήρθε να μου ζητήσει δανεικά, αλλά του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα || μόλις έμαθα το ποιόν του, του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν επιτρέπει σε κάποιον να μπει στο σπίτι του·
- του ’κλεισα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα·
- του ’κλεισε την πόρτα, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του: «πήγε στον τάδε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός του ’κλεισε την πόρτα»·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, αδιαφόρησε με προσβλητικό τρόπο στην παράκλησή του για βοήθεια: «όχι μόνο δεν τον βοήθησε, αλλά του ’κλεισε και την πόρτα κατάμουτρα»·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- χτυπά η πόρτα, κάποιος χτυπάει την πόρτα: «πήγαινε ν’ ανοίξεις, γιατί χτυπά η πόρτα»·
- χτυπάει την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι) ή μου (σου, του κ.λπ.) χτυπάει την πόρτα (κάτι), (ιδίως για κακό) βρίσκεται πάρα πολύ κοντά μου, είναι έτοιμο να συμβεί: «με τη σπάταλη ζωή που κάνεις, χτυπάει την πόρτα σου η χρεοκοπία || από καιρό του χτυπά την πόρτα η χρεοκοπία με τη ζωή που κάνει, αλλά ούτε που νοιάζεται»·
- χτύπα μου την πόρτα ή χτύπησέ μου την πόρτα, ανάφερέ μου το πρόβλημά σου, ζήτησέ μου βοήθεια: «άλλη φορά, αν έχεις κάποιο πρόβλημα, χτύπησέ μου την πόρτα»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, βλ. λ. λάθος·
- χτυπώ ξένες πόρτες ή χτυπώ ξένη πόρτα, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια από άγνωστο άνθρωπο, από άγνωστους ανθρώπους: «έχει τόση μεγάλη ανάγκη, που κατάντησε να χτυπά ξένες πόρτες». (Λαϊκό τραγούδι: αλί σ’ αυτόν που τα ’χασε τα πλούτη που ’χε πρώτα, και καταντήσει να χτυπά φτωχός σε ξένη πόρτα
- χτυπώ όλες τις πόρτες, ζητώ απεγνωσμένα από όλους βοήθεια: «χτύπησε όλες τις πόρτες, μήπως και τον βοηθήσει κανένας, αλλά δε βρήκε ανταπόκριση από πουθενά»·
- χτυπώ την πόρτα (κάποιου), ζητώ βοήθεια από κάποιον: «τώρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει πως δε με γνωρίζει, αλλά θα ’ρθει πάλι καιρός που θα μου χτυπήσει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα, μη μου ζητάς να σ’ ανοίξω, δεν μπορώ).

ρημάδι

ρημάδι, το, ουσ. [<μσν. ρημάδι <ἐρημάδιν]. 1. σπίτι ή άλλο κτίσμα που έχει φθαρεί από το χρόνο ή την εγκατάλειψη, το ερείπιο: «είχε καιρό να πάει στο χωριό και το πατρικό του κατάντησε ρημάδι». (Λαϊκό τραγούδι: σε τούτο το παλιόσπιτο, σε τούτο το ρημάδι, θάψαμε την αγάπη μας ένα Σαββάτο βράδυ). 2. άνθρωπος που έχει καταστρέψει τη ζωή του και ζει μόνος: «διέλυσε το σπίτι του για μια πιτσιρίκα και τώρα απόμεινε ρημάδι». (Λαϊκό τραγούδι: πικρές αναμνήσεις μαζί μου θα πάρω, στα ξένα που θα ’μαι ρημάδι θα ζω). 3. καθετί που είναι άχρηστο, ιδίως γιατί είναι παλιό, φθαρμένο, με προβληματική λειτουργία: «τι το θέλεις και το κρατάς ακόμη αυτό το ρημάδι και δεν αγοράζεις καινούριο ποδήλατο; || αφού είναι προβληματικό αυτό το ρημάδι, γιατί δεν το πας για απόσυρση ν’ αγοράσεις ένα άλλο αυτοκίνητο;». 4. καθετί που μας είναι ενοχλητικό ή που μας προκαλεί εκνευρισμό: «μάζεψε αυτά τα ρημάδια σου για να περνάμε πιο εύκολα!» δηλ. μάζεψε τα πόδια σου «κλείσε, επιτέλους, αυτό το ρημάδι για να κοιμηθούμε κομμάτι!», δηλ. το ραδιόφωνο, το στόμα σου. 4. (ως επίθ.) χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσαρέσκειας, δυσφορίας, αγανάκτησης: «αν δε μου λείπανε αυτά τα ρημάδια τα λεφτά, θα έκανα θαύματα! || έχω συνέχεια προβλήματα μ’ αυτό το ρημάδι τ’ αυτοκίνητό μου!». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’ το πρωί ως το βράδυ, κλειστά παραθυρόφυλλα το δάκρυ στα ματόφυλλα και τ’ όνειρο ρημάδι
- γίνομαι ρημάδι, καταστρέφομαι οικονομικά ή φθείρομαι ψυχικά: «μετά το θάνατο του πατέρα του, έγινε ρημάδι»·
- κλείσ’ το το ρημάδι! (ενν. το στόμα), απειλητική έκφραση σε κάποιον που μιλάει πολύ, να πάψει να μιλάει, βούλωσ’ το·
- τα κάνω ρημάδι ή τα κάνω ρημάδια, γκρεμίζω, καταστρέφω τα πάντα . (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τα νιάτα μας τα κάναμε ρημάδια και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ’ σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
- το ’καψε το ρημάδι, α. (στη νεοαργκό) μέθυσε πάρα πολύ από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικού και έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, και δεν ξέρει τι του γίνεται: «τον είδα πάλι στο μπαράκι και το ’καψε το ρημάδι όπως και χτες || πες του να πάψει να σνιφάρει, γιατί το ’καψε το ρημάδι». β. έχει διανοητικά προβλήματα, δε στέκει καλά στα μυαλά του: «μην παίρνεις στα σοβαρά ατά που σου λέει, γιατί το ’καψε το ρημάδι». Αυτό που υποτίθεται πως κάηκε είναι το μυαλό, ο εγκέφαλος. Συνών. έκαψε φλάντζα / κάηκαν τα καλώδια / κάηκε η ασφάλεια / κάηκε η λάμπα.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

στομάχι

στομάχι, το, ουσ. [<αρχ. στομάχιο, υποκορ. του ουσ. στόμαχος], το στομάχι. (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- άνοιξε το στομάχι μου, επειδή για ένα διάστημα έτρωγα πολύ, συνήθισα το πολύ φαγητό: «στις γιορτές του Πάσχα ξεσκίστηκα στο φαγητό κι όπως άνοιξε το στομάχι μου, δε λέω να σταματήσω να τρώω»·
- βάρυνε το στομάχι μου, νιώθω δυσπεψία από το πολύ φαγητό που έφαγα: «έφαγα τόσο πολύ, που βάρυνε το στομάχι μου»·
- βγάζω το στομάχι μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που πέφτει τ’ αεροπλάνο σε κενά αέρος, βγάζω το στομάχι μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  
- γύρισε το στομάχι μου, βλ. φρ. μου γύρισε το στομάχι·
- έκλεισε το στομάχι μου, επειδή για ένα μεγάλο διάστημα δεν έτρωγα είτε για λόγους θεραπευτικούς (δίαιτα) είτε για λόγους θρησκευτικούς (νηστεία), δε νιώθω πια έντονη την ανάγκη να φάω πολύ φαγητό: «νήστεψα όλη τη Σαρακοστή κι όπως έκλεισε το στομάχι μου, δε μου κάνει πια όρεξη για φαγητό»· 
- έφαγα γροθιά στο στομάχι, βλ. λ. γροθιά·
- έχω βαρύ στομάχι, νιώθω πίεση, δυσφορία, δυσπεψία: «χθες το βράδυ έφαγα το καταπέτασμα κι ακόμα έχω βαρύ στομάχι»·
- έχω μεγάλο στομάχι, είμαι πολύ υπομονετικός, πολύ ανεκτικός, ιδίως στις προσβολές, όχι από φόβο αλλά από ανωτερότητα ή από σύνεση: «αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα τον έδιωχνα απ’ την πρώτη μέρα απ’ τη δουλειά μου || αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα ’πρεπε κάθε τόσο να μαλώνω με τον κάθε βλάκα που μιλάει άστοχα»·
- έχω στομάχι ή έχω το στομάχι μου, πάσχω από δυσπεψία, πάσχω από το στομάχι μου, έχω έλκος στομάχου: «είναι καιρός που έκοψα το πιοτό, γιατί έχω στομάχι»·
- έχω στομάχι να… ή έχω το στομάχι να…, έχω την υπομονή, την ανεκτικότητα να…: «ευτυχώς έχω στομάχι να ανέχομαι τις βλακείες σου || αν δεν είχα το στομάχι να υπομένω τις αδικίες σας, θα έπρεπε μέχρι τώρα να είχαμε γίνει μαλλιά κουβάρια»·
- καίει το στομάχι μου, νιώθω καούρα, φλόγωση: «δώσε μου να πιω μια σόδα, γιατί καίει το στομάχι μου»·
- κάνω στομάχι, αποκτώ έλκος στομάχου: «πώς να μην κάνω στομάχι με τόσες στενοχώριες που έχω»·
- κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, παχαίνω: «πρέπει ν’ αρχίσω δίαιτα, γιατί έκανα στομάχι || πώς να μην κάνω στομάχια, απ’ τη στιγμή που κατεβάζω τον περίδρομο!»·
- κόλλησε το στομάχι μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε το στομάχι μου»·
- μ’ έπιασε το στομάχι (μου), αισθάνομαι πόνο στο στομάχι μου: «έφαγα πάρα πολύ και μ’ έπιασε το στομάχι μου || όταν κρυώνω, με πιάνει το στομάχι μου»·
- με πειράζει στο στομάχι, (για φαγητά ή ποτά) μου προκαλεί στομαχικές διαταραχές: «δεν τρώω φασουλάδα, γιατί με πειράζει στο στομάχι || δεν πίνω ουίσκι, γιατί με πειράζει στο στομάχι»·
- μου γυρίζει το στομάχι, είναι ιδιαίτερα αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «αν έχετε μαζί σας και τον τάδε, δεν έρχομαι με καμιά κυβέρνηση, γιατί μου γυρίζει το στομάχι». Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά·
- μου γύρισε το στομάχι, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μου γύρισε το στομάχι, μόλις τον είδα να γλείφει τις μύξες του!». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά·
- μου κάθεται στο στομάχι, μου είναι πολύ αντιπαθητικός: «αν έρθει ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί μου κάθεται στο στομάχι». Από την εικόνα του ατόμου που έφαγε λαίμαργα και νιώθει δυσπεψία. Συνών. μου κάθεται εδώ, γροθιά·
- μου κάθισε στο στομάχι (ενν. το φαγητό που έφαγα), μου έπεσε βαρύ ή το έφαγα βιαστικά και λαίμαργα και μου έφερε δυσπεψία: «ήταν πολύ λαδερή η πίτα που έφαγα και μου κάθισε στο στομάχι || ήταν το φαγητό που μ’ αρέσει κι έφαγα τόσο πολύ, που μου κάθισε στο στομάχι»·
- ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, βλ. λ. έρωτας·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
- στο στομάχι να σου καθίσει, μικρή κατάρα που δίνουμε σε κάποιον που τρώει και δε μας δίνει κι εμάς να φάμε, αν και του το ζητήσαμε·
- σφίγγεται το στομάχι μου, δε νιώθω καλά, κυριεύομαι από δυσάρεστο συναίσθημα: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, σφίγγεται το στομάχι μου»·
- το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι, βλ. λ. ταμάχι·
- το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. συνηθέστ. ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, λ. μύλος·
- φόρτωσα το στομάχι μου, έφαγα πάρα πολύ: «μου άρεσε τόσο πολύ το φαγητό, που φόρτωσα το στομάχι μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ»·
- χάλασα το στομάχι μου, το έκανα ευαίσθητο από τις καταχρήσεις: «με τα ποτά και τα τσιγάρα κάθε βράδυ χάλασα το στομάχι μου και με το παραμικρό με πονάει»·
- χάλασε το στομάχι μου, νιώθω στομαχικές ενοχλήσεις: «κάτι θα με πείραξε απ’ αυτά που έφαγα, γιατί χάλασε το στομάχι μου».

τηλεόραση

τηλεόραση, η, ουσ. [<γαλλ. television <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + όραση], η τηλεόραση. Υποκορ. τηλεορασίτσα κ. τηλεορασούλα, η·
- ανάβω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να αρχίσει να εκπέμπει: «μόλις θα πατήσει το πόδι του μέσα στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά είναι ν’ ανάψει την τηλεόραση»·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. φρ. ανάβω την τηλεόραση·
- είμαι στην τηλεόραση, ασχολούμαι, δουλεύω στην τηλεόραση ως τεχνικός, ως παρουσιαστής ή ως παραγωγός διάφορων τηλεοπτικών παραγωγών: «εδώ και δέκα χρόνια είμαι στην τηλεόραση»·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. θα σε βγάλω στις ειδήσεις, λ. είδηση·
- κάνω τηλεόραση, βλ. φρ. είμαι στην τηλεόραση·
- κλείνω την τηλεόραση, βλ. φρ. σβήνω την τηλεόραση·
- σβήνω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να πάψει να εκπέμπει: «μην ξεχάσεις φεύγοντας να σβήσεις την τηλεόραση || σβήσε, επιτέλους, την τηλεόραση και διάβασε κανένα βιβλίο!»·
- τον βλέπω για την τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. τον βλέπω για τις ειδήσεις, λ. είδηση·
- χαμηλώνω την τηλεόραση, ελαττώνω την ένταση του ήχου της: «χαμήλωσε την τηλεόραση, γιατί είναι περασμένη η ώρα».

χρήμα

χρήμα, το, ουσ. [<αρχ. χρήμα], το χρήμα. 1. ο πλούτος: «σε όλους είναι γνωστό πως σήμερα το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). 2. το κέρδος: «τι χρήμα μπορεί να βγάλει τ’ ανθρωπάκι απ’ αυτό το μαγαζάκι;». Οι παλιότεροι έλεγαν: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου, δηλ. όταν δεν υπάρχουν χρήματα, δεν μπορεί να υπάρξει ή να προοδεύσει το εμπόριο· βλ. και λ. λεφτά. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. βγάζει γλυκά λεφτά, λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστό χρήμα»·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. φρ. βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει χρήμα, κερδίζει χρήματα: «κόβει το μυαλό του και βγάζει χρήμα κι απ’ τις πιο απίθανες δουλειές»·
- βγάζει χρήμα με ουρά, κερδίζει πολλά χρήματα απ’ τη δουλειά του: «έχει ένα σούπερ μάρκετ και βγάζει χρήμα με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα·
- βρόμικα χρήματα ή βρόμικο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί πολύ βρόμικο χρήμα»·
- γλυκό χρήμα, βλ. συνηθέστ. γλυκά λεφτά·
- δε βαστώ χρήματα απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δε βαστώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου, λ. λεφτά·   
- είναι γλυκό το χρήμα, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε την παράνομη ενέργεια κάποιου για την απόκτηση χρημάτων, μια και το χρήμα έχει ελκυστική δύναμη: «ήταν ταμίας στην τάδε τράπεζα κι έβαλε χέρι στο ταμείο, γιατί, βλέπεις, είναι γλυκό το χρήμα». Πολλές φορές, μετά το γλυκό, ακολουθεί το άτιμο·
- είναι υπεράνω χρημάτων, δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα και, σε περίπτωση δημοσίων υπαλλήλων, δε δωροδοκείται, δε λαδώνεται, δε χρηματίζεται: «μην τον πλησιάσεις να σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί είναι υπεράνω χρημάτων»·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, καταβλήθηκε τοις μετρητοίς: «πούλησα ένα διαμέρισμα κι έπεσε ζεστό το χρήμα»·
- έπεσε πολύ χρήμα ή έπεσαν πολλά χρήματα, ξοδεύτηκαν ή επενδύθηκαν πολλά χρήματα: «έπεσε πολύ χρήμα, για να γίνει το Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης || έπεσαν πολλά χρήματα σ’ αυτή τη δουλειά, για να ορθοποδήσει»·
- έπηξε στο χρήμα, βλ. φρ. χέστηκε στο χρήμα·
- εύκολα χρήματα ή εύκολο χρήμα, τα χρήματα που αποκτήθηκαν χωρίς κόπο: «όποιος κερδίζει εύκολα χρήματα, τα ξοδεύει κι εύκολα, γιατί δεν τα πονάει»·
- έχει το χρήμα ή έχει χρήμα, έχει χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το χρήμα, κάνει ό,τι θέλει || απ’ το αυτοκίνητο που οδηγεί, καταλαβαίνεις πως έχει χρήμα ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ε ρε και να ’χαμε, το χρήμα λέει να ’χαμε και τη μιζέρια μας να δεις πού θα τη γράφαμε
- έχει χρήμα με ουρά, έχει πάρα πολλά χρήματα, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «πραγματοποιεί με άνεση κάθε του τρέλα, γιατί έχει χρήμα με ουρά». (Λαϊκό τραγούδι: στην κολόνα της Δ.Ε.Η., που θαμπά φωτάει, ένα πένθιμο χαρτί γράφει ότι πάει, πάει κι ο Νίκος, που ’χε χρήμα με ουρά,μα δε βόηθαγε κανέναν φουκαρά
- ζεστό χρήμα, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν να λέει όχι στο ζεστό χρήμα;»·
- κατέβαινε το χρήμα! βλ. φρ. κατέβαινε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- κόβω το χρήμα, (για κυβερνήσεις) το υποτιμώ: «υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην αγορά, γιατί κυκλοφόρησαν κάτι φήμες πως η κυβέρνηση θα κόψει το χρήμα»·
- κόβω χρήμα, βλ. συνηθέστ. κόβω μονέδα, λ. μονέδα·
- κολυμπάει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «παντρεύτηκε μια γυναίκα που κολυμπάει στο χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: θα περνάω έξτρα πρίμα και θα κολυμπάω στο χρήμα). Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·  
- κυλιέται στο χρήμα, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- μαύρα χρήματα ή μαύρο χρήμα, τα χρήματα που αποκτώνται από διάφορες δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, για τα οποία δεν υπάρχουν επίσημα παραστατικά και για το λόγο αυτό δε δηλώνονται στην εφορία: «αν μου τελειώσεις πολύ γρήγορα τη δουλειά, θα σε πληρώσω τοις μετρητοίς και θα σου δώσω μαύρο χρήμα, χωρίς τιμολόγια και τέτοια»· βλ. και φρ. βρόμικα χρήματα·
- μένω από χρήματα, μου τελειώνουν τα χρήματα που έχω απάνω μου: «περίμενέ με μισό λεπτό να πεταχτώ μέχρι την τράπεζα, γιατί έμεινα από χρήματα και πρέπει να κάνω ορισμένες αγορές ακόμα»·
- μιλάει το χρήμα, συμπεριφέρεται με τη σιγουριά του πολύ πλούσιου ανθρώπου: «όπου και να πάει, υποκλίνονται μπροστά του, γιατί, βλέπεις, μιλάει το χρήμα»·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. φρ. να πέφτει το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- ξεπλένει βρόμικο χρήμα, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί νόμιμους τρόπους για να εμφανίζει ως νόμιμα αποκτηθέντα τα χρήματα εκείνα που έχουν αποκτηθεί παράνομα, ιδίως από πωλήσεις όπλων, ναρκωτικών, από εμπόριο λευκής σαρκός, από παροχή προστασίας ή και από τζόγο: «όλοι τον έχουν στα όπα όπα μέσα στην πιάτσα, γιατί έχει τον τρόπο να ξεπλένει βρόμικο χρήμα»·
- ο χρόνος είναι χρήμα, βλ. λ. χρόνος·
- πέσε το χρήμα! βλ. φρ. πέσε το παραδάκι! λ. παραδάκι·
- πήρε όλο το χρήμα, α. (για χαρτοπαίγνιο) κέρδισε όλα τα χρήματα των παιχτών που έπαιζαν μαζί του: «έπαιζαν όλο το βράδυ κι ο τάδε πήρε όλο το χρήμα κι έφυγε». β. (γενικά) κέρδισε όλα τα χρήματα σε ένα συγκεκριμένο χώρο της αγοράς: «άνοιξε ένα γιγάντιο σούπερ μάρκετ και πήρε όλο το χρήμα της αγοράς»·
- πλαστικό χρήμα, οι πιστωτικές κάρτες: «όσο πιο πολύ πλαστικό χρήμα κυκλοφορεί, τόσο περισσότερη στενότητα χρήματος υπάρχει || πολλές οικογένειες έχουν μπερδευτεί με το πλαστικό χρήμα και πέφτουν έξω στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους»·
- πλέει στο χρήμα, είναι υπερβολικά πλούσιος: «δεν μπορείς να του εναντιωθείς στο παραμικρό, γιατί πλέει στο χρήμα». Παρομοίωση του πλήθους των χρημάτων με τη θάλασσα·
- πλυντήριο χρημάτων ή πλυντήριο βρόμικων χρημάτων, βλ. λ.πλυντήριο·
- πνίγεται στο χρήμα, βλ. φρ. πλέει στο χρήμα·
- σηκώνω χρήματα, κάνω ανάληψη χρημάτων από τις καταθέσεις που έχω σε κάποια τράπεζα: «όποτε έχω άμεση ανάγκη χρημάτων, σηκώνω χρήματα απ’ τις καταθέσεις μου»·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. φρ. πήρε όλο το χρήμα·
- στενότητα χρήματος ή στενότητα χρημάτων, βλ. λ. στενότητα·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «όλα στη ζωή κατακτώνται με τη δουλειά, γιατί τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά χρήματα: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο·
- το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, βλ. λ. ξέπλυμα·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, όποιος έχει χρήματα, χρησιμοποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με το συμφέρον του: «είναι πλούσιος και μην μπλεχτείς μαζί του σε δικαστικό αγώνα, γιατί το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει»·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες, βλ. φρ. το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, με τα χρήματα υπερπηδούμε κάθε εμπόδιο, έχουμε παντού πρόσβαση: «όταν είσαι πλούσιος, δεν έχεις κανένα πρόβλημα, γιατί το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες»·
- το χρήμα δε μυρίζει, δεν ενδιαφέρεται κανείς πώς αποκτήθηκε, αν κερδίσθηκε τίμια ή παράνομα: «όλοι μας θέλουμε να κάνουμε παρέα με πλούσιους ανθρώπους, γιατί το χρήμα δε μυρίζει»·
- το χρήμα είναι ακριβό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι δυσμενείς: «δεν αποφασίζεις εύκολα να μπλέξεις με την τράπεζα, γιατί το χρήμα είναι ακριβό»·
- το χρήμα είναι φτηνό, οι όροι δανεισμού του, ιδίως από τράπεζες, είναι ευνοϊκοί: «όταν το χρήμα είναι φτηνό, πιο εύκολα δανείζεται κανείς απ’ τις τράπεζες, για να κάνει επενδύσεις»·
- τοποθετώ τα χρήματά μου (κάπου), τα επενδύω: «απ’ όσα κερδίζω δεν ξοδεύω ευρώ, γιατί τοποθετώ τα χρήματά μου στην τάδε επιχείρηση»·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), του αποσπώ χρήματα: «έχει έναν πλούσιο φίλο και κάθε τόσο του τραβάει χρήματα για διάφορες ανάγκες του»·  
- τραβώ χρήματα (από την τράπεζα), κάνω ανάληψη, αποσύρω: «μην πας και τραβάς χρήματα με την παραμικρή δυσκολία, γιατί στο τέλος δε θα σου μείνει ευρώ στην τράπεζα»·
- τρελάθηκε στο χρήμα, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα είτε από τη δουλειά του είτε από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «έριξε ένα νέο είδος στην αγορά και τρελάθηκε στο χρήμα || ήταν ο μόνος εξάρης στο τζόκερ και τρελάθηκε στο χρήμα»·
- τρέχει το χρήμα, το έχει κάποιος άφθονο και το ξοδεύει απλόχερα: «ό,τι και να θελήσει, το αποκτάει αμέσως, γιατί τρέχει το χρήμα»·
- χέζεται στο χρήμα, είναι πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει ανάγκη κανέναν, γιατί χέζεται στο χρήμα». Συνών. χέζεται στα λεφτά / χέζεται στο τάλιρο·
- χέστηκε στο χρήμα, κέρδιζε πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά: «καταπιάστηκε με εξαγωγές και χέστηκε στο χρήμα». Συνών. χέστηκε στα λεφτά / χέστηκε στο τάλιρο.

ψαλίδα

ψαλίδα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. ψαλίδι], η ψαλίδα. 1. είδος εντόμου με ψαλιδωτή ουρά: «όταν ήμασταν μικρά παιδιά, φοβόμασταν τις ψαλίδες». 2. η σαρανταποδαρούσα, επειδή έχει ψαλιδωτή ουρά: «το υπόγειο του σπιτιού που έχουμε στο χωριό είναι γεμάτο από ψαλίδες». 3. ασθένεια των τριχών του κεφαλιού κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δυο και παύουν να αναπτύσσονται κανονικά: «αποφάσισε να πάει στο κομμωτήριο να περιποιηθεί τα μαλλιά της, γιατί άρχισαν να κάνουν ψαλίδα». Παρατηρείται ιδίως στις γυναίκες που αφήνουν μακριά μαλλιά. 4. λεσβιακή ερωτική στάση κατά την οποία οι δυο γυναίκες ανοίγουν τα σκέλη τους και φέρνοντας σε επαφή τα αιδοία τους αρχίζουν να τα τρίβουν·
- ανοίγει η ψαλίδα, αυξάνει η διαφορά ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία: «όσο περνάει ο καιρός ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς»·
- κλείνει η ψαλίδα, μειώνεται η διαφορά ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία: «η νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει ως στόχο να κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς»·
- το άνοιγμα της ψαλίδας, βλ. λ. άνοιγμα·
- το κλείσιμο της ψαλίδας, βλ. λ. κλείσιμο.