Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλίνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλίνω, ρ. [<αρχ. κλίνω], κλίνω· εμφανίζω έφεση, προτίμηση ή ροπή προς κάτι: «από μικρό παιδί κλίνει προς τα γράμματα || από μικρό παιδί έκλινε προς τη μουσική || κλίνω προς την άποψη του τάδε»·
- δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι (κλίνη), βλ. λ. κεφαλή·
- έκλινε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έκλινε (υπέρ κάποιου), βλ. λ. πλάστιγγα·
- κλίνατ’ επ’ αριστερά! (γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα) στρέψ’ τε το σώμα σας προς τα αριστερά·
- κλίνατ’ επί δεξιά! (γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα) στρέψ’ τε το σώμα σας προς τα δεξιά·
- κλίνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα κλίνει (υπέρ κάποιου), βλ. λ. πλάστιγγα.

κεφαλή

κεφαλή, η, ουσ. [<αρχ. κεφαλή], η κεφαλή. 1. το κεφάλι. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης: «η κεφαλή της εκκλησίας || η κεφαλή του κόμματος». 3. (ειρωνικά) ο άνθρωπος, με αρνητική έννοια: «ήταν στο καφενείο μαζεμένες όλες οι κεφαλές της περιοχής και ποιος ξέρει τι απατεωνιά σχεδίαζαν πάλι!». 4. η αρχή από μια σειρά ατόμων σε αντιδιαστολή προς το τέλος, προς την ουρά: «η κεφαλή της φοιτητικής πορείας πλησίαζε στο αμερικάνικο προξενείο». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κατά μαντάτα της ψωλής, βλ. λ. μαλλί·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. λ. μαλλί·
- δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι (κλίνη), είναι εντελώς φτωχός και απροστάτευτος, είναι άπορος, άστεγος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι». Αναφορά στην Καινή Διαθήκη. Πρβλ.: ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (Λουκάς θ΄ 58)·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- ζητώ την κεφαλήν του επί πίνακι, απαιτώ την αυστηρή, την παραδειγματική, την εξοντωτική τιμωρία του: «ο διευθυντής του εργοστασίου ζήτησε την κεφαλήν επί πίνακι των πρωτεργατών της απεργίας». Αναφορά στο μαρτυρικό θάνατο του Ιωάννη του Βαπτιστή, που σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, το κεφάλι του, υπήρξε το δώρο του βασιλιά Ηρώδη προς τη Σαλώμη, κόρη της γυναίκας του Ηρωδιάδας, που το απαίτησε κατόπιν υποδείξεως της μητέρας της, μετά το πέρας του χορού της: Πρβλ.: καί πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπί πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς.  (Ματθ. ιδ΄ 10-11)·
- η κεφαλή του τραπεζιού, το άκρο ορθογώνιου τραπεζιού και ιδίως αυτό που βρίσκεται προς τον πλησιέστερο τοίχο, όπου συνήθως κάθεται ο αρχηγός της οικογένειας ή ο πιο σεβάσμιος της οικογένειας ή κάποιος σημαντικός επισκέπτης: «στην κεφαλή του τραπεζιού κάθεται πάντοτε ο παππούς μας»·
- με βραχεία κεφαλή, με πολύ μικρή διαφορά: «ο τάδε υποψήφιος προηγείται με βραχεία κεφαλή έναντι του αντιπάλου του»·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- ξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, βλ. λ. γλώσσα·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου, βλ. λ. τρίχα·
- το κατά κεφαλήν (εισόδημα ή χρέος), το συνολικό εισόδημα ή χρέος κάποιου κράτους που αντιστοιχεί για κάθε πρόσωπο χωριστά, όταν διαιρεθεί με το σύνολο των κατοίκων που ζουν σε αυτό και που συνήθως υπολογίζεται σε δολάρια: «το κατά κεφαλήν εισόδημα του Έλληνα υπολογίζεται σε τόσα δολάρια»·
- χρωστώ τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί.

πλάστιγγα

πλάστιγγα, η, ουσ. [<αρχ. πλάστιγξ], είδος παλιάς ζυγαριάς, που ήταν κατάλληλη για το ζύγισμα μεγάλων βαρών και που λειτουργούσε με βαρίδια (με αντίβαρο)·
- γέρνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα γέρνει (υπέρ κάποιου), αρχίζει να ξεχωρίζει ολοκάθαρα, ολοφάνερα κάτι υπέρ κάποιου έναντι κάποιου άλλου ή άλλων: «μετά την καταμέτρηση των μισών περίπου ψηφοδελτίων, φαίνεται πως η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του τάδε υποψηφίου»·
- έγειρε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έγειρε (υπέρ κάποιου), ξεχώρισε ολοκάθαρα, ολοφάνερα κάτι υπέρ κάποιου έναντι κάποιου άλλου ή άλλων: «μετά και την κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα έγειρε η πλάστιγγα υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου || μετά την καταμέτρηση και των τελευταίων ψηφοδελτίων η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του τάδε υποψηφίου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά·
- έκλινε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έκλινε (υπέρ κάποιου), βλ. φρ. έγειρε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου)·
- κλίνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα κλίνει (υπέρ κάποιου), βλ. φρ. γέρνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου).