Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κλάσμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κλάσμα, το, ουσ. [<μτγν. κλάσμα <κλάω-ῶ], το κλάσμα·
- σε κλάσμα (του) δευτερολέπτου ή σε κλάσματα (του) δευτερολέπτου, αστραπιαία: «σε κλάσμα δευτερολέπτου τον έχασα απ’ τα μάτια μου».