Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κιτρινιάρης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κιτρινιάρης, ο, θηλ. κιτρινιάρα, η, ουσ. [<κίτρινος + κατάλ. -ιάρης]. 1. αυτός του οποίου το χρώμα του προσώπου του είναι κίτρινο λόγω κάποιας ασθένειας: «τον είδα πολύ κιτρινιάρη και τον συμβούλεψα να πάει να τον δει κάποιος γιατρός». 2. (υποτιμητικά) ο φιλάσθενος, ο αρρωστιάρης: «είναι τόσο κιτρινιάρης, που, Αύγουστο μήνα με κείνο τον καύσωνα, καθόταν στο σπίτι του με κλειστά παράθυρα». 3. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω, ρε κιτρινιάρη, που θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». 4. (ειρωνικά, υποτιμητικά ή και με ρατσιστική διάθεση) το άτομο που ανήκει στην κίτρινη φυλή, ιδίως ο Γιαπωνέζος ή ο  Κινέζος: «ήρθαν οι κιτρινιάρηδες και κυρίευσαν όλη την ευρωπαϊκή αγορά». 5. (ειρωνικά ή υβριστικά στη νεοαργκό) ο ταξιτζής: «όπως καταντήσαμε μ’ αυτούς τους κιτρινιάρηδες, σε λίγο θα μας ζητούν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να μας πάρουν με το ταξί τους». Η λ. σε χρήση στην Αθήνα, όπου τα ταξί έχουν κίτρινο χρώμα. Συνών. ταρίφας / ταλιροφονιάς. 6. (υβριστικά) ο παίχτης και ο οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης: «πώς πάει η ομάδα σου, ρε κιτρινιάρη;». Από το ότι το επίσημο χρώμα της ομάδας αυτής είναι το κίτρινο.