κινητός
κινητός,
-η, -ο, επιθ.
[<αρχ. κινητός], κινητός. 1. που μπορεί να μετακινείται ή να
μεταφέρεται: «στο σαλόνι του έχει ένα κινητό μπαράκι || ο δήμος διαθέτει πέντε
κινητές βιβλιοθήκες». 2. το ουδ. ως ουσ. το κινητό, φορητό
τηλέφωνο: «αγόρασε ένα κινητό για τον βρίσκουν αμέσως οι συνεργάτες του».
(Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου
κι έρχομαι)·
- είναι
σαν κινητή κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- κινητή
γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- κινητή
περιουσία, βλ. λ. περιουσία.
περιουσία
περιουσία,
η, ουσ.
[<αρχ. περιουσία (= περίσσευμα)], η περιουσία· ό,τι μη υλικό, γνώση,
ικανότητα, πείρα κ.λπ., κατέχει κάποιος, και που το θεωρεί πολύτιμο: «για μένα,
περιουσία μου είναι η φιλία του τάδε || όλη του η περιουσία ήταν το πλήθος των
γνώσεων που απέκτησε διαβάζοντας ένα σωρό βιβλία». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή
μου όλη μια ανοησία η μοναδική μου η περιουσία)·
- ακίνητη
περιουσία, τα σπίτια, τα κτήματα που έχει κάποιος νόμιμα στην κατοχή του:
«στο χωριό του έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία»·
- κάνω
περιουσία, γίνομαι πλούσιος, πλουτίζω: «από μικρός ήταν πολύ εργατικός
άνθρωπος, γι’ αυτό κι έκανε περιουσία»·
- κινητή
περιουσία, που δεν είναι ακίνητη, κτηματική, που αποτελείται από χρήματα,
ομόλογα, χρυσό ή οτιδήποτε άλλο που έχει αξία: «μπορεί να μην έχει μέγαρα και
οικόπεδα, αλλά έχει κινητή περιουσία».