Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κερδεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κερδεύω κ. κερδαίνω ρ., βλ. λ. κερδίζω. (Λαϊκό τραγούδι: «μελαχρινό πιπέρι μου, και πού να σε φυτέψω. Να σε φυτέψω στην καρδιά ίσως και σε κερδέψω).

κερδίζω

κερδίζω, ρ. [<μτγν. κερδίζω, από τον αόρ. ἐκέρδησα του αρχ. ρ. κερδαίνω], κερδίζω. 1. υπερισχύω έναντι κάποιου ή κάποιων, νικώ: «η ομάδα μας κέρδισε την αντίπαλη ομάδα || στο τρέξιμο κέρδισε όλους τους αντιπάλους του». 2. κατακτώ: «με τον τρόπο του μπόρεσε και κέρδισε την εμπιστοσύνη αυτής της γυναίκας (Λαϊκό τραγούδι: τη γυναίκα την κερδίζεις με τον τρόπο το γλυκό, σιγά σιγά και με το μαλακό). 3. προκαλώ καλύτερη εντύπωση κάτω από ορισμένες συνθήκες, φαίνομαι καλύτερος, ωραιότερος, πιο ελκυστικός: «κάθε φορά που φοράς αυτό το κοστούμι, πολύ κερδίζεις || το ξέρω πως μ’ αυτό το κοστούμι κερδίζω, γι’ αυτό και το φοράω || από μακριά φαίνεται σαν μια συνηθισμένη γυναίκα, αλλά, όταν τη βλέπεις από κοντά, κερδίζει». 4. (σε ρητορικές ερωτήσεις) ισοδυναμεί με το αντίθετο του ωφελούμαι, επωφελούμαι από μια κατάσταση: «ποιος άνθρωπος κέρδισε με απάτες και ψέματα;», δηλ. κανένας άνθρωπος δεν κέρδισε, δεν ωφελήθηκε από τις απάτες και τα ψέματα. (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου μ’ όλ’ αυτά τι κέρδισες, σκληρόκαρδη, ξεμυαλισμένη; εσύ ’σαι η αιτία κι η αφορμή, παναθεματισμένη). (Ακολουθούν 26 φρ.)· 
- η πολυψηφία κερδίζει, βλ. λ. πολυψηφία·
- κερδίζει άντερα ή κερδίζει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- κερδίζει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- κερδίζει συνεχώς έδαφος (κάτι), βλ. λ. έδαφος·
- κερδίζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κερδίζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κερδίζω έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- κερδίζω καιρό, βλ. λ. καιρός·
- κερδίζω πάνω στο νήμα (κάποιον ή κάποιους),βλ. λ. νήμα·
- κερδίζω πόντους, βλ. λ. πόντος·
- κερδίζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- κερδίζω τη μάχη, βλ. λ. μάχη·
- κερδίζω τη μάχη με το θάνατο, βλ. λ. θάνατος·
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), βλ. λ. καρδιά·
- κερδίζω το δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- κερδίζω το ψωμί του, βλ. λ. ψωμί·
- κερδίζω χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- κέρδισε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- κέρδισε χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- κέρδισε χρόνο, (για μαθητές), βλ. λ. χρόνος·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- ποιος κερδίζει; (για παιχνίδια ή άλλες αναμετρήσεις) ποιος προηγείται στο σκορ, ποιος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση μέχρι αυτή τη στιγμή(;): «ποιος κερδίζει στο τάβλι; || ποιος κερδίζει στο μπάσκετ; || ποιος κερδίζει στον αγώνα για τη διαδοχή του προέδρου;»·
- τι θα κερδίσεις αν…; ρητορική ερώτηση που ισοδυναμεί με το αντίθετο, αν δηλαδή είναι καταφατική, ισοδυναμεί με άρνηση, αν είναι αρνητική, με κατάφαση, ποιο θα είναι το όφελός σου, αν…: «τι θα κερδίσεις, αν καρφώσεις στο διευθυντή πως έκανα κοπάνα; || τι θα κερδίσεις αν πας και του πεις αυτό που σ’ εμπιστεύτηκα; || τι θα κερδίζεις, αν δεν έρθεις μαζί μας;», δηλ. το όφελός σου δε θα είναι τίποτα·
- τι κέρδισες που…; ρητορική ερώτηση που ισοδυναμεί με το αντίθετο, αν δηλαδή είναι καταφατική, ισοδυναμεί με άρνηση, αν είναι αρνητική, με κατάφαση, ποιο ήταν το όφελός σου που…: «τι κέρδισες που με κάρφωσες στο διευθυντή μας; || τι κέρδισες που δε με βοήθησες;», δηλ. το όφελός σου δεν ήταν τίποτα.