Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καφέ
καφέ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. café], κατάστημα, όπου προσφέρονται στους πελάτες διάφορα ποτά ή αναψυκτικά, ιδίως καφές: «έχουμε ραντεβού στο γωνιακό καφέ».
καφέ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. café], κατάστημα, όπου προσφέρονται στους πελάτες διάφορα ποτά ή αναψυκτικά, ιδίως καφές: «έχουμε ραντεβού στο γωνιακό καφέ».