Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατόρθωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κατόρθωμα, το, ουσ. [<αρχ. κατόρθωμα <κατορθόω-ῶ], το κατόρθωμα. 1. η επιτυχής έκβαση μιας ενέργειας ή η ολοκλήρωση μιας εργασίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον, ιδίως όταν αυτή παρουσιάζει δυσκολίες: «ήταν κατόρθωμα που μπόρεσες και τέλειωσες αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τι μας καυχιέσαι και μας λες τα κατορθώματά σου, αφού βουίζει ο ντουνιάς με τα παθήματά σου). 2. πράξη ή ενέργεια ανάξια, που θεωρείται όμως από αυτόν που την κάνει ως σωστή ή ως σπουδαία: «μπράβο σου ρε, μου σφράγισες την επιταγή και νομίζεις πως έκανες κατόρθωμα!». 3. στον πλ. τα κατορθώματα, (ειρωνικά) πράξεις αξιοκατάκριτες, οι αταξίες: «έλα τώρα να σου πω και τα κατορθώματα του γιου σου». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ που τόσο επίστευα στα λόγια τα δικά σου, γιατί αργά κατάλαβα τα κατορθώματά σου).Συνών. καμώματα (3).