Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατσάδα
κατσάδα,
η, ουσ.
[<βενετ. cazzada (= εκδίωξη)], έντονη επίπληξη, έντονη παρατήρηση σε κάποιον
για κάποιο λάθος ή παράληψή του: «αν μάθει ο διευθυντή πως άργησες να ’ρθεις το
πρωί στη δουλειά, δε θα τη γλιτώσεις την κατσάδα του»·
- αρπάζω
(μια) κατσάδα, δέχομαι έντονη επίπληξη, έντονη παρατήρηση για κάποιο λάθος
ή παράληψή μου: «δεν είχα έτοιμα τα τιμολόγια των παραγγελιών κι άρπαξα μια
κατσάδα απ’ το διευθυντή μου, που ήταν όλη δική μου»·
- του
βάζω (μια) κατσάδα, βλ. φρ. του πατώ (μια) κατσάδα·
- του
πατώ μια κατσάδα, τον επιπλήττω έντονα: «του πάτησε μια κατσάδα και δεν
μπόρεσε να πει λέξη»·
- του
στρώνω (μια) κατσάδα, βλ. συνηθέστ. του πατώ (μια) κατσάδα·
-
τρώω (μια) κατσάδα, βλ.
φρ. αρπάζω (μια) κατσάδα.