Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατούρημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κατούρημα, το, ουσ. [<κατουρώ], το κατούρημα·
- δεν πάω ούτε για κατούρημα ή δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, έχω πάρα πολλή δουλειά και σε διάρκεια: «έχω τόση δουλειά κάθε μέρα, που δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα»·
- ούτε για κατούρημα, κατηγορηματική δήλωση, που απαγορεύει σε κάποιον και την παραμικρή απομάκρυνση από ένα χώρο, από μια θέση: «τώρα που θα λείπετε, αν χρειαστεί, θα μπορέσω να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο; -Ούτε για κατούρημα»·
- πάει για κατούρημα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- τον (την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), έχει πολλή αραιές σεξουαλικές επαφές: «μπορεί να ’ναι ομορφόπαιδο, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, τον έχει μόνο για κατούρημα». Δεν ακούγεται ποτέ στο ουδέτερο το ’χει μόνο για κατούρημα (ενν. το πέος, το καυλί).