Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατοικία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κατοικία, η, ουσ. [<αρχ. κατοικία], η κατοικία·
- δεύτερη κατοικία, σπίτι εξοχικό που χρησιμοποιείται για παραθερισμό και όχι για εκμετάλλευση, σε αντιδιαστολή με το σπίτι που έχει κάποιος για μόνιμη κατοικία: «έχει και μια δεύτερη κατοικία στη Χαλκιδική, όπου πηγαίνει τα καλοκαίρια»·
- η τελευταία κατοικία, ο τάφος: «συγγενείς και φίλοι συνόδευσαν το νεκρό στην τελευταία κατοικία του».