καταστροφή
καταστροφή,
η, ουσ.
[<αρχ. καταστροφή], η καταστροφή· μεγάλη ζημιά, φθορά, βλάβη, χρεοκοπία,
συμφορά, αφανισμός: «η καταστροφή που έγινε στη σοδειά είναι ανυπολόγιστη || η
ανυπαρξία ενδιαφέροντος εκ μέρους του οδήγησε την επιχείρηση στην καταστροφή ||
η καταστροφή της Σμύρνης». (Λαϊκό τραγούδι: γεννήθηκε για την καταστροφή και
ήρθες να γκρεμίσεις μια ζωή)·
- βρίσκομαι
στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- είμαι
στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- είναι
σκέτη καταστροφή, έχει την τάση να κάνει ζημιές, είναι ζημιάρης: «μάζεψε
τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα απ’ το σαλόνι σου, γιατί θα ’ρθει ο τάδε φίλος
μου απόψε, που είναι σκέτη καταστροφή»·
- τον
φέρνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- φέρνει
την καταστροφή, παρουσιάζει μια κατάσταση ως εξαιρετικά δύσκολη, χωρίς στην
πραγματικότητα να είναι: «με την παραμικρή δυσκολία που συναντάει, φέρνει την
καταστροφή». Συνών. φέρνει τον κατακλυσμό·
-
φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος.
χείλος
χείλος, το, ουσ. [<αρχ. χείλος], το χείλος· βλ. και λ. χείλι.
(Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του
γκρεμού·
- βρίσκομαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος
του γκρεμού·
-
βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση,
βρίσκομαι στα πρόθυρα της καταστροφής, ιδίως οικονομικής: «πρέπει να βρω
οπωσδήποτε αυτά τα λεφτά, γιατί βρίσκομαι στο χείλος του γκρεμού»·
-
βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, είμαι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που
κατάλαβε πως βρίσκεται στο χείλος του τάφου, ζήτησε έναν συμβολαιογράφο για να
συντάξει τη διαθήκη του»·
-
είμαι στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. είμαι στο χείλος του γκρεμού·
- είμαι στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. είμαι στο χείλος του
γκρεμού·
-
είμαι στο χείλος του γκρεμού, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του
γκρεμού·
-
είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του τάφου·
- τον φέρνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. τον φέρνω στο χείλος
του γκρεμού·
- τον φέρνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. τον φέρνω στο χείλος
του γκρεμού·
-
τον φέρνω στο χείλος του γκρεμού, τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον
φέρνω στα πρόθυρα της καταστροφής, ιδίως οικονομικής: «με τις οικονομικές
συμβουλές που του ’δινε, τον έφερε τον άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού»·
-
φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. φρ. φτάνω στο χείλος του γκρεμού·
- φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. φρ. φτάνω στο χείλος του
γκρεμού·
-
φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος του
γκρεμού·
- φτάνω στο χείλος του τάφου, βλ. φρ. βρίσκομαι στο χείλος
του τάφου.