Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατανάλωση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κατανάλωση, η, ουσ. [<μτγν. κατανάλωσις <καταναλίσκω], η κατανάλωση· η εξάντληση, το ξόδεμα, η απορρόφηση αγαθού από το καταναλωτικό κοινό: «η κατανάλωση του προϊόντος πρέπει να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα»·
- ανεβαίνει η κατανάλωση, (για προϊόντα) παρατηρείται αυξημένη ζήτηση από το καταναλωτικό κοινό: «το καλοκαίρι με τις ζέστες ανεβαίνει η κατανάλωση του παγωτού και των αναψυκτικών»·
- απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ. παραγωγή·
- για εσωτερική κατανάλωση, δηλώσεις ή διάφορες κινήσεις κάποιας κυβέρνησης που γίνονται για εντυπωσιασμό του πληθυσμού και έχουν ως κύριο σκοπό την απόσπαση της προσοχής του από φλέγοντα οικονομικά, πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα που τον μαστίζουν, ή για τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος υπέρ της ίδιας της κυβέρνησης: «κάθε φορά που παρατηρούνται έντονες απεργιακές κινητοποιήσεις, ο πρωθυπουργός επισείει, για εσωτερική κατανάλωση, τον κίνδυνο που προέρχεται από την επεκτατική πολιτική της γείτονος χώρας || κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει σειρά οικονομικών μέτρων υπέρ των μικρομεσαίων για εσωτερική κατανάλωση»·
- για ευρεία κατανάλωση, (για προϊόντα) που κατασκευάζονται για το ευρύ καταναλωτικό κοινό: «αυτή η βιομηχανία κυκλοφόρησε στην αγορά ένα πάμφθηνο αυτοκινητάκι, που είναι για ευρεία κατανάλωση»· βλ. και φρ. για εσωτερική κατανάλωση·
- για κατανάλωση, δηλώσεις ή κινήσεις ατόμου που γίνονται για εντυπωσιασμό: «μόλις δει καμιά καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, αρχίζει να λέει και να κάνει διάφορα κόλπα για κατανάλωση, μήπως και προκαλέσει το ενδιαφέρον της». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα) ξοδεύεται, καταναλώνεται πάρα πολύ: «το καλοκαίρι το παγωτό έχει μεγάλη κατανάλωση»·
- πέφτει η κατανάλωση, (για προϊόντα) παρατηρείται μειωμένη ζήτηση από το καταναλωτικό κοινό: «το χειμώνα πέφτει η κατανάλωση του παγωτού». 

παραγωγή

παραγωγή, η, ουσ. [<αρχ. παραγωγή <παράγω], η παραγωγή·
- απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση, (για προϊόντα) η μεταφορά, ιδίως γεωργικού προϊόντος, από τον ίδιο τον παραγωγό από τον τόπο παραγωγής του κατευθείαν στην αγορά, οπότε είναι και πολύ φρέσκο, αλλά και πιο φτηνό, γιατί δεν παρεμβάλλονται μεσάζοντες: «πηγαίνω στην τάδε λαϊκή αγορά, που όλα τα προϊόντα είναι απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση». Λέγεται και για άλλα καταναλωτικά αγαθά στα οποία δεν παρεμβάλλεται μεσάζοντας.