Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καταμήνια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καταμήνια, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του αρχ. επιθ. καταμήνιος <κατά + μήν], η έμμηνη ρύση των γυναικών, η περίοδος: «όταν έχει τα καταμήνια της, είναι μέσα στα νεύρα της».