Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καταδίκη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καταδίκη, η, ουσ. [<αρχ. καταδίκη], η καταδίκη. 1. δηλώνει έντονη αποδοκιμασία: «όλες οι πλευρές του κοινοβουλίου συμφωνούν στην καταδίκη της γραφειοκρατίας». 2. μεγάλη δοκιμασία, μεγάλο μαρτύριο, το οποίο εξαναγκαζόμαστε να υποστούμε: «αυτή δεν είναι δουλειά, αυτή είναι σκέτη καταδίκη». (Λαϊκό τραγούδι: τι καταδίκη είν’ αυτή να ζω σαν το ρημάδι, χωρίς αδέρφια και γονείς, χωρίς της μάνας χάδι
- βγάζω καταδίκη, (στη γλώσσα της αργκό) α. εκτίω ποινή. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι με κλείσαν’ στο κελί να βγάλω καταδίκη, στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη). β. βγάζω καταδικαστική απόφαση: «χωρίς να μ’ ακούσεις πώς μπορείς και βγάζεις καταδίκη;»·
- γαμώ την καταδίκη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το γαμώ: «γαμώ την καταδίκη μου, γαμώ, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ
- γαμώ την καταδίκη σου! ή σου γαμώ την καταδίκη! επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ την καταδίκη σου, γιατί ενοχλείς κάθε τόσο την κόρη μου! || σου γαμώ τη καταδίκη αν ξαναπείς κουβέντα για μένα!». Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, (απειλητικά) θα σε φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσής σου, θα σε καταστρέψω στα σίγουρα: «αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου»·
- του γαμώ την καταδίκη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή δεν του επέστρεφε τα λεφτά που του είχε δανείσει, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την καταδίκη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «επειδή του έβρισε τη μάνα, τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την καταδίκη». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·  
- υπογράφω την καταδίκη μου ή υπογράφω τη θανατική καταδίκη μου ή υπογράφω τη θανατική μου καταδίκη, α. με τις άστοχες ή παράτολμες ενέργειές μου οδηγούμαι σε σίγουρη καταστροφή μου: «αν υπογράψω το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να υπογράφω την καταδίκη μου». β. είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «δε σου φταίει κανένας για την κατάντια σου, γιατί μονάχος σου υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη».