Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καταγίνομαι
καταγίνομαι, ρ. [<μσν. καταγίνομαι]. 1. ασχολούμαι, απασχολούμαι με αφοσίωση με κάτι: «εδώ και πολύ καιρό καταγίνομαι με τη συγγραφή της ιστορίας του χωριού μου». 2. έχω κάτι ως επάγγελμα: «από μικρός καταγίνεται με το εμπόριο».