Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κατέχω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κατέχω, ρ. [<αρχ. κατέχω]. 1. έχω στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αυτός που βλέπεις κατέχει το μισό κάμπο». 2. γνωρίζω, ξέρω, καταλαβαίνω: «κατέχεις τι μου λες τώρα! || κατέχει πέντε ξένες γλώσσες!». (Τραγούδι: ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε,ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε, ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο κι ο τέταρτος δεν άντεχε στο κρύο). 3. λέγεται και για έντονο συναίσθημα που μας καταλαμβάνει, που μας κυριεύει: «τον κατέχει μεγάλος φόβος || τον κατέχει μεγάλη αγωνία»·
- κατέχει τα σκήπτρα, βλ. λ. σκήπτρο·
- οι έχοντες και κατέχοντες, αυτοί που διαθέτουν κινητή και ακίνητη περιουσία, κινητό και ακίνητο πλούτο: «τα ελλείμματα του κράτους πρέπει να τα καλύψουν οι έχοντες και κατέχοντες». Η φρ. κυρίως στην πολιτική, και η πατρότητά της αποδίδεται στον πρώην πρωθυπουργό Κ. Σημίτη.

σκήπτρο

σκήπτρο, το, ουσ. [<αρχ. σκῆπτρον], το σκήπτρο·
- κατέχει τα σκήπτρα, α. ξεχωρίζει, υπερέχει ανάμεσα στους ομοίους του, στους ομοτέχνους του, είναι κορυφαίος σε κάτι: «μπορεί κι άλλοι να ’ναι καλοί μηχανικοί, αλλά ο τάδε κατέχει τα σκήπτρα». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «δεν υπάρχει άλλος μαλάκας σαν και του λόγου του, γιατί αυτός κατέχει τα σκήπτρα».
- κρατάει τα σκήπτρα, βλ. λ. κατέχει τα σκήπτρα.