Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καστανιέτα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καστανιέτα, η, ουσ. [<ιταλ. castagnetta <ισπαν. castañetta], συνήθως στον πλ. οι καστανιέτες, ισπανικό κρουστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από δυο μικρά στρογγυλά και κοίλα ξύλινα ή πλαστικά κρόταλα, που προσαρμόζονται στα δάχτυλα, ιδίως εύχρ. στη φρ. το μουνί της χορεύει καστανιέτες, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος επιθυμεί πάρα πολύ να αποκτήσει κάτι ή βρίσκεται σε ερωτική υπερδιέγερση: «κάθε φορά που βλέπει στη βιτρίνα αυτή τη γούνα, το μουνί της χορεύει καστανιέτες || μόλις βλέπει εκείνον τον παίδαρο, το μουνί της χορεύει καστανιέτες». Από τις παλμικές κινήσεις του αιδοίου, όταν βρίσκεται σε ερωτική υπερδιέγερση, που παρομοιάζεται με τις κινήσεις που κάνουν οι καστανιέτες για να παράγουν ήχο.