Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καραμπόλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καραμπόλα, η, ουσ. [<ιταλ. carambola]. 1. επιτυχία στο παιχνίδι του μπιλιάρδου, όταν ο παίχτης χτυπάει με την μπίλια του τις άλλες δυο: «το σερί του είναι τριάντα πέντε καραμπόλες». 2. πολλαπλή σύγκρουση, ιδίως αυτοκινήτων: «το Σαββατοκύριακο είχαμε στην εθνική οδό μια καραμπόλα από δέκα αυτοκίνητα».