Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καραμπίνας
καραμπίνας, ο, ουσ. [<καραμπίνα], (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο παίχτης που παίζει συστηματικά με τον τρόπο της καραμπίνας, ο συντηρητικός παίχτης: «δεν τον βάζουν στο παιχνίδι, γιατί είναι γνωστός καραμπίνας».
καραμπίνας, ο, ουσ. [<καραμπίνα], (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο παίχτης που παίζει συστηματικά με τον τρόπο της καραμπίνας, ο συντηρητικός παίχτης: «δεν τον βάζουν στο παιχνίδι, γιατί είναι γνωστός καραμπίνας».