Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καρακάξα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καρακάξα, η, ουσ. [ηχομιμητική λ. από την κραυγή καρακά του πουλιού αυτού],το πουλί κίσσα. 1. γυναίκα άσχημη, φλύαρη και εριστική: «πάψε, βρε καρακάξα, να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μας!». 2. απευθύνεται και με υποτιμητική διάθεση σε γυναίκα: «φύγε, ρε καρακάξα, που μπερδεύεσαι συνεχώς μέσα στα πόδια μου».