Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κανέλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κανέλα, η, ουσ. [<μσν. κανέλα <ιταλ. cannella, υποκορ. του λατιν. canna (= καλάμι)], η κανέλα·
- από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, βλ. λ. πόλη·
- μόσχος και κανέλα! βλ. λ. μόσχος·
- μόσχος και κανέλα και του βασιλιά κοπέλα! βλ. λ. μόσχος.

μόσχος

μόσχος, ο, ουσ. [<αρχ. μόσχος], βλ. λ.μοσχάρι· ως ειρωνικό επιφών. μόσχε! ανόητε! βλάκα(!): «αγόρασα αυτόν τον αναπτήρα πεντακόσια ευρώ. -Μόσχε, πάλι σε ξεγέλασαν!».