Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καμάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καμάρι, το, ουσ. [<μσν. καμάριν <μτγν. καμάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. καμάρα], το καμάρι. 1. το συναίσθημα περηφάνιας, ικανοποίησης και χαράς, που νιώθει κάποιος από τη στιγμή που κατόρθωσε να φέρει με επιτυχία σε πέρας κάτι ή να αποκτήσει κάτι, και το αντίστοιχο ύφος που παίρνει: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, περπατάει με καμάρι || απ’ τη μέρα που αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο είναι όλο καμάρι». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή τον ξακουστό τον Παναή, καμάρι κι ασικλίκι, λάζο στη μέση του χωστό μουστάκι μαύρο γυριστό καφέ αμάν κι αγαπητιλίκι). 2. αυτό για το οποίο καμαρώνει κανείς, που του δημιουργεί το συναίσθημα της περηφάνιας, της ικανοποίησης και χαράς: «έχει πολλούς πίνακες ζωγραφικής στη συλλογή του, αλλά αυτός ειδικά ο πίνακας είναι το καμάρι του || αγαπάει όλα τα παιδιά του, αλλά το μικρότερο είναι το καμάρι του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ, βρε Στάλιν, αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι, όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν, γιατ’ είσαι παλικάρι
- έχω για καμάρι μου, καμαρώνω, περηφανεύομαι για κάτι: «μπορεί να ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου, αλλά έχω για καμάρι μου τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: Περαία μου Περαία μου με το Σαρωνικό σου που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου
- κορόνα μου και καμάρι μου, βλ. λ. κορόνα·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, βλ. λ. κόσμος·
- τιμή μου και καμάρι μου, βλ. λ. τιμή·
- το ’χω καμάρι, περηφανεύομαι, χαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι: «το ’χω καμάρι που δε ζήτησα ποτέ εξυπηρέτηση από κανένα κόμμα». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σε λένε έμορφη, γι’ αυτό το ’χεις καμάρι και ξέρω πως δεν αγαπάς τον άντρα που ’χεις πάρει
- το ’χω κρυφό καμάρι, καμαρώνω για κάποιον ή για κάτι, που όμως δεν το δείχνω φοβούμενος τη ζήλια ή το μάτιασμα του κόσμου: «το ’χω κρυφό καμάρι που ο γιος μου αριστεύει στις σπουδές του || απ’ τη μέρα που αγόρασα μια βιλίτσα στην εξοχή, το ’χω κρυφό καμάρι». (Λαϊκό τραγούδι: του Κυριάκου το γαϊδούρι το ’χανε όλοι για γούρι, σαν γυρνούσε στο παζάρι το ’χανε κρυφό καμάρι).

κορόνα

κορόνα, η, ουσ. [<λατιν. corona <ελλ. δωρ. κορώνα (= κορώνη)], η κορόνα. 1. (στη μουσική) η υψηλότερη τονική ένταση σε μια μελωδία, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά βούληση από τον τραγουδιστή. 2. η μια από τις δυο όψεις μεταλλικού νομίσματος με ανάγλυφη εικόνα, συνήθως ιστορικού προσώπου, σε αντιδιαστολή με τα γράμματα (βλ. λ.). 3. συνήθως στον πλ. οι κορόνες, επιθετικές ή έντονες εκφράσεις, που συνήθως εκστομίζονται για εντυπωσιασμό: «οι πολεμικές κορόνες του υπουργού της γείτονος χώρας, προκάλεσαν τη γενική θυμηδία του πολιτικού κόσμου της χώρας»·
- βγάζω κορόνα ή βγάζω κορόνες, α. (για τραγουδιστές) τραγουδώ μια μελωδία στην υψηλότερη τονική ένταση: «παρακολουθήσαμε την τάδε όπερα κι ο πρωταγωνιστής έβγαζε κάθε τόσο κορόνες». β. (για αγορητές) επιτίθεμαι λεκτικά εναντίον κάποιου σε έντονο τόνο: «ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης έβγαζε συνέχεια κορόνες κατά της κυβερνητικής πολιτικής»·
- είναι κορόνα γράμματα, το θετικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή πράξης μου είναι αποκλειστικά θέμα τύχης: «το ξέρω πως είναι κορόνα γράμματα η επέκταση της δουλειάς μου, αλλά πρέπει να την κάνω». Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και φρ. τα παίζω κορόνα γράμματα·
- κορόνα γράμματα, τυχερό παιχνίδι που από τους μεγάλους διαδόθηκε και στους μικρούς, συνήθως εν είδει στοιχήματος, που παίζεται με μεταλλικό νόμισμα ως εξής. Η άκρη του αντίχειρα του ενός παίχτη έρχεται κι ακουμπάει στη μέση περίπου του λυγισμένου δείκτη και εκεί που ενώνονται τα δυο δάχτυλα τοποθετεί το μεταλλικό νόμισμα. Με την εκτίναξη του αντίχειρα με δύναμη προς τα πάνω, το νόμισμα τινάζεται (το στρίβει) ψηλά, ενώ ο άλλος καλείται να μαντέψει την ορατή επιφάνεια του νομίσματος, όταν αυτό θα πέσει κάτω και κερδίζει όταν το πετύχει. Πολλές φορές, ο παίχτης που στρίβει το νόμισμα, δεν το αφήνει να πέσει κάτω, αλλά το αρπάζει με τη χούφτα του στον αέρα και το φέρνει με δύναμη πάνω στη ράχη της παλάμης του άλλου χεριού του. Η αναφορά στο κορόνα, γιατί στη μια όψη του νομίσματος υπήρχε το εθνόσημο, η βασιλική κορόνα, αλλά η φρ. έμεινε και αργότερα, όταν κόπηκαν νέα νομίσματα μετά τη μεταπολίτευση και ακόμη αργότερα μετά την απόσυρση στης δραχμής και την εμφάνιση του ευρώ. Συνών. στριφτό (3)·
- κορόνα μου και καμάρι μου, έκφραση με την οποία δείχνουμε την περηφάνια μας για κάτι που είπαμε ή κάναμε ή για κάποιο απόκτημά μας: «εσύ είπες πως είμαι αλήτης; -Ναι ρε, εγώ το ’πα, και κορόνα μου και καμάρι μου που το ’πα || δικό σου είναι αυτό το κατσαριδάκι; -Δικό μου είναι και κορόνα μου και καμάρι μου»·
- παίζεται η ζωή μου ή παίζω τη ζωή μου (τη δουλειά μου, τη θέση μου, την αξιοπρέπειά μου, το κεφάλι μου κ.λπ.) κορόνα γράμματα, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω, διακινδυνεύω τη θέση εργασίας μου, την αξιοπρέπειά μου: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα κορόνα γράμματα τη ζωή του ψηλά στις σκαλωσιές || δεν μπορώ να ενεργήσω παράνομα για να σ’ εξυπηρετήσω, γιατί παίζεται κορόνα γράμματα η θέση μου». Αναφορά στο στοίχημα που βάζουν δυο άτομα και που η έκβαση του κρίνεται από το αν το νόμισμα, που στρίβει ο ένας από τους δυο και το πετάει ψηλά, θα πέσει κάτω με την ορατή επιφάνειά του να δείχνει το στέμμα, το διάδημα του ηγεμόνα ή το χαρακτηριστικό σήμα του κράτους ή του πολιτεύματος που επικρατεί και που είναι χαραγμένο σε αυτό, ή θα πέσει κάτω με την ορατή επιφάνεια να δείχνει τα γράμματα του νομίσματος·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, διακινδυνεύω, ρισκάρω μια δουλειά ή υπόθεση: «δε με πιάνει ύπνος τα βράδια, γιατί το παίζω κορόνα γράμματα με το νέο άνοιγμα που έκανα στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: κορόνα γράμματα τα παίζω όλα, για σένα γίνομαι νερό και χώμα, κορόνα γράμματα κι εγώ το κέρμα  θα το ρισκάρω ως το τέρμα)· βλ. και φρ. είναι κορόνα γράμματα·
- τα ρίχνω κορόνα γράμματα ή το ρίχνω κορόνα γράμματα, βλ. συνηθέστ. τα παίζω κορόνα γράμματα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, είμαι περήφανος, τιμώ, εκτιμώ βαθύτατα, είμαι περήφανος  για το έτερο ήμισύ μου: «η τάδε έχει τον άντρα της κορόνα στο κεφάλι της». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το χρυσή και παρατηρείται, συνήθως, χειρονομία, με την παλάμη να έρχεται και να χτυπάει δυο τρεις φορές στο κέντρο του μετώπου.

κόσμος

κόσμος, ο, ουσ. [<αρχ. κόσμος], ο κόσμος. 1. η οικουμένη, η ανθρωπότητα: «γύρισα όλο τον κόσμο». 2. κάθε οργανωμένο σύστημα ζωής και δραστηριότητας: «ο κόσμος των πιθήκων || ο κόσμος του χρηματιστηρίου». 3. πνευματική ή επαγγελματική τάξη ανθρώπων: «ο κόσμος των γραμμάτων καταδικάζει κάθε απόπειρα για λογοκρισία || ο ιατρικός κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση του έιτζ». 4. η κοινωνία: «μην περιμένεις απ’ τον κόσμο ν’ αναγνωρίσει τα καλά που του έχεις κάνει». 5. η ζωή: «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι γεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν». 6. πλήθος ανθρώπων: «στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής είχε πολύ κόσμο». 7. οι επισκέπτες, οι καλεσμένοι: «χτες ήταν η γιορτή του πατέρα μου κι είχαμε κόσμο στο σπίτι». (Ακολουθούν 149 φρ.)·
- άλλαξε ο κόσμος ή ο κόσμος άλλαξε, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μεταβλήθηκε, ιδίως προς το χειρότερο: «δεν μπορείς να έχεις σήμερα σε κανέναν εμπιστοσύνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια
- ανά τον κόσμο, από όλον τον κόσμο γενικά: «κατέγραψε τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και τα εξέδωσε σ’ ένα βιβλίο»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- άνθρωπος του κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντίκρισε τον κόσμο, γεννήθηκε: «αντίκρισε τον κόσμο μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- από καταβολής κόσμου, βλ. λ. καταβολή·
- από κτίσεως κόσμου, βλ. λ. κτίση·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τον κόσμο να σφυρίζει, μην ενδιαφέρεσαι, αδιαφόρησε για το τι λέει ο κόσμος: «εμείς θα παντρευτούμε κι ας τον κόσμο να σφυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιά θε να βρεθούμε, κούκλα μου μελαχρινή, κι ας τον κόσμο να σφυράει κι ό,τι θέλει ας πει
- ατσίγαρος κόσμος, (στη γλώσσα της αργκό) η φτωχολογιά: «μέσα στον ατσίγαρο κόσμο μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά»·
- βγαίνω στον κόσμο, α. αρχίζω να αντιμετωπίζω τη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη: «από μικρός βγήκε στον κόσμο και κατάλαβε πως η ζωή είναι ένας ατέλειωτος αγώνας». β. αρχίζω να συναναστρέφομαι τον κόσμο, αρχίζω τις συναναστροφές, αρχίζω να ζω ως κοινωνικό ον: «μόλις μεγάλωσε και βγήκε στον κόσμο, έκανε αμέσως παρέες, γιατί είναι συμπαθητικό παιδί». γ. κατ’ επέκταση, αποφυλακίζομαι: «μόλις βγήκε στον κόσμο μετά από τρία χρόνια φυλακή, έψαξε να βρει τους παλιούς του φίλους». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα, ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, είμαι πολύ πικραμένος, στενοχωρημένος, είμαι πολύ απαισιόδοξος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, βλέπει τον κόσμο μαύρο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γύρω μου·
- βούιξε ο κόσμος ή βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε έντονα: «βούιξε ο κόσμος όλος για το θάνατο του τάδε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι;»·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκεται σ’ άλλο κόσμο ή βρίσκεται σ’ άλλους κόσμους, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον κόσμο του·
- βρίσκεται στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή που βλέπουμε: «μέχρι χτες ήταν πάμφτωχος και μ’ ένα τζόκερ έγινε ζάπλουτος. -Για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο!». Πρβλ.: για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (Δημοτικό). Πολλές φορές, μετά το δε(ς) ακολουθεί το ρε·       
- για τα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- για τίποτα στον κόσμο, για κανέναν λόγο, με κανένα αντάλλαγμα: «για τίποτα στον κόσμο δεν ξαναπάω σε κείνο το μαγαζί || δε θα προδώσω το φίλο μου για τίποτα στον κόσμο»·
- γυάλινος κόσμος, ο ψεύτικος: «μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κόσμο που ζούμε είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε
- δε χάθηκε δα ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. φρ. δε χάλασε δα ο κόσμος·
- δε χάλασε δα ο κόσμος ή δε χάλασε κι ο κόσμος, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο αυτό που συνέβη, δεν πρέπει να ανησυχούμε, γιατί είναι ασήμαντο: «μια γρατζουνιά έγινε στ’ αυτοκίνητό σου, δε χάλασε κι ο κόσμος || εκατό ευρώ ξοδέψαμε, δε χάλασε δα κι ο κόσμος || μη στενοχωριέσαι για τον αναπτήρα που έχασες, δε χάλασε κι ο κόσμος»·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν είναι για κόσμο, α. έχει τόσο κακό ντύσιμο ή τόσο κακή συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο: «κάνει τόσο χαζό ντύσιμο, που δεν είναι για κόσμο || δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου, γιατί έχει τέτοιο βρομόστομα που δεν είναι για κόσμο». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, δεν είναι για κόσμο || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν είναι για κόσμο»·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο ή δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, εξαπατά συστηματικά αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται ή κοροϊδεύει συστηματικά όλους τους γνωστούς του για να τους αποσπάσει κάποιο όφελος: «μη τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια σουπιά που δουλεύει όλο τον κόσμο»· βλ. και φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο·
- έγινε η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- εδώ ο κόσμος καίγεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται, έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία, ιδίως οικονομική, μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, μεγάλο πρόβλημα, που δείχνει να το αγνοεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός έχει το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός θέλει να κάνει επέκταση στη δουλειά του»·
- εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Με τη φρ. αυτή, αξίζει να θυμηθούμε την επίσκεψη του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην Ελλάδα το 1976, κατά την οποία οι Έλληνες, θέλοντας να διακωμωδήσουν την προσπάθεια του Γάλλου προέδρου να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκάρωσαν την ακόλουθη γαλλικούρα: εντό ο κοσμός κάιγετάει κάι το μοϊνί χτενίζετάει. Συνών. η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτή το μουνί της, (ιδίως για γυναίκες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, (ιδίως για άντρες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·
- είναι στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- είναι του κόσμου, ανήκει στους κοσμικούς κύκλους, είναι κοσμοπολίτης: «ξέρει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πώς θα συμπεριφερθεί, γιατί είναι του κόσμου»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·  
- ένα κόσμο…, δηλώνει πολύ μεγάλη ποσότητα, ένα σωρό: «έδωσε ένα κόσμο λεφτά κι αγόρασε σκάρτο πράγμα || κάθε φορά δίνει ένα κόσμο υποσχέσεις πως θα διορθωθεί, αλλά πάντα στο τέλος κάνει το δικό του»·
- έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι: «ήρθα στον κόσμο μια μέρα του καλοκαιριού, από φτωχούς αλλά τίμιους γονείς || κάθε μέρα έρχονται στον κόσμο χιλιάδες παιδιά»·
- έτσι είναι ο κόσμος, βλ. συνηθέστ. έτσι είναι η ζωή, λ. ζωή·
- έφαγα τον κόσμο, α. έψαξα παντού για να βρω κάποιον ή κάτι: «έφαγα τον κόσμο να σε βρω || έφαγα τον κόσμο να βρω το μολύβι μου κι εγώ το κρατούσα στα χέρια μου». β. κατέβαλα μύριες όσες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «έφαγα τον κόσμο για να πάρω αυτή τη δουλειά»·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, ζαλίστηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, λιποθύμησα: «σηκώθηκα απότομα και για μια στιγμή έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου || μόλις δέχτηκα την πέτρα στο κεφάλι, έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου και σωριάστηκα κάτω»·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, α. έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό δεν του ’χει λείψει τίποτα κι έχει όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου). β. (για καταστήματα) έχει αφθονία υλικών αγαθών, δεν του λείπει τίποτα: «ψωνίζω πάντα απ’ το τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί έχει όλα τα καλά του κόσμου».
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «ο άνθρωπος αυτός έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτος σ’ όλες τις παρέες»·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες την αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- έχει του κόσμου…, έχει σε μεγάλη ποσότητα κάτι: «αυτός ο άνθρωπος έχει του κόσμου τα λεφτά || έχει του κόσμου τις αρετές || έχει του κόσμου τις κακίες || έχει του κόσμου τα διαμερίσματα»·
- έχω κόσμο, έχω επισκέψεις, έχω καλεσμένους: «δεν μπορείτε να μπείτε στο γραφείο του, γιατί έχει κόσμο || δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας, γιατί θα ’χω κόσμο στο σπίτι»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, α.  ζει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή  ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «επειδή σιχάθηκε τους ανθρώπους, βρήκε ένα σπιτάκι στην ερημιά και ζει μακριά απ’ τον κόσμο». β. δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στον κόσμο, στην επικοινωνία, στην επιστήμη: «αυτός έχει μείνει στην εποχή του τηλέγραφου, γιατί ζει μακριά απ’ τον κόσμο»·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, ζει χωρίς οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, είναι ολομόναχος στη ζωή: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, κλείστηκε στον εαυτό του και ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο»·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του· 
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη  πραγματικότητα, ονειροβατεί: «μην περιμένεις να καταλάβει και πολλά πράγματα απ’ αυτά που του λες, γιατί ζει στον κόσμο του». Πρβλ.: δεν άντεξε τον πόνο του κι έσβησε με τον κόσμος του, τον κλάψαν μόνο τα παιδιά, γιατί είχε παιδική καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- η ψυχή του σύμπαντος κόσμου, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, συντελέστηκαν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις: «την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την τραμπούκικη Αγγλοαμερικανική πολεμική πολιτική, υπέρ δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την πρόοδο της επιστήμης». Πρβλ.: άντε θύμα άντε ψώνιο άντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (Τραγούδι)·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. ήρθε ο κόσμος ανάποδα·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάνει του κόσμου…, κάνει σε ποσότητα κάτι, επαναλαμβάνει πάρα πολύ συχνά κάτι: «αυτός ο άνθρωπος κάνει του κόσμου τις αγαθοεργίες || κάνει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τις μαλακίες || κάνει του κόσμου τις εξυπηρετήσεις»·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση: «για ψύλλου πήδημα είναι ικανός να κάνει τον κόσμο άνω κάτω». β. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να βρω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να σε βρω || έκανα τον κόσμο άνω κάτω μέχρι να πάρω αυτή τη θέση»·
- κατά κόσμον, (για ιερωμένους ή μοναχούς) το κοσμικό όνομά του, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: «ο πατήρ Ονούφριος, κατά κόσμον Βασίλειος»·
- κοροϊδεύει τον κόσμο, προσποιείται πως ασχολείται με κάτι χωρίς να προσφέρει, χωρίς να παράγει έργο: «γυρίζει με περισπούδαστο ύφος όλη τη μέρα με μια τσάντα στο χέρι, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο, γιατί δεν κάνει τίποτα»·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, πικρή διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, αφού κάποια στιγμή πεθαίνουμε·
- κόσμος και κοσμάκης! πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που παρίσταται ιδίως σε μια συγκέντρωση, πολλοί και διάφοροι: «στην υποδοχή του αρχηγού μας μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης! || όταν ο καιρός είναι καλός, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει στην παραλία για να κάνει τη βόλτα του»·
- κόσμος και κόσμος! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης(!)·
- κόσμος και λαός! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και λαός χάντρες απ’ το κομπολόι που ’χασ’ ο Θεός)·
- κόσμος και ντουνιάς! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και ντουνιάς της ανάγκης καραβάνι και της ορφανιάς)·
- λόγια του κόσμου, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, με κατατρόμαξε: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι και μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. τον έστειλε στον άλλο κόσμο·
- με τίποτα στον κόσμο, με κανένα τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν πάω με τίποτα στον κόσμο σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύεται όλη η αλητεία της περιοχής || με τίποτα στον κόσμο δε θα προδώσω το φίλο μου»·
- μένει το μάτι του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- μικρός που είναι ο κόσμος! έκφραση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού ή χαράς στην περίπτωση που συναντάμε τυχαία κάποιον γνωστό μας σε μέρος που ούτε καν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ποτέ πως θα τον συναντούσαμε: «καθώς ανέβαινα με το τουριστικό γκρουπ τον Αμαζόνιο, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν παλιόφιλο, που είχα χρόνια να τον δω. -Μικρός που είναι ο κόσμος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε βρε ή το για δες τι ή το τι·
- να βουίξει ο κόσμος ή να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο κάτι, να το μάθει όλος ο κόσμος: «θα ξεσκεπάσω τις απατεωνιές σου, να βουίξει ο κόσμος όλος || βούιξε όλος ο κόσμος με την είδηση του χρηματισμού του τάδε υπουργού»·
- νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, επιδιώκει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, θέλει να ασχολούνται όλοι μαζί του και στενοχωριέται ή θυμώνει, όταν συμβαίνει το αντίθετο: «είναι πολύ κουραστικός άνθρωπος, γιατί νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, αναστατώνω τον κόσμο, ιδίως από τις άγριες φωνές μου ή από τον έντονο θόρυβο που προκαλώ: «ήρθε μεσημεριάτικα και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι με τις αγριοφωνάρες του»·
- ο άλλος κόσμος, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή, ο Άδης. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω, μια χάρη μόνο υστερνή μανούλα σου γυρεύω
- ο έξω κόσμος, αυτοί που ζουν ελεύθεροι στην κοινωνία σε αντιδιαστολή με κείνους που βρίσκονται στη φυλακή: «ο έξω κόσμος χαίρεται κι εγώ σαπίζω στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στης Αίγινας τα κάτεργα κλεισμένος κι από τον έξω κόσμο περιφρονημένος
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καλός κόσμος, η υψηλή κοινωνία, η αριστοκρατία: «δυστυχώς, ο καλός κόσμος δύσκολα καταλαβαίνει τα βάσανα του απλού λαού»· βλ. και φρ. όλος ο καλός ο κόσμος·
- ο κάτω κόσμος, ο Άδης σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που βρίσκεται στη ζωή (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω, να σ’ αγαπήσω πάλι
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, στην κοινωνία μας, στη ζωή μας, δε βρίσκονται όλοι στον ίδιο οικονομικό ή πνευματικό επίπεδο, άλλοι ευημερούν και άλλοι δυστυχούν: «δε βρίσκονται όλοι στην ίδια ευχάριστη θέση με σένα γιατί, ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν»· βλ. και φρ. η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, λ. ζωή·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ταραχή, μεγάλη καταστροφή: «με το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω»·
- ο κόσμος (όλος) να καεί, βλ. φρ. ο κόσμος (όλος) να χαλάσει·
- ο κόσμος (όλος) να χαλάσει, α. οτιδήποτε και να γίνει, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες ή οι δυσκολίες, εξάπαντος, οπωσδήποτε: «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα την παντρευτώ || ο κόσμος θα χαλάσει, αυτός θα κάνει πάλι αυτό που θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κι αν δεν της πάρω δυο φιλιά, ο κόσμος να χαλάσει). β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας, ιδίως για όσα κακά συμβαίνουν γύρω μας: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν του καίγεται καρφί»·
- ο κόσμος πάει κι έρχεται, κυκλοφορεί διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται, η ζωή συνεχίζεται. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι, μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι, μη σου κακοφαίνεται
- ο κόσμος της νύχτας, α. όσοι έχουν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζονται με τα κυκλώματα των κέντρων διασκεδάσεως, των μπαρ ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών: «ο κόσμος της νύχτας έχει τους δικούς του άγραφους νόμους». β. όλοι όσοι συνηθίζουν να διασκεδάζουν τη νύχτα: «ο κόσμος της νύχτας λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο, είναι κοινό μυστικό, έχει ήδη διαδοθεί παντού: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο πως χώρισε ο τάδε κι αυτός ήρθε να μου το πει για νέο»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να αποσιωπήσει κάποιο μυστικό του, που ήδη έχει ευρέως κοινολογηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- ο κόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, το τραγούδι ή άλλα καλλιτεχνικά σόου, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «στον κόσμο του θεάματος, ασχολούνται καθημερινά πολλά άτομα || στον κόσμο του θεάματος υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός»·
- ο πάνω κόσμος, ο κόσμος που βρίσκεται στη ζωή, οι ζωντανοί άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους νεκρούς, με αυτούς που βρίσκονται στον Άδη: «όλος ο πάνω κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει τα συνταρακτικά νέα». (Λαϊκό τραγούδι: τέρμα θα ρίξω εις τη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω, γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον επάνω
- ο πολύς κόσμος, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε αντιδιαστολή με τους λίγους, που είναι οι πλούσιοι: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, θα πλήξουν τον πολύ κόσμο»·
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. φρ. τα καλά όλου του κόσμου·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «ξόδευε τα λεφτά που βγάζεις, βρε ανόητε, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν τον νιώσουμε, τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί).Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή·
- όλος ο καλός ο κόσμος, α. λέγεται στην περίπτωση, που σε ένα χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα άτομα που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο για τα πλούτη τους, την κοινωνική τους ισχύ ή την πνευματική τους ανωτερότητα: «στη δεξίωση του τάδε βιομηχάνου ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος». β. λέγεται στην περίπτωση, που σε κάποιο χώρο βρίσκει κάποιος συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας του: «μπα μπα, τι βλέπω! Όλος ο καλός ο κόσμος σήμερα βρίσκεται εδώ». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν σε κάποιο χώρο δει κάποιος συγκεντρωμένα πολλά άτομα του ίδιου φυράματος: «πήγα στην τάδε χαρτοπαιχτική λέσχη κι ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος»·
- όλος ο κόσμος, όλοι: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, όλος ο κόσμος τον κατηγορεί»·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, λέγεται ειρωνικά για τις ασχήμιες και τις αδικίες του κόσμου. Αναφορά σε ποίημα του Διον. Σολωμού·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, λέγεται και κείνους που από καλή διάθεση και καλοσύνη, ενδιαφέρονται για τα προβλήματα και τις στενοχώριες των άλλων: «όπου κόσμος και Κοσμάς αυτός ο άνθρωπος και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο». Ίσως αναφορά στον Κοσμά τον Αιτωλό·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! προτρεπτική έκφραση μικροπωλητή προς τους περαστικούς να αγοράσουν από το εμπόρευμά του. Πολλές φορές, ακούγεται ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο πάρτε, πάρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτε! με παράληψη του κόσμε(!)·
- περάστε κόσμε! προτρεπτική έκφραση κράχτη που εργάζεται έξω από την είσοδο καταστήματος προς τους περαστικούς να μπουν μέσα στο κατάστημα για να αγοράσουν. Από τη συνεχιζόμενη και χωρίς διακοπή επανάληψη της φρ., φτάνει στο σημείο να ακούγεται ένα μονότονο ράστεραστεραστεραστεραστεραστε με παράληψη του κόσμε(!)· βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·  
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πήγε στον άλλον κόσμο, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε ο τάδε στον άλλο κόσμος»·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλον κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, καβγαδίζει, μαλώνει με τον καθένα, ιδίως επειδή είναι ιδιότροπος, εριστικός: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο και μας δημιουργεί προβλήματα»·
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. φρ. σηκώνω τον κόσμο στο πόδι·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση με φωνές και φασαρία, κάνω τον κόσμο να ανησυχήσει ή να διαμαρτυρηθεί: «κάθε φορά που μαλώνουν αυτά τα δυο αδέρφια, σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι»·
- στα πέρατα του κόσμου ή ως τα πέρατα του κόσμου, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- τα καλά όλου του κόσμου, όλα τα υλικά αγαθά: «είναι τόσο νοικοκύρης, που κουβαλάει στο σπίτι του τα καλά όλου του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου
- τα ύστερα του κόσμου! βλ. λ. ύστερα·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, είναι θυμωμένος με τους πάντες, όλοι του φταίνε: «δεν πήρε μια δουλειά που την είχε σίγουρη και τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο»·
- τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. φρ. μικρός που είναι ο κόσμος(!)·  
- τι σου είναι ο κόσμος! έκφραση για να δηλώσουμε την κακία του κόσμου: «μόλις χρεοκόπησε, τρελάθηκαν όλοι απ’ τη χαρά τους. -Τι σου είναι ο κόσμος!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το βρε και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτός·
- το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, βλ. λ. επάγγελμα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, α. τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «τον παραμόνεψε ένα βράδυ με το πιστόλι στο χέρι και μόλις τον είδε, με δυο σφαίρες στην καρδιά τον έστειλε στον άλλο κόσμο». β. προκάλεσε το θάνατό του: «η ηρωίνη τον έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) τον γέννησαν: «τον έφεραν στον κόσμο τρία χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους»·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκα) τον γέννησε: «τον έφερε στον κόσμο μια τίμια κι εργατική γυναίκα». (Τραγούδι: ο Γιώργος, το αλάνι, η κορμάρα γεννήθηκε στην Ξάνθη το ’50, τον έφερε στον κόσμο η Φροσάρα η αλανιάρα που έκανε, αγάπη μου, σουξέ στα πανηγύρια
- τον τρέμει ο κόσμος, τον φοβούνται πάρα πολύ: «είναι τόσο άγριος, που τον τρέμει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- του κόσμου…, δηλώνει μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «στο τάδε μαγαζί υπάρχουν του κόσμου τα εμπορεύματα || λέει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τα λάθη». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω
- τρέμε κόσμε! α. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως έπειτα από κάποια σπουδαία επιτυχία μας: «τώρα που κέρδισα στο τζόκερ, τρέμε κόσμε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που παριστάνει το σκληρό·
- τρέξε κόσμε! ή τρέχα κόσμε! βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·
- υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. συνηθέστ. υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι, λ. άνθρωπος·
- φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνω στον κόσμο, (για γυναίκες) γεννώ: «μικρή μικρή παντρεύτηκε κι έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά»·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. φρ. κάνω τον κόσμο άνω κάτω·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη·
- χάθηκε απ’ τον κόσμο, διέκοψε κάθε φιλική ή κοινωνική συναναστροφή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, απομονώθηκε κάπου: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, χάθηκε απ’ τον κόσμο || από τότε που χρεοκόπησε, χάθηκε απ’ τον κόσμο»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου·
- χάθηκε στον κόσμο του, βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις: «πήγε κι έκατσε στην άκρη της παραλίας και σε λίγο χάθηκε στον κόσμο του»·
- χαλάει κόσμο, (για θεατρικά, κινηματογραφικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει μεγάλη κοσμοσυρροή, έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί έμαθα πως χαλάει κόσμο || το καινούριο βιβλίο του τάδε συγγραφέα χαλάει κόσμο»·
- χαλάει ο κόσμος, παρατηρούνται έντονα φυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές (βροχή, αέρας, χιόνι): «απ’ το πρωί έξω χαλάει ο κόσμος»· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χάλασα τον κόσμο, βλ. φρ. έφαγα τον κόσμο·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, βλ. λ. Θεός·
- χάλασε ο κόσμος, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «στα χρόνια μας υπήρχε φιλότιμο, αλλά στη σημερινή εποχή χάλασε ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου, τη γνώμη άλλαξε και πρόσεξε λιγάκι, γιατί ο κόσμος χάλασε, τρελό μου Χριστινάκι
- χαλώ κόσμο, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, μεγάλο ενθουσιασμό: «χάλασες κόσμο πάλι χτες βράδυ στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: ο Στράτος ο τεμπέλης με το Βραχνό το Μάρκο που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο)· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χαλώ τον κόσμο, α. φωνάζω δυνατά, προξενώ μεγάλο θόρυβο, μεγάλη αναστάτωση με τις φωνές μου: «όταν γύρισε και δε σε βρήκε στο σπίτι, χάλασε τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: σε μπελά θε να με βάλεις, Ελενάκι, αν δε με πάρεις, θα μεθύσω, θα τα σπάσω και τον κόσμο θα χαλάσω).β. κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι: «χάλασα τον κόσμο για να βάλω το γιο μου στο δημόσιο και στο τέλος το πέτυχα». γ. δημιουργώ κοινωνική αναστάτωση: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, χάλασαν τον κόσμο»·
- χάνω τον κόσμο, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «κάθε Σαββατοκύριακο χάνουν τον κόσμο ένα σωρό άνθρωποι πάνω στην άσφαλτο». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω κρυφά και σκέπτομαι ότι θα πεθάνω και η αιτία θα ’σαι ’συ όπου τον κόσμο χάνω).

τιμή

τιμή, η, ουσ. [<αρχ. τιμή], η τιμή. 1. η καλή κοινωνική φήμη, η κοινωνική υπόληψη: «για μια τιμή ζούσε σ’ αυτή την κοινωνία». 2. (για γυναίκες) η αγνότητα, η παρθενία: «στα παλιά χρόνια οι γυναίκες πέθαιναν για την τιμή τους κι όχι όπως σήμερα, που τη δίνουν για έναν καφέ!». 3. (για παντρεμένες γυναίκες) η συζυγική πίστη: «πάνω απ’ όλα έχει την τιμή της». 4. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για την αγορά οποιουδήποτε πράγματος ή για κάποια υπηρεσία, η αξία, το αντίτιμο: «τι τιμή έχει αυτό το ρολόι; || τι τιμή έχει αυτό το κουστούμι;». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
- ανεβάζω την τιμή ή ανεβάζω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε υψηλότερη από την κανονική του τιμή είτε αυθαίρετα είτε σύμφωνα με το νόμο: «τον έστειλε η αγορανομία στο αυτόφωρο, γιατί ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων του χωρίς λόγο || όλοι οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του Υπουργείου Εμπορίου»·
- ανεβαίνουν οι τιμές, παρατηρείται αύξηση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών, κυρίως λόγω πληθωρισμού: «τον τελευταίο καιρό με την άνοδο του πληθωρισμού ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές»·
- αρμυρή τιμή, που είναι πολύ υψηλή, υπερβολική: «βρήκα ένα πολύ ωραίο ρολόι, αλλά έχει αρμυρή τιμή και δεν είναι για την τσέπη μου»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η τιμή του, η αξιοπρέπειά του: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και τους σκότωσε για λόγους τιμής || σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής || ο δολοφόνος επικαλέστηκε λόγους τιμής»·
- για μια τιμή ζούμε, δηλώνει πως η τιμή του ανθρώπου είναι υπεράνω όλων στη ζωή: «δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με προσβάλλει, γιατί για μια τιμή ζούμε»·
- για την τιμή των όπλων, α. για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια αυτού που χάνει, υποχωρεί ή ηττάται: «χάναμε τέσσερα μηδέν, αλλά λίγο πριν λήξει ο αγώνας βάλαμε κι εμείς ένα γκολ για την τιμή των όπλων || ό,τι κι αν μου πρότεινε, το δέχτηκα, γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά για την τιμή των όπλων έβαλα στο συμβόλαιο τον όρο να προσέρχομαι στη δουλειά μου γύρω στις δέκα || ο εχθρός ήταν πολύ πιο ισχυρός από εμάς και, πριν υποχωρήσουμε, ρίξαμε πέντε δέκα ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος συνουσιάζεται με κάποια άσχημη γυναίκα ή με γυναίκα που δεν τον προσελκύει ερωτικά, μόνο και μόνο για να μην αμφισβητηθεί ο αντρισμός του: «δεν ήταν καθόλου του γούστου μου, αλλά πήγα μαζί της μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων, για να μην έχουν να λένε»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν έχει τιμή, α. (για προϊόντα) δεν πουλιέται σε ικανοποιητική τιμή: «το λάδι φέτος δεν έχει τιμή || τα καπνά δεν έχουν τιμή». β. (για πρόσωπα) είναι άτιμος: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δεν έχει τιμή»·
- δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
- είναι ζήτημα τιμής, πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, για ηθικό θέμα: «πρέπει οπωσδήποτε να του επιστρέψω τα δανεικά, γιατί για μένα είναι ζήτημα τιμής». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ζήτημα τιμής που έσβησε η Τροία· το δείξαν οι αρχαίοι μας…κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είναι άλλη ιστορία)· βλ. και φρ. για λόγους τιμής·   
- έκλεψε την τιμή της, λέγεται για άντρα που ξεγέλασε τη γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος και την ξεπαρθένεψε: «της είχε υποσχεθεί πως θα την παντρευτεί και της έκλεψε την τιμή της»·
- έπεσαν οι τιμές, παρατηρείται πτώση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών: «λόγω της αναδουλειάς έπεσαν οι τιμές στην αγορά»·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έχασε την τιμή της, λέγεται για γυναίκα που έχασε την παρθενιά της, που ξεπαρθενεύτηκε από κάποιον άντρα: «απ’ τη μέρα που έχασε την τιμή της, πηγαίνει απ’ τον έναν άντρα στον άλλον»·
- έχω την τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «έχω την τιμή να σας προσκαλέσω στα εγκαίνια του καταστήματός μου || έχουμε την τιμή να σας προσκαλέσουμε στο γάμο των παιδιών μας»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. φρ. η τιμή της πιάτσας·
- η τιμή της πιάτσας, η τρέχουσα τιμή: «γι’ αυτό το είδος που ενδιαφέρεσαι ν’ αγοράσεις, η τιμή της πιάτσας είναι περίπου σ’ αυτά τα λεφτά που σου λέω»·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), η κοινωνική υπόληψη του ανθρώπου δεν εξαγοράζεται με κανένα τίμημα: «όσα λεφτά κι αν μου δώσεις, δεν μπορώ ν’ αθετήσω το λόγο μου, γιατί για μένα η τιμή τιμή δεν έχει»·
- η τρέχουσα τιμή, αυτή που ισχύει σήμερα: «η τρέχουσα τιμή του είδους που σ’ ενδιαφέρει, είναι περίπου εκατό χιλιάδες»·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. φρ. θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν(…)·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «θα μου κάνετε μεγάλη τιμή, αν παρευρεθείτε στα εγκαίνια του καταστήματός μου || θα μας κάνετε μεγάλη τιμή να παρευρεθείτε στο γάμο των παιδιών μας»·
- λόγος τιμής, βλ. λ. λόγος·
- λόγω τιμής, βλ. λ. λόγος·
- μα την τιμή μου! βλ. φρ. στην τιμή μου(!)·
- με βασιλικές τιμές, με πολύ επίσημες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο πρόσωπο: «οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης υποδέχτηκαν τον πρωθυπουργό με βασιλικές τιμές»·
- με τιμή ή μετά τιμής, στερεότυπη φρ. με την οποία τελειώνει κάποιος γραπτή αίτηση ή αναφορά σε προϊσταμένη αρχή, κι έχει την έννοια με εκτίμηση, με σεβασμό. Ακολουθεί η υπογραφή του αιτούντος ή του ατόμου που αναφέρει κάτι·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! έκφραση ευγένειας, όταν μας χαρίζει κάποιος κάτι ή όταν μας προσκαλεί κάπου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- οι τιμές είναι φαρμάκι, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να κατέβω στην αγορά, γιατί οι τιμές είναι φαρμάκι»·
- οι τιμές είναι φωτιά, είναι πάρα πολύ υψηλές, υπάρχει πολύ μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να σκεφτώ ν’ αγοράσω κάτι, γιατί οι τιμές είναι φωτιά»·
- όλοι έχουν την τιμή τους, απαισιόδοξη διαπίστωση πως όλοι εξαγοράζονται με τα κατάλληλα χρήματα: «απ’ τη στιγμή που όλοι έχουν την τιμή τους, δεν μπορείς πια να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν»·
- ορισμένη τιμή, που δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις, παζάρια: «δεν μπορώ να σου κάνω την παραμικρή έκπτωση, γιατί αυτό το είδος έχει ορισμένη τιμή»·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; ειρωνική έκφραση σε άτομο που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του, ενώ εμείς είμαστε εντελώς σίγουροι από προηγούμενες φορές πως δεν έχει καθόλου υπόληψη και, φυσικά, δεν το πιστεύουμε·
- προς τιμή(ν) (κάποιου), για να τιμηθεί κάποιος: «ο δήμος ενέκρινε την ανέγερση ανδριάντα προς τιμήν του τάδε αγωνιστή της δημοκρατίας»·
- προς τιμή(ν) του, επαινετική έκφραση για το λόγο ή την πράξη κάποιου: «μόνο ο τάδε, προς τιμήν του, με υπερασπίστηκε, όταν με κατηγόρησε ο διευθυντής για υποκινητή της κατάληψης του εργοστασίου»·
- ράλι τιμών, ραγδαία αύξηση των τιμών: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά, γιατί, με το ράλι τιμών που παρατηρείται συνεχώς, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις τίποτα»·
- ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε τιμή μικρότερη από την κανονική του: «για να μην του μείνει το εμπόρευμα, μια και ήταν τέλος εποχής, έριξε τις τιμές κι έγινε ανάρπαστο»·
- σε καλή τιμή, σε τιμή που συμφέρει: «αγόρασα ένα ρολόι σε καλή τιμή || πούλησα ένα οικόπεδο σε καλή τιμή»·
- σε συμβολική τιμή, (για προϊόντα) σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του: «θα σου το δώσω σε συμβολική τιμή, γιατί σε συμπάθησα»·
- σε τιμή γνωριμίας, (για προϊόντα) που πουλιέται σε χαμηλή τιμή, επειδή ο πελάτης αγοράζει για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο κατάστημα: «για να σε κάνω μόνιμο πελάτη του μαγαζιού μου, θα σου δώσω αυτό το είδος σε τιμή γνωριμίας»·
- σε τιμή εργοστασίου, (για βιομηχανικά προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε η κατασκευή του: «έχει άμεση ανάγκη από μετρητά ο άνθρωπος, γι’ αυτό πουλάει τα ψυγεία σε τιμή εργοστασίου»·
- σε τιμή ευκαιρίας, (για προϊόντα) που για διάφορους λόγους πωλείται σε τιμή πολύ κατώτερη από την κανονική του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο για την κόρη μου, γιατί το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας»·
- σε τιμή κόστους, (για προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε, χωρίς κανένα κέρδος για τον πωλητή: «όσα απόμειναν απ’ αυτά τα μπλουζάκια, τα πουλάει σε τιμή κόστους, γιατί του χρόνου αλλάζει η μόδα»·
- σε τιμή προσφοράς, (για προϊόντα) που πουλιέται σε συμφέρουσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: «κάθε μέρα το σούπερ μάρκετ έχει ένα είδος σε τιμή προσφοράς»· 
- σπάσιμο τιμών, βλ. λ. σπάσιμο·
- σπάω την τιμή ή σπάω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή από την κανονική, πουλώ με έκπτωση, κάνω εκπτώσεις: «θα πάω να ψωνίσω απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως σπάει τις τιμές»·
- στην προσκοπική μου τιμή, βλ. φρ. στο λόγο της τιμής μου·
- στην τιμή μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος για να γίνει κάποιος πιστευτός σε αυτά που λέει ή για να βεβαιώσει κάποιον πως δε θα αθετήσει κάποια υπόσχεση που του έδωσε: «στην τιμή μου, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα! || εντέλει, αν μου χρειαστούν εκείνα τα χρήματα, θα μου τα δώσεις; -Στην τιμή μου, μόλις τα χρειαστείς, θα στα δώσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. λ. λόγος·
- συμβόλαιο τιμής, βλ. λ. συμβόλαιο·
- τελευταία τιμή, η πιο χαμηλή στην οποία προσφέρεται κάποιο προϊόν: «το πήρα τελευταία τιμή εκατόν πενήντα ευρώ»·
- τελική τιμή, βλ. φρ. τελευταία τιμή·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! (για προϊόντα) που πουλιέται σε τιμή τόσο χαμηλή, που εντυπωσιάζει·
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, που είναι πολύ υψηλές, πολύ ακριβές, που είναι πολύ υψηλή, πολύ ακριβή: «με τέτοιες τιμές φωτιά που υπάρχουν στην αγορά, ο κόσμος αγοράζει μόνο τα στοιχειώδη πράγματα»·
- τιμή μου και καμάρι μου, καύχημά μου: «είναι τιμή μου και καμάρι μου που έχω φίλο τον τάδε»·
- τιμή πόρτας, η αρχική τιμή που δίνει συνήθως ένα ξενοδοχείο, που είναι κατά πολύ αυξημένη, πάνω στην οποία όμως γίνεται μια σχετική έκπτωση, για να φανεί πως η επιχείρηση κάνει εκπτώσεις στους πελάτες της: «τα εκατό ευρώ τη βραδιά είναι τιμή πόρτας, γι’ αυτό ν’ απαιτήσεις να σου κάνουν έκπτωση»·
- τιμής ένεκεν, α. έκφραση σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης η τιμής στο πρόσωπο κάποιου ή έντονης επιδοκιμασίας για τις ενέργειες κάποιου: «ο παππούς μας, κάθεται πάντοτε τιμής ένεκεν στην κεφαλή του τραπεζιού || του ’δωσα τιμής ένεκεν το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου που κυκλοφόρησε || όταν αποχωρούσε απ’ τη διεύθυνση, οι υπάλληλοι του ’καναν τιμής ένεκεν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι || ο σύλλογος του απένεμε τιμής ένεκεν μια πλακέτα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ακάματες προσπάθειές του για τη διάδοση του αθλητισμού». β. πολλές φορές, λέγεται άσχετα από την πράξη στην οποία προβαίνει κάποιος: «όση ώρα τον περίμενα, ήπια τιμής ένεκεν δυο ουισκάκια»·
- το γκολ της τιμής, βλ. λ. γκολ·
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, α. είναι παρθένα και δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο της, για να δώσει τη χαρά του ξεπαρθενέματός της στο μελλοντικό σύζυγό της: «μαζί της έχεις μόνο μερικά φιλιά και κάτι χαδάκια κι αυτό είναι όλο, γιατί το άλλο το κρατάει για την τιμή του αντρού της». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε γυναίκα που δε δέχεται να της επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη· βλ. και φρ. από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, λ. πίσω·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν περιποιούνται υπερβολικά κάποιον: «του ’καναν βασιλικές τιμές οι φίλοι του, όταν βγήκε απ’ τη φυλακή»· βλ. και φρ. με βασιλικές τιμές·
- του στραπατσάρισε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- του τσαλάκωσε την τιμή, του συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά,τον καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του τσαλάκωσε την τιμή»·
- του τσαλαπάτησε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- τσιμπάνε οι τιμές, βλ. λ. τσούζουν οι τιμές·
- τσιμπημένη τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- τσούζουν οι τιμές, οι τιμές των προϊόντων στην αγορά είναι αρκετά υψηλές: «τον τελευταίο καιρό δεν αγοράζω τίποτα, γιατί παντού τσούζουν οι τιμές»·
- τσουχτερή τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- υψώνω την τιμή ή υψώνω τις τιμές, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω την τιμή·
- φανταστικές τιμές ή φανταστική τιμή, που είναι πολύ χαμηλές, που είναι πολύ χαμηλή: «τον τελευταίο μήνα στην αγορά υπάρχουν γενικά φανταστικές τιμές || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε φανταστική τιμή»·
- φαρμακερές τιμές ή φαρμακερή τιμή, βλ. φρ. οι τιμές είναι φαρμάκι·
- φιλική τιμή, πολύ χαμηλή τιμή, ιδίως για φίλους: «αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο από κάποιον, που μου το ’δωσε σε φιλική τιμή»·
- φόρος τιμής, βλ. λ. φόρος·
- χρέος τιμής, βλ. λ. χρέος·
- χτυπώ την τιμή, ανάλογα με τη στιγμή, πλειοδοτώ ή μειοδοτώ σε κάποια δημοπρασία ή σε κάποια ανάληψη εργασίας: «περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει την τιμή».