Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
κάμαρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάμαρα, η κ. κάμαρη, η, ουσ. [<μσν. κάμαρα, κάμαρη <λατιν. camera, camara <ελλ. καμάρα (= θολωτή στέγη)], το δωμάτιο: «κοιμόταν μονάχος του μέσα στην κάμαρα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι και σε δει η νοικοκυρά μου και ρωτήσει τι θες στην κάμαρά μου, πες της καθαρά πως είσαι η κυρά μου). Υποκορ. καμαράκι, το κ. καμαρίτσα κ. καμαρούλα, η (βλ. λ.).

καμάρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καμάρα, η, ουσ. [<αρχ. καμάρα], η αψίδα: «η Καμάρα της Θεσσαλονίκης»·
- δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα ή δεν μπορεί να περάσει ούτε (κάτω) από καμάρα, είναι πολύ μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από καμάρα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του, έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, λ. πόρτα.