Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καλώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλώ κ. καλάω, ρ. [<αρχ. καλῶ], καλώ. 1. φωνάζω κάποιον με το όνομά του ή με την ιδιότητά του να έρθει προς το μέρος μου: «μόλις είδε τον τροχονόμο τον κάλεσε για να τον ρωτήσει για κάποια διεύθυνση». (Λαϊκό τραγούδι: κι η νοσοκόμα μόλις ακούει το παλικάρι να την καλεί, τρέχει κοντά του, το αγκαλιάζει, και, σα μανούλα του, του δένει την πληγή). 2.προσκαλώ σε γιορτή, σε δεξίωση ή σε γάμο: «στο γάμο της κόρης του κάλεσε όλη την αφρόκρεμα της πόλης». 3. διατάζω, απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι ή να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο: «μας κάλεσαν απ’ την πολυκατοικία να μην ξανακάνουμε φασαρία». 4. προκαλώ, φωνάζω: «τον κάλεσε σε μονομαχία || κάλεσέ τον να ’ρθει». 5. διατάζω, προσκαλώ ως ανώτερη αρχή να προσέλθουν στις τάξεις του στρατού ορισμένες κλάσεις για να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία: «κάλεσαν τους έφεδρους για στρατιωτικές ασκήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της, εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της
- κάλεσαν την ηλικία μου, βλ. λ. ηλικία·
- κάλεσαν την κλάση μου, βλ. λ. κλάση·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. λ. γάμος·
- καλώ βοήθεια, βλ. λ. βοήθεια·
- καλώ στο τηλέφωνο (κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- καλώ το ασανσέρ, βλ. λ. ασανσέρ·
- καλώ υπό τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- το καλεί… να, το απαιτεί, είναι ανάγκη να…: «το καλεί η περίσταση να βοηθήσουμε τον κοινό μας φίλο || το καλεί το καθήκον προς την πατρίδα να υπερασπίσουμε τα άγια χώματά της».

βοήθεια

βοήθεια, η, ουσ. [<αρχ. βοήθεια], η βοήθεια. 1. το παιδικό παιχνίδι αγιούτο (βλ. λ.). 2. ως επιφών. βοήθεια! απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια κάποιου που βρίσκεται σε κίνδυνο. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- βοήθειά μας! α. ευχετική επίκληση για τη βοήθεια κάποιου αγίου, που μόλις αναφερθήκαμε στο όνομά του: «ο άγιος Δημήτριος, βοήθειά μας, είναι ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης». β. ευχετική έκφραση, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, που παρακολούθησαν, και έχει την έννοια να μας βοηθάει ο Θεός, ο Χριστός, η Παναγία· βλ. και φρ. βοήθειά σου(!)·
- βοήθειά σου! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει πως πηγαίνει να κοινωνήσει ή που κοινώνησε. Είναι και φορές που του το εύχεται ο παπάς αμέσως μετά την κοινωνία του. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που αναφέρεται σε κάτι, και που μπορεί να έχει κάποιο πονηρό υπονοούμενο: «αγόρασα κάτι αγγούρια να! -Βοήθειά σου!». γ. ειρωνική έκφραση, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μπορεί να έχει και κάποιο πονηρό υπονοούμενο και που προλαβαίνουμε να την πούμε, πριν την καταλογίσει ο συνομιλητής μας σε βάρος μας: «αγόρασα κάτι αγγούρια, βοήθειά σου, που ήταν ολόφρεσκα». Στην προκειμένη περίπτωση, το υπονοούμενο είναι το πέος, που παραλληλίζεται με το αγγούρι· βλ. και φρ. βοήθειά μας(!)·
- δίνω χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- η εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- καλώ «βοήθεια», φωνάζω «βοήθεια!»: «όπως έβαφε παραπάτησε και κρεμάστηκε έξω απ’ το μπαλκόνι του και καλούσε «βοήθεια» για να ’ρθουν να τον τραβήξουν επάνω»·
- καλώ σε βοήθεια, φωνάζω κάποιον ή κάποιους για να με βοηθήσουν σε κάτι: «είχε να κάνει μια μετακόμιση και κάλεσε σε βοήθεια τους φίλους του»·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, βλ. λ. Θεός·
- Σταθμός Πρώτων Βοηθειών, βλ. φρ. το Πρώτων Βοηθειών·
- το Πρώτων Βοηθειών, ιατρικό κέντρο, όπου παρέχεται άμεσα η στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη σε τραυματίες ή σε άλλα επείγοντα περιστατικά: «στο Πρώτων Βοηθειών, έχουν σωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι»·
- τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών, τον έδειρε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να ζητήσει ιατρική συνδρομή: «ήταν τόσο νευριασμένος που, όταν τον άρπαξε στα χέρια του, τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών»·
- τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών, χτύπησε πολύ, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να καλέσει το Πρώτων Βοηθειών: «τον χτύπησε άσχημα ένα αυτοκίνητο και τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών».

κλάση

κλάση, η, ουσ. [<λατιν. classis], η κλάση. 1. (στη στρατολογία) η ομάδα των πολιτών που στρατεύονται ή πρόκειται να στρατευθούν την ίδια χρονική στιγμή: «κάλεσαν την κλάση μας να υπηρετήσει || με τον τάδε ήμασταν ίδια κλάση». 2. ομάδα ανθρώπων, συνήθως φιλική, που είναι της ίδιας ηλικίας: «απ’ ό,τι βλέπω θα πρέπει να είμαστε της ίδιας κλάσης». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισε ο Χάρος να καλεί τώρα την κλάση μου, χτες βράδυ χάσαμε το φίλο μας τον Τάσο. Ήρθ’ ο καιρός να επιστρέψω για τη βάση μου κι απ’ τον αγώνα της ζωής να ξαποστάσω   
- δεν είναι της κλάσης μου, είναι κατώτερος από μένα: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της κλάσης μου»·
- κάλεσαν την κλάση μου, η αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία με κάλεσε μαζί με τους συνομήλικούς μου να καταταγώ στο στρατό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «τον προηγούμενο μήνα κάλεσαν την κλάση μου και στο τέλος του μηνός θα πάω να παρουσιαστώ στην Τρίπολη». Συνών. κάλεσαν την ηλικία μου·
- κλάσεις ανώτερο(ς), (γενικά) κατά πολύ ανώτερο(ς) συγκριτικά με κάποιο(ν) άλλο(ν): «ο τάδε είναι κλάσεις ανώτερος απ’ το φίλο σου || τ’ αυτοκίνητό μου είναι κλάσεις ανώτερο απ’ το δικό σου»·
- πήραν την κλάση μου, βλ. φρ. κάλεσαν την κλάση μου.

όπλο

όπλο, το,ουσ. [<αρχ. ὅπλον (= εργαλείο)], το όπλο. 1. στρατιωτικό τμήμα με ιδιαίτερη διοίκηση, οπλισμό και προορισμό καθώς και με ιδιαίτερη στολή, το πεζικό, το ναυτικό και η αεροπορία: «σε ποιο όπλο υπηρέτησες;». 2. (γενικά) εφόδιο, επιχείρημα ή μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχει πάρει το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού κι αυτό είναι ένα καλό όπλο για να κερδίσει τη ζωή του || η απεργία είναι ένα ισχυρό όπλο των εργαζομένων || ο εκβιασμός είναι ένα όπλο στα χέρια των ανθρώπων της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχεις όπλα ισχυρά για να με πολεμήσεις. Κάτσε καλά να σε χαρώ κι άσε τον άντρα π’ αγαπώ, μην του ξανακολλήσεις). 3. στον πλ. τα όπλα, γενικά ο στρατός: «η νίκη δαφνοστόλισε τα ελληνικά όπλα». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- αδειάζω τ’ όπλο, α. αφαιρώ τις σφαίρες από το όπλο: «πάντα όταν το καθαρίζω, αδειάζω τ’ όπλο». β. πυροβολώ απανωτά μέχρι να εξαντληθούν όλες οι σφαίρες: «μόλις τον είδε άδειασε τ’ όπλο απάνω του και τον ξάπλωσε νεκρό»·
- γεμίζω τ’ όπλο, του βάζω σφαίρες: «ο αβ (βλ. λ.) διέταξε τους στρατιώτες να γεμίσουν τα όπλα»·
- για την τιμή των όπλων, βλ. λ. τιμή·
- δίνω όπλα (σε κάποιον), δίνω επιχειρήματα σε κάποιον που μπορεί να στρέψει εναντίον μου: «εν αγνοία σου έδωσες όπλα στον ανταγωνιστή σου και σου ’φαγε τη δουλειά»·
- δίνω όπλα, (για λαούς, φυλές, ομάδες)τους εξοπλίζω: «ποιο κράτος έδωσε όπλα στους αντιφρονούντες να εξεγερθούν κατά της κυβέρνησης;»·
- εφ’ όπλου λόγχη, λ. λόγχη·
- έχω τα όπλα, έχω τα απαραίτητα εφόδια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχεις τα όπλα για να στήσεις όλη αυτή τη δουλειά που μου λες;»·
- έχω υπό τα όπλα, διαθέτω ετοιμοπόλεμη στρατιωτική δύναμη: «η πατρίδα έχει υπό τα όπλα ικανό αριθμό στρατιωτών»·
- καλούμαι υπό τα όπλα, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης: «πριν από ένα μήνα κλήθηκε υπό τα όπλα»·
- καλώ υπό τα όπλα, καλώ κάποιον να υπηρετήσει ως στρατιώτης: «το επιτελείο κάλεσε υπό τα όπλα την τελευταία ηλικία»·
- καταθέτω τα όπλα, α. παραιτούμαι από κάποιον αγώνα, από κάποια διαμάχη, από κάποια δυναμική αναμέτρηση: «ο άλλος είχε πάρει για την υπόθεση δέκα δικηγόρους κι έτσι αναγκάστηκα να καταθέσω τα όπλα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα την έχανα τη δίκη». β. ομολογώ την αδυναμία μου σε κάτι, παραδέχομαι την ήττα μου, συνθηκολογώ: «ο εχθρός κατέθεσε τα όπλα»·
- καταφεύγω στα όπλα, (για λαούς, φυλές ή ομάδες) επιλέγω τον ένοπλο αγώνα για να βρω το δίκιο μου ή για να λύσω τις διαφορές μου με κάποιον αντίπαλο ή εχθρό μου: «μετά το ναυάγιο των συνομιλιών, οι δυο λαοί κατέφυγαν στα όπλα»·
- κρυφά όπλα, λέγεται για άντρα ή γυναίκα που χρησιμοποιεί το σώμα του ή τη σεξουαλική του δραστηριότητα για να αναδειχθεί: «μην ψάχνεις τώρα τι έχει σπουδάσει και την έχουν σ’ αυτή τη θέση, γιατί, αν την παρατηρήσεις καλά, θα δεις ότι διαθέτει κρυφά όπλα»·
- με τα όπλα, με τη χρήση όπλων: «ο λαός έδιωξε με τα όπλα τους τύραννους»·
- με τι όπλα; με τι εφόδια, με τι προσόντα (ενν. επιχειρείς να πραγματοποιήσεις κάτι;): «όλ’ αυτά που μου λες είναι όμορφα κι ωραία, αλλά δε μου ’πες ακόμα με τι όπλα θα τα καταφέρεις;»·
- μίλησαν τα όπλα, οι διαφορές δυο ανθρώπων ή δυο ομάδων ανθρώπων (μετά το ναυάγιο των πιθανών συνομιλιών) ξεκαθαρίστηκαν με τη χρήση όπλων: «όταν η μια συμμορία θέλησε να μπει στα χωράφια της άλλης μίλησαν τα όπλα || όταν τα δυο στρατόπεδα δε βρήκαν λύση στο πρόβλημά τους, μίλησαν τα όπλα»·
- μυστικά όπλα, βλ. φρ. κρυφά όπλα·
- όπλα παλάσκες και…, α. δηλώνει άμεση ενέργεια: «μόλις πάρω την προκαταβολή που συμφωνήσαμε, όπλα παλάσκες κι αρχίζω τη δουλειά || μόλις παίρνει το μισθό του, όπλα παλάσκες και κατευθείαν στο καζίνο». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον ή κάποιους να ετοιμάζονται για αναχώρηση: «άιντε, παιδιά, επειδή πέρασε η ώρα, όπλα παλάσκες και να του δίνουμε». Από τη στρατιωτική φρασεολογία, όπλα παλάσκες και στη γραμμή·
- παίρνω τα όπλα, α. (για λαούς, φυλές ή ομάδες) επαναστατώ: «το 1821 όλοι οι Έλληνες πήραν τα όπλα κατά των Τούρκων». β. (για πρόσωπα) αντιδρώ βίαια: «μην προσπαθήσεις να τον συμβουλέψεις, γιατί, μόλις του πεις καμιά κουβέντα παραπάνω, παίρνει αμέσως τα όπλα»·
- παραδίνω τα όπλα, βλ. φρ. καταθέτω τα όπλα·
- παρουσιάζω όπλα, (για στρατιωτικό άγημα) αποδίδω σε στρατιωτικό, πολιτικό ή θρησκευτικό πρόσωπο τιμές σε στάση προσοχής κρατώντας το όπλο μου κατακόρυφο με την κάννη του λίγο πιο ψηλά από το ύψος των ματιών μου: «όση ώρα ο διοικητής επιθεωρούσε το άγημα, παρουσιάζαμε όπλα || μόλις ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατέβηκε απ’ τ’ αεροπλάνο, το άγημα παρουσίασε όπλα»·
- πετώ τα όπλα, βλ. φρ. ρίχνω τα όπλα·
- ρίχνω τα όπλα, α. τρέπομαι σε φυγή κατά τη μάχη: «οι εχθροί έριξαν τα όπλα κι όπου φύγει φύγει». β. (γενικά) εγκαταλείπω έναν αγώνα, παραδέχομαι την ήττα μου: «απ’ τη στιγμή που αντιλήφθηκα πως δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί του, έριξα τα όπλα, γιατί δεν είμαι κορόιδο να φάω τζάμπα ξύλο»·
- στα όπλα! α. παράγγελμα συναγερμού στρατιωτών από το φρουρό. β.  προτροπή για ένοπλο ξεσηκωμό: «άντε, ρε παιδιά, στα όπλα για να διώξουμε τον κατακτητή». (Στρατιωτικό εμβατήριο: σάλπιγξ κράζει, στα όπλα φωνάζει, παιδιά σηκωθείτε για την ελευθεριά
- στα όπλα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «αρκετά ξεκουραστήκατε, άιντε τώρα μπρος, στα όπλα». Συνών. στα πράματα·
- τον πήραν στα νέα όπλα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- τον πολεμώ με τα ίδια όπλα, τον πολεμώ, τον συναγωνίζομαι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο με πολεμά ή με συναγωνίζεται. Συνήθως η φρ. αναφέρεται σε όχι θεμιτά μέσα: «αφού με πολεμάει με συκοφαντίες και με ψευτιές, θα τον πολεμήσω κι εγώ με τα ίδια όπλα»·
- τον πολεμώ με τα ίδια του τα όπλα, στρέφω την εναντίον μου πολεμική του εναντίον του: «έκανα υπομονή κι ανέχτηκα κάθε είδους αισχρή επίθεση από μέρους του, αλλά, απ’ τη στιγμή που όλοι κατάλαβαν ποιος έχει επιτέλους δίκιο, έφτασε η ώρα να τον πολεμήσω με τα ίδια του τα όπλα»·
- του δίνω όπλα, του δίνω επιχειρήματα για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον μου: «δε φταίει αυτός, εγώ φταίω που του ’δωσα όπλα να μου φάει τη δουλειά».