Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καλοσύνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καλοσύνη, η, ουσ. [<μσν. καλωσύνη], η καλοσύνη. 1. (για καιρό) που είναι αίθριος, καλός: «πρέπει να μαζευτούμε νωρίς στο σπίτι, γιατί αλλάζει ο καιρός και δεν ξέρω για πόσο θα κρατήσει αυτή η καλοσύνη». 2α. στον πλ. οι καλοσύνες, οι ευεργεσίες, οι αγαθοεργίες, οι καλές πράξεις: «έχει αρκετά λεφτά κι όπου μπορεί, κάνει καλοσύνες». β. τα προτερήματα, τα χαρίσματα κάποιου: «αυτό το παιδί είναι όλο καλοσύνες!». γ. (ειρωνικά) υποκριτικές εκδηλώσεις ευγένειας: «είναι απότομος άνθρωπος, αλλά, όταν βρίσκονται μπροστά οι γονείς του, είναι όλο καλοσύνες»·
- αν έχετε την καλοσύνη, βλ. φρ. έχετε την καλοσύνη να(…)·
- απ’ τις καλοσύνες, ειρωνική απάντηση ή απάντηση με κάποια δόση πικρίας στην ερώτηση κάποιου γιατί είσαι έτσι; (ενν. σε τέτοια άσχημη ψυχολογική ή σωματική κατάσταση), και έχει την έννοια ότι τίποτα δεν έρχεται καλά, ευνοϊκά στη ζωή μας·
- έχετε την καλοσύνη να… ή θα είχατε την καλοσύνη να… ή θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να…, έκφραση με την οποία παρακαλούμε κάποιον ευγενικά για κάτι: «με συγχωρείτε, έχετε την καλοσύνη να μου πείτε προς τα πού πέφτει η τάδε οδός; || θα είχατε την καλοσύνη να κρατήσετε για λίγο την τσάντα μου; || θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με βοηθήσετε να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι την στάση;»·
- η μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη, βλ. λ. μπουνταλοσύνη· 
- καλοσύνη σου! (του! της! σας! τους! των!), α. έκφραση με την οποία εκφράζουμε ευγενικά σε κάποιον τις ευχαριστίες μας για τη βοήθεια που μας πρόσφερε: «καλοσύνη σας που μου κρατήσατε για λίγο την τσάντα μου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση αντί του ευχαριστώ: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Καλοσύνη σου που ήρθες να με δεις!»·
- κάνω καλοσύνες, προβαίνω σε διάφορες ευεργεσίες, αγαθοεργίες: «όταν βλέπω πως μου περισσεύουν μερικά λεφτά, δεν ξεχνώ να κάνω διάφορες καλοσύνες».

ευχαριστώ

ευχαριστώ, ρ. [<μτγν. εὐχαριστῶ], ευχαριστώ· τυπική έκφραση ευγένειας. Πρβλ.: ίπι ίπι -άσαμε, τι καλά περάσαμε, ίπι ίπι -ούμε, σας ευχαριστούμε, που τραγουδούσαν οι μαθητές μετά το τέλος της εκδρομής τους ευχαριστώντας τους καθηγητές τους· βλ. και λ. φχαριστώ·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, βλ. λ. αυτός·
- για το ευχαριστώ, λέγεται για ενέργεια αχάριστου ανθρώπου, με την έννοια αντί για ευχαριστώ: «σ’ έχω βοηθήσει άπειρες φορές και για το ευχαριστώ, πήγες και με κατηγόρησες στο διευθυντή μου». (Λαϊκό τραγούδι: στάθηκα βράχος δίπλα σου και όλα στα ’χω δώσει κι εσύ για το ευχαριστώ μ’ έχεις σκληρά πληγώσει)· βλ. και φρ. αυτό είναι το ευχαριστώ, λ. αυτός·
- ευχαριστώ, δε θα πάρω! ή ευχαριστώ, είμαι φαγωμένος! ή ευχαριστώ, έχω ήδη φάει!  ειρωνική άρνηση, σε περίπτωση που μας ζητάει κάποιος κάτι και ταυτόχρονα να υποδηλώσουμε την αχαριστία του, από παλιότερες περιπτώσεις που τον βοηθήσαμε: «θα μου δώσεις πάλι εκατό χιλιάρικα δανεικά; -Ευχαριστώ, δε θα πάρω! || θα μου δανείσεις για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το δικό μου είναι χαλασμένο; -Ευχαριστώ, έχω ήδη φάει!»·
- μ’ ευχαρίστησες! ή μας ευχαρίστησες! έκφραση απογοήτευσης που απευθύνεται σε κάποιον που, ενώ περιμέναμε να μας φέρει κάποια καλή είδηση ή να μας πει κάποιο καλό νέο, μας είπε το χειρότερο: «ο διευθυντής μου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια. -Μας ευχαρίστησες! || απ’ ό,τι έμαθα, δε θα πάρουμε αύξηση. -Μ’ ευχαρίστησες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- όχι ευχαριστώ, βλ. λ. όχι.

μπουνταλοσύνη

μπουνταλοσύνη, η, ουσ. [<μπουνταλάς + κατάλ. -οσύνη], η ιδιότητα του μπουνταλά, η ανοησία, η κουταμάρα: «άσε τις μπουνταλοσύνες και σκέψου καλά πριν αποφασίσεις κάτι για τη δουλειά»·
- η μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη, αυτός που κάνει καλοσύνες παραβλέποντας το προσωπικό του όφελος ή συμφέρον, είναι μπουνταλάς: «είπαμε, ρε παιδάκι μου να βοηθάς τους συνανθρώπους σου αλλά, μην ξεχνάς πως, η μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη».