Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κακούργος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κακούργος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. κακοῦργος], κακούργος. 1. που είναι σκληρός, ανάλγητος, που δε λογαριάζει, που δεν υπολογίζει τίποτα, που δεν έχει ηθικές αναστολές, που έχει έλλειψη ανθρωπιάς: «αυτός ο κακούργος για τον αδερφό του δεν ενδιαφέρεται για σένα θα ενδιαφερθεί!». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, κακούργα,πόσο με πληγώνεις, με τα σκέρτσα σου πώς με σκλαβώνεις, μ’ έκανες και σαν τρελός γυρίζω, την καρδιά μου πια δεν την ορίζω).2. απευθύνεται και με χαϊδευτική διάθεση σε φιλικό άτομο: «έλα εδώ, ρε κακούργε, πόσον καιρό έχω να σε δω; || πώς τα κατάφερες, ρε κακούργε, και τούμπαρες πάλι το διευθυντή σου για να σου δώσει άδεια;»·
- κακούργα κοινωνία! (κενωνία), βλ. λ. κοινωνία.

κοινωνία

κοινωνία, η, ουσ. [<αρχ. κοινωνία], η κοινωνία. 1. σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν σε ένα τόπο και δημιουργούν έναν τρόπο ζωής και σκέψης, οι θεσμοί που διέπουν την καθημερινή δραστηριότητα και αντίληψη ενός λαού ή ενός συγκεκριμένου πληθυσμού: «όλη η κοινωνία τον καταδίκασε για τις πράξεις του || η κρητική κοινωνία έχει δικούς της νόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα και σε κατηγορώ). 2. (γενικά) ο κόσμος. (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσια θα στο πω, δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία). 3. ο εκτός φυλακής κόσμος: «μόλις βγω πάλι στην κοινωνία, θα γίνω άλλος άνθρωπος». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- ανεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- απόβλητο της κοινωνίας, βλ. λ. απόβλητο·
- απόβρασμα της κοινωνίας, βλ. λ. απόβρασμα·
- βγαίνω στην κοινωνία, α. αρχίζω τη βιοπάλη για να κερδίσω τη ζωή μου: «μικρός μικρός βγήκε στην κοινωνία για να κερδίσει το ψωμί του». β. αποφυλακίζομαι: «κοίταξε να βάλεις μυαλό, τώρα που βγαίνεις πάλι στην κοινωνία»·
- γαμώ την κοινωνία μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ την κοινωνία μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την κοινωνία σου! ή σου γαμώ την κοινωνία! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί, γαμώ την κοινωνία σου, δεν απαντάς όταν σε φωνάζω! || σου γαμώ την κοινωνία αν δεν απαντήσεις άλλη φορά όταν σε φωνάζω!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, βλ. λ. μούτρο·
- δουλεύει όλη την κοινωνία, βλ. φρ. δουλεύει όλο τον κόσμο, λ. κόσμος·
- έγινε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), βλ. λ. γάμος·
- έχω πρόσωπο στην κοινωνία, βλ. λ. πρόσωπο·
- η Αγία Κοινωνία, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η Θεία Κοινωνία, η μετάληψη των πιστών μετά από νηστεία και εξομολόγηση: «κάθε χρόνο τις μέρες πριν απ’ το Πάσχα νηστεύω κι έπειτα λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία»·  
- η Θεία Μετάληψη, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η καλή κοινωνία, α. η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία: «όταν δίνει δεξίωση ο τάδε, μαζεύει την καλή κοινωνία της πόλης μας». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για το σύνολο των παράνομων μιας περιοχής ή ενός τόπου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το όλη·
- η υψηλή κοινωνία, βλ. φρ. η καλή κοινωνία·
- κακούργα κοινωνία!(κενωνία!), έκφραση που χαρακτηρίζει αρνητικά ή περιφρονητικά την κοινωνία, ή άποψη μεταξύ αστείου και σοβαρού πως για όλα τα δεινά του ανθρώπου φταίει το κοινωνικό σύνολο. (Λαϊκό τραγούδι: μα ούτε μάτια εδάκρυσαν ούτε καρδιές εράγισαν, άραγε ποιος να ’ναι αιτία, αχ κακούργα κοινωνία
- καλή κοινωνία! α. ευχή δεσμοφύλακα σε αποφυλακιζόμενο, να ζήσει τίμια ζωή. β. ευχή σε άτομο που πάει να μεταλάβει·
- κατακάθι της κοινωνίας, βλ. λ. κατακάθι·
- κατεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- κλειστή κοινωνία, που δέχεται πολύ δύσκολα νέα μέλη στους κόλπους της: «οι μικρές πόλεις, προπολεμικά, είχαν κλειστές κοινωνίες και δεν μπορούσε κανείς να μπει εύκολα σ’ αυτές»·
- κοροϊδεύει την κοινωνία, βλ. φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο, λ. κόσμος·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- του γαμώ την κοινωνία, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον βρήκε έξω απ’ το καφενείο και του γάμησε την κοινωνία μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον κάλεσε ο διευθυντής του στο γραφείο και του γάμησε την κοινωνία || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την κοινωνία». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.