Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καθυστέρηση
καθυστέρηση,
η, ουσ.
[<καθυστερώ], η καθυστέρηση·
- έχω
καθυστέρηση, (για
γυναίκες) δε μου ήρθαν ακόμη τα έμμηνά μου, η περίοδος μου, τα ρούχα μου,
πιθανόν να είμαι έγκυος: «έχω μια βδομάδα καθυστέρηση».
καθυστέρηση,
η, ουσ.
[<καθυστερώ], η καθυστέρηση·
- έχω
καθυστέρηση, (για
γυναίκες) δε μου ήρθαν ακόμη τα έμμηνά μου, η περίοδος μου, τα ρούχα μου,
πιθανόν να είμαι έγκυος: «έχω μια βδομάδα καθυστέρηση».