Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καθημερινός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καθημερινός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. καθημερινός <καθ’ ἡμέρα], καθημερινός. 1. που είναι κοινός, τυχαίος, συνηθισμένος: «δεν είναι καθημερινός άνθρωπος, για να του φέρεσαι με τον τρόπο που του φέρεσαι». 2. το θηλ. ως ουσ. η καθημερινή, η εργάσιμη μέρα: «αν γίνει η συνάντηση καθημερινή, δε θα μπορέσω να ’ρθω, γιατί δουλεύω μέχρι αργά». 3. το ουδ. ως ουσ. το καθημερινό, η τροφή ή τα χρήματα που απαιτούνται για την ημερήσια συντήρηση του ανθρώπου: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ αγωνίζεται για το καθημερινό του». 4α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καθημερινά, τα ρούχα που φοράμε κάθε μέρα, τα όχι επίσημα ρούχα: «έλα με τα καθημερινά σου, γιατί δε θα είναι και καμιά επίσημη συνάντηση». β. τα συνηθισμένα συμβάντα που τυχαίνουν στον άνθρωπο: «αυτά τα καθημερινά, χωρίς κάτι καινούριο στη ζωή μου, μ’ έχουν τσακίσει». Επίρρ. καθημερινά κ. καθημερινώς, κάθε μέρα: «έρχεται καθημερινά και τα λέμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αυτό δεν τους το δίνουμε καθημερινά, τι κρίμα, γέροι, γυναίκες και παιδιά πεθαίνουν απ’ την πείνα // καθημερνώς μου το ’λεγες πιστά πως μ’ αγαπούσες, τα βράδια και τις Κυριακές με άλλονε γλεντούσες). Ακούγεται και καθημερνός, -ή, -ό. Επίρρ. καθημερνά·  
- βγάζω το καθημερινό, βλ. φρ. βγαίνει το καθημερινό·
- βγαίνει το καθημερινό, κερδίζω τα χρήματα που απαιτούνται κάθε μέρα για τη συντήρησή μου: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί βγαίνει το καθημερινό». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- τρέχω για το καθημερινό, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «δεν είμαι για πολλά έξοδα, γιατί εγώ τρέχω για το καθημερινό». Για συνών. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι.

καρβέλι

καρβέλι, το, ουσ. [<μσν. γαρβέλιν <ίσως ιταλ. caravella ή σλαβ. karvalj <korvalj], το καρβέλι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζω το καρβέλι, βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι·
- βγαίνει το καρβέλι, εξοικονομώ τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «με την αναδουλειά που πλάκωσε τον τελευταίο καιρό, μόλις που βγαίνει το καρβέλι». Συνών. βγαίνει η κουραμάνα / βγαίνει η μαμαλίγκα / βγαίνει η μαρμίτα / βγαίνει η φασουλάδα / βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος / βγαίνει ο επιούσιος / βγαίνει ο τραχανάς / βγαίνει το καθημερινό / βγαίνει το ξεροκόμματο / βγαίνει το ψωμί / βγαίνει το ψωμοτύρι / βγαίνουν τα ραφτικά / βγαίνουν τα ψαλτικά·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. συνηθέστ. για ένα κομμάτι ψωμί, λ. κομμάτι·
- δουλεύει για το καρβέλι, δουλεύει για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του: «κάποτε είχε μεγάλα όνειρα στη ζωή του, αλλά κατάντησε να δουλεύει για το καρβέλι». (Λαϊκό τραγούδι: η συνοικία μου δεν είναι πλούσια· δουλεύει ο κόσμος της για το καρβέλι κι όταν έρχονται τα κυριακάτικα τα μεροκάματα γλεντάνε όπου θέλει)·   
- είναι λίγα τα καρβέλια του ή λίγα είναι τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. φρ. έχω να φάω ακόμα ψωμιά, λ. ψωμί·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνει ο επιστήμονας που ονειρεύεται». Συνών. θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να(…)·
- ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «ε ρε, και να μπορούσα ν’ αγόραζα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο! -Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
- σώθηκαν τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, α. (για πρόσωπα) βρίσκεται στα τελευταία της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατο: «τα ’φαγε τα καρβέλια του ο παππούς μας κι όπου να ’ναι παραδίνει». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται στα τελευταία της λειτουργίας του, λόγω της πολυχρησίας που του έγινε: «σκέφτομαι ν’ αλλάξω αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω τα ’φαγε τα καρβέλια του»·
- τρέχω για το καρβέλι, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «άλλοι μπορούν να κάνουν έξοδα, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω, γιατί τρέχω για το καρβέλι». Συνών. τρέχω για τη μαμαλίγκα / τρέχω για τη μαρμίτα / τρέχω για τη φασουλάδα / τρέχω για την κουραμάνα / τρέχω για το καθημερινό / τρέχω για το ξεροκόμματο / τρέχω για το ψωμί / τρέχω για το ψωμοτύρι / τρέχω για τον άρτον τον επιούσιον / τρέχω για τον επιούσιο.