Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
καθίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

καθίζω, ρ. [<αρχ. καθίζω], καθίζω. 1. βάζω ή βοηθώ κάποιον να καθίσει σε μια ορισμένη θέση: «αφού μας κάθισαν στο τραπέζι, άρχισαν να φέρνουν τα φαγητά». 2. κάθομαι: «κάθε τόσο καθίζει σε μια άκρη για να ξεκουραστεί». 3. (για εδάφη) παθαίνω καθίζηση, υποχωρώ, κάθομαι: «το σπίτι κάθισε επικίνδυνα || ο δρόμος κάθισε σε πολλά σημεία». 4. (για πλοία, σκάφη) προσαράζω: «τα πιο πολλά πλεούμενα που περνούν από κείνα τα νερά καθίζουν, γιατί υπάρχουν πολλά αβαθή»· βλ. και λ. κάθομαι. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- θα σε καθίσω στο σκαμνί, βλ. λ. σκαμνί·
- καθίζω τη βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- καθίζω το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- καθίζω το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- της τον κάθισα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επέβαλλα τη σεξουαλική πράξη: «με παίδεψε πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά στο τέλος της τον κάθισα»·
- τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, βλ. λ. ακάλεστος·
- τον κάθισα στην καρέκλα, βλ. λ. καρέκλα·
- τον κάθισα στο εδώλιο, βλ. λ. εδώλιο·
- τον κάθισα στο σκαμνί, βλ. λ. σκαμνί·
- του κάθισα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του κάθισα ένα κοκονίδι, βλ. λ. κοκονίδι·
- του κάθισα ένα μπάτσο ή του κάθισα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσος·
- του κάθισα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του κάθισα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του κάθισα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του κάθισα έναν κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- του κάθισα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του κάθισα μια καρεκλιά, βλ. λ. καρεκλιά·
- του κάθισα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του κάθισα μια κατραπακιά, βλ. λ. κατραπακιά·
- του κάθισα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του κάθισα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του κάθισα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του κάθισα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του την κάθισα (ενν. τη γροθιά, την μπάτσα, την μπουνιά, τη σφαλιάρα, την κατραπακιά), τον χτύπησα, τον έδειρα: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του την κάθισα κι εγώ και να δεις για πότε ησύχασε». Σχεδόν πάντοτε ακολουθεί ταυτόχρονη χειρονομία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής κατάφερε το χτύπημα·
- του το κάθισα (ενν. το κοκονίδι, το σκαμπίλι, το φούσκο) τον χτύπησα, τον έδειρα. Σχεδόν πάντοτε ακολουθεί ταυτόχρονη χειρονομία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής κατάφερε το χτύπημα·
- του τον κάθισα (ενν. τον κλότσο, το γρόθο) τον χτύπησα, τον έδειρα. Σχεδόν πάντοτε ακολουθεί ταυτόχρονη χειρονομία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής κατάφερε το χτύπημα.

ακάλεστος

ακάλεστος, -η, -ο, επίθ. [<α- στερητ. + θέμα αορ. του ρ. καλώ + κατάλ. -τος], που δεν τον κάλεσε κανείς να προσέλθει σε κάποια γιορτή ή άλλη κοινωνική εκδήλωση: «δε συνηθίζω να πηγαίνω κάπου ακάλεστος»·
- ακάλεστος μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης, αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, δε διαφέρει από έναν ζητιάνο: «αν δε με προσκαλέσουν στο γάμο τους δεν έχω σκοπό να πάω, γιατί ακάλεστος μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης»· 
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; λέγεται για άτομο που μπερδεύεται σε ξένες υποθέσεις χωρίς να του το έχει ζητηθεί από κάποιον: «αφού δε ζήτησαν τη βοήθειά μου, θα τους αφήσω να τα βρουν μονάχοι τους, γιατί άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει;»·  
- τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, αυτός που πηγαίνει κάπου ακάλεστος, δεν τον υπολογίζει κανένας, είναι ανεπιθύμητος: «ακάλεστος δεν πάω σε καμιά εκδήλωση, γιατί, τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».

γροθιά

γροθιά, η, ουσ. [<μσν. γροθιά <γρόθος <μτγν. γρόνθος], η γροθιά· κάθε ισχυρό χτύπημα εναντίον θεσμού, πολιτικής ή οργανωμένου κυκλώματος: «η αμφισβήτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε γροθιά στο θεσμό της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας || η αποκάλυψη πως πολλοί υπουργοί συνδέονται με άτομα που οργιάζουν στο χώρο των διαπλεκόμενων, υπήρξε γροθιά στην κυβέρνηση || η σύλληψη του εμπορικού πλοίου με τους οχτακόσιους τόνους κοκαΐνης υπήρξε γροθιά στο οργανωμένο κύκλωμα των ναρκωτικών»· βλ. και λ. μπουνιά. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, αντί να υποχωρήσει, ενεργεί δυναμικά εκεί που δεν πρέπει, εκεί που μπορεί να αποβεί σε βάρος του: «είναι έξυπνος άνθρωπος ο τάδε και, αν δει πως δεν τον παίρνει, δε βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, όσο κι αν τον προκαλούν». Από το ότι είναι προφανές πως, όποιος βαρέσει τη γροθιά του στο μαχαίρι θα τραυματιστεί σοβαρά·
- είναι για γροθιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού παρά τις συμβουλές σου δε βάζει μυαλό, είναι για γροθιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- εργατιά, εργατιά, ενωμένη μια γροθιά! βλ. λ. εργατιά·
- έφαγα γροθιά στο στομάχι, α. ένιωσα πολύ δυσάρεστα από τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε ή εξελίχθηκε κάποια κατάσταση: «όταν σηκώθηκε ο αδερφός μου κι άρχισε να φωνάζει στα καλά καθούμενα, ήταν σα να ’φαγα γροθιά στο στομάχι, γιατί στην παρέα υπήρχαν και τα μελλοντικά πεθερικά μου». β. πλήρωσα φουσκωμένο λογαριασμό: «περάσαμε σπουδαία, δε λέω, αλλά στο λογαριασμό έφαγα γροθιά στο στομάχι». Από το ότι, όταν δέχεται κανείς γροθιά στο στομάχι, δεν αισθάνεται καθόλου καλά από τον ισχυρό πόνο που νιώθει·
- έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «μόλις έφαγε τις γροθιές του απ’ τον τάδε, να δεις τι καλά που κάθισε φρόνιμα!». Συνών. έφαγε μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του·
- μου κάθισε εδώ, γροθιά, μου είναι πολύ αντιπαθητικός: «απ’ την ώρα που τον είδα, μου κάθεται εδώ, γροθιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία κατά την οποία η γροθιά έρχεται και χτυπάει επανειλημμένα πάνω στο στομάχι. Από την εικόνα του ατόμου που έφαγε λαίμαργα ή πολύ κάποιο φαγητό και νιώθει δυσπεψία. Συνών. μου κάθεται στο στομάχι·    
- παίζουμε γροθιές, μαλώνουμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα με γροθιές: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα παίξουμε γροθιές». Συνών. παίξαμε μπουνιές·
- πέφτουν γροθιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις μαθεύτηκε πως πέφτουν γροθιές στο καφενείο, έτρεξαν όλοι να πάνε να δουν». Συνών. πέφτουν μπουνιές·
- πλακώνομαι στις γροθιές, συμπλέκομαι με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με : «είχαν από παλιά προηγούμενα και, μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις γροθιές». Συνών. πλακώνομαι στις μπουνιές·
- σιδερένια γροθιά, απομίμηση γροθιάς από μέταλλο, συνήθως σίδερο, με τέσσερις ή πέντε τρύπες όπου εισχωρούν τα δάχτυλα και κλείνουν σε γροθιά, που χρησιμοποιείται για επιθετικούς σκοπούς, ιδίως από ανθρώπους του υποκόσμου: «άρχισε να τον χτυπά με τη σιδερένια γροθιά, και σε λίγο το πρόσωπό του είχε γίνει κιμάς»·
- σφίγγω τη γροθιά μου ή σφίγγω τις γροθιές μου, προσπαθώ να καταπνίξω το θυμό μου, την οργή μου: «όση ώρα μ’ έβριζε τ’ αφεντικό μου, έσφιγγα τις γροθιές μου και προσπαθούσα να κάνω υπομονή»·
- τον πέθανα στις γροθιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις γροθιές·  
- τον πλάκωσα στις γροθιές, τον χτύπησα αλλεπάλληλες φορές με τις γροθιές μου, τον γρονθοκόπησα: «επειδή μου πήγαινε συνέχεια κόντρα, τον πλάκωσα στις γροθιές». Συνών. τον πλάκωσα στις μπουνιές·
- τον τάραξα στις γροθιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «μόλις μου ’βρισε ο άλλος τη μάνα, τον άρπαξα στα χέρια του και τον τάραξα στις γροθιές». Συνών. τον τάραξα στις μπουνιές·
- τον τρέλανα στις γροθιές, τον ξυλοκόπησα άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον τρέλανα στις γροθιές». Συνών. τον τρέλανα στις μπουνιές·
- του ’δωσα γροθιές ή του ’δωσα τις γροθιές του, βλ. φρ. του ’ριξα γροθιές ή του ’ριξα τις γροθιές του·
- του ’δωσα μια γροθιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια γροθιά·
- του κάθισα μια γροθιά, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο πρόσωπο, ιδίως με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του κάθισα μια γροθιά κι ησύχασε». Συνών. του κάθισα μια μπουνιά·
- του ’κοψα μια γροθιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια γροθιά·
- του ’ριξα γροθιές ή του ’ριξα τις γροθιές του, τον γρονθοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «αφού δεν καθόταν φρόνιμα, του ’ριξα τις γροθιές κι ησύχασε». Συνών. του ’ριξα μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του·
- του ’ριξα μια γροθιά, τον χτύπησα με τη γροθιά μου, ιδίως στο πρόσωπο: «λίγο πριν μας χωρίσουν, πρόλαβα και του ’ριξα μια γροθιά». Συνών. του ’ριξα μια μπουνιά·
- του τράβηξα μια γροθιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια γροθιά·
- τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου, δέχομαι γροθιές, με δέρνει κάποιος άγρια και, κατ’ επέκταση, με νικά: «με τον τάδε δε μαλώνω, γιατί είναι πιο δυνατός και τρώω τις γροθιές μου». Συνών. τρώω μπουνιές ή τρώω τις μπουνιές μου.

κάθομαι

κάθομαι, ρ. [<αρχ. κάθημαι], κάθομαι. 1. κατοικώ, διαμένω: «κάθομαι στην ανατολική πλευρά της πόλης || πού κάθεσαι; -Κάθομαι Σποράδων 1 || κάθομαι Μ. Αλεξάνδρου 80». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου λοιπόν πού κάθεται να πάω να τον γνωρίσω, για το καλό που μου ’κανε να τον ευχαριστήσω). 2. είμαι άνεργος: «είναι δυο μήνες τώρα που κάθεται κι έχει φάει όλες τις φάμπρικες για να βρει δουλειά». 3. αδρανώ: «έδερναν τον αδερφό του κι αυτός καθόταν και τους έβλεπε! || έχουμε τρελαθεί στη δουλειά κι αυτός κάθεται και μας κοιτάζει!». 4. δεν κάνω τίποτα, δεν απασχολούμαι με κάτι, τεμπελιάζω: «τις Κυριακές κάθομαι στο σπίτι και το απολαμβάνω». 5. είμαι σε άδεια ή έχω αργία: «θα σε δω αύριο που κάθομαι, κι έτσι θα τα πούμε με την ησυχία μας». 6. (για γυναίκες) δέχομαι με ευκολία να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «θα τα ρίξω σε κείνη τη μικρή, γιατί έχω μάθει ότι κάθεται». 7. στέκομαι: «γιατί κάθεσαι όρθιος;». (Λαϊκό τραγούδι: κι ένας απένταρος μπεκρής μπροστά στο ταβερνάκι συλλογισμένος κάθεται στο χαμηλό πορτάκι). 8. ανέχομαι, δέχομαι: «γιατί κάθεσαι κι ακούς τις βρισιές του καθενός και δεν τους πλακώνεις στο ξύλο;». 9. (για έδαφος) παθαίνω καθίζηση, υποχωρώ: «πρόσεχε το δρόμο στη γωνιά, γιατί έχει κάτσει απ’ τις βροχές». 10. στον αόρ. έκατσε, πέτυχε κάτι: «υπέβαλα όλα τα δικαιολογητικά, χωρίς να πιστεύω πως θα πάρω τη δουλειά, αλλά έκατσε και την πήρα!». 11. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) μου ήρθε ακριβώς το φύλλο που επιθυμούσα: «είχα άσο, έκατσε κι ένας παπάς κι έκανα εικοσιένα». Πρβλ.: κι αν σου κάτσει; (διαφημιστικό σλόγκαν του Ο.Π.Α.Π. για το τυχερό παιχνίδι τζόκερ). 12. προστακτ. κάτσε, άφησέ με στην ησυχία μου, μη με ενοχλείς, φρονίμεψε: «αχ, τι όμορφα μαλλάκια που έχει το κοριτσάκι μου, τι όμορφα ματάκια, τι… -Κάτσε καλέ, δε βλέπεις που μαγειρεύω! || άσε τις ανοησίες και κάτσε ν’ ακούσουμε τι λέει»· βλ. και λ. καθίζω. (Ακολουθούν 165 φρ.)·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, βλ. λ. θέση·
- αν κάτσει (κάτι), αν έρθει ευνοϊκά, αν πετύχει κάτι: «ετοιμάζω μια δουλειά, που, αν κάτσει, θα τρελαθώ στα λεφτά»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- άσ’ το να κάθεται, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή κι άσ’ το να κάθεται, πού ξέρεις!»·
- για κάτσε, α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου ή έκφραση με την οποία θέλουμε να διακόψουμε κάποιον που λέει ανακρίβειες: «για κάτσε, γιατί τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε,τ’ είν’ αυτά που λες; μη μου ζαλίζεις το μυαλό εσένα μόνο αγαπώ). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να διακόψουμε αυτόν που μιλάει, γιατί θέλουμε να προσθέσουμε κι εμείς κάτι σχετικό με αυτό που λέει ή να προσθέσουμε κι εμείς κάτι που μόλις σκεφτήκαμε ή θυμηθήκαμε: «για κάτσε, γιατί τώρα που το λες θυμάμαι πως κάπου πήρε το μάτι μου αυτόν τον άνθρωπο». Μερικές φορές, ακούγεται διπλασιαζόμενο με παράλληλο άπλωμα του χεριού προς το συνομιλητή μας για να διακόψουμε την ομιλία του·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε μου κάθεται, α. έχω αναστολές όσον αφορά ορισμένη συμπεριφορά ή ενέργεια με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί κρίνω πως δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση, τη φιλοσοφία ή την κατάστασή μου: «δε μου κάθεται να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν από δυο βδομάδες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου κάθεται να μιλήσω άγρια σε γέρο άνθρωπο!». β. (για γυναίκες) δε δέχεται να της επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «όσο και να την παρακαλώ, δε μου κάθεται η αφιλότιμη»· βλ. και φρ. δε μου κάθισε·
- δε μου κάθισε, δεν έγινε έτσι όπως περίμενα ή υπολόγιζα κάτι: «περίμενα πως θα ’παιρνα αυτή τη δουλειά, αλλά δε μου κάθισε»· βλ. και φρ. δε μου κάθεται·
- δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν κάθεται στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- δεν κάθεται στον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- εδώ μου κάθεται, βλ. λ. εδώ·
- εδώ μου κάθισε, βλ. λ. εδώ·
- είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- έκατσε η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- έκατσε η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- έκατσε σαν κότα, βλ. λ. κότα·
- έκατσε το έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- έκατσε το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- έκατσε το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- έκατσε το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- εκεί που καθόμουν…, λέγεται για κάτι που συμβαίνει ξαφνικά και χωρίς να το περιμένουμε: «εκεί που καθόμουν στην αυλή μου κι απολάμβανα το ουζάκι μου, μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι»·
- έλα να δεις και μην κάτσεις, βλ. λ. έλα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- ήρθε κι έκατσε, βλ. λ. ήρθα·
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ.δαδί·
- θα γίνει και κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- θα κάτσω να με γαμήσεις! έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον ή να τον πείσουμε πως είμαστε εντελώς σίγουροι για κάτι ή πως δε θα μπορέσει να πραγματοποιήσει αυτό που έχει σκοπό να κάνει: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, θα κάτσω να με γαμήσεις! || είμαι σίγουρος πως θα ’ρθει, αλλά αν δεν έρθει, θα κάτσω να με γαμήσεις! || δεν μπορείς να πάρεις δανεικά απ’ αυτό το σπαγκόραμμα, αλλά αν τα καταφέρεις, θα κάτσω να με γαμήσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- θα κάτσω να σκάσω! βλ. φρ. όχι θα κάτσω να σκάσω(!)·
- κάθεσαι καλά; βλ. λ. καλός·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθεται αλά τούρκα, βλ. λ. αλά·
- κάθεται βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- κάθεται η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάθεται και δεν αδειάζει, βλ. λ. αδειάζω·
- κάθεται και τα ξύνει (ενν. τ’ αρχίδια του), βλ. λ. ξύνω·
- κάθεται και το ξύνει (ενν. το μουνί της), βλ. λ. ξύνω·
- κάθεται σαν άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- κάθεται σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- κάθεται σαν αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κάθεται σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- κάθεται σαν βρεγμένη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- κάθεται σαν βρεγμένη κότα, βλ. λ. κότα·
- κάθεται σαν κούκος ή κάθεται σαν τον κούκο, βλ. λ. κούκος·
- κάθεται σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- κάθεται σαν κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάθεται σαν μαχαραγιάς, βλ. λ. μαχαραγιάς·
- κάθεται σαν ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο·
- κάθεται σαν παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- κάθεται σαν Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- κάθεται σαν παπαδιά, βλ. λ. παπαδιά·
- κάθεται σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- κάθεται σαν φραγκοπαναγιά, βλ. λ. φραγκοπαναγιά·
- κάθεται σε δυο καρέκλες, βλ. λ. καρέκλα·
- κάθεται σε χρυσό θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- κάθεται στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- κάθεται το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κάθεται το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- κάθισε η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάθισε η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κάθισε η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- κάθισε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάθισε κάτω, βλ. λ. κάτω·
- κάθισε να δεις! βλ. φρ. κάτσε να δεις! (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε να δεις,πιο νωρίς ξεκίνα κι αν το θυμηθείς, πότισε τη γλάστρα μου και την καρδερίνα
- κάθισε το έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- κάθισε το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κάθισε το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- κάθισε το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- κάθισε φρόνιμα, βλ. λ. φρόνιμος·
- κάθομαι άγια, βλ. λ. άγιος·
- κάθομαι διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- κάθομαι και την τρώω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), αφήνω εν γνώσει μου να εξελιχθεί κάτι κακό σε βάρος μου, παθαίνω κάτι κακό εν γνώσει μου: «του ’χω αδυναμία κι ό,τι βλακεία κάνει, κάθομαι και την τρώω»·
- κάθομαι και το τρώω (ενν. το παραμύθι), α. από καλή διάθεση πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος, αν και ξέρω πως μου λέει ψέματα: «ξέρω πως βρίσκεται σε δύσκολη θέση κι ό,τι μου λέει, κάθομαι και το τρώω». β. είμαι ευκολόπιστος: «είναι πολύ καλό παιδί κι ό,τι του λένε, κάθεται και το τρώει»·
- κάθομαι καλά, βλ. λ. καλός·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- κάθομαι κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάθομαι μέσα, βλ. λ. μέσα·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ.χέρι·
- κάθομαι όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- κάθομαι (πάνω) στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι σκοπός, βλ. λ. σκοπός·
- κάθομαι σούζα, βλ. λ. σούζα·
- κάθομαι στ’ αβγά μου, βλ. λ. αβγό·
- κάθομαι στ’ αγκάθια, βλ. λ. αγκάθι·
- κάθομαι στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- κάθομαι στα βελόνια, βλ. λ. βελόνι·
- κάθομαι στα κάρβουνα ή κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάθομαι στα καρφιά, βλ. λ. καρφί·
- κάθομαι σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- κάθομαι στη γωνιά μου, βλ. λ. γωνία·
- κάθομαι στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάθομαι στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάθομαι στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- κάθομαι στην τσίλια ή κάθομαι τσίλια ή κάθομαι τσίλιες, βλ. λ. τσίλια·
- κάθομαι στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι στις βελόνες, βλ. λ. βελόνα·
- κάθομαι στο βολάν, βλ. λ. βολάν1·
- κάθομαι στο καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- κάθομαι στο κουπί, βλ. λ. κουπί·
- κάθομαι στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι στο παλούκι ή κάθομαι στα παλούκια, βλ. λ. παλούκι·
- κάθομαι στο παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- κάθομαι στο σκαμνί, βλ. λ. σκαμνί·
- κάθομαι στο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κάθομαι στο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- κάθομαι στον ήλιο, βλ. λ. ήλιος·
- κάθομαι στον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- κάθονται τα μαγαζιά, βλ. λ. μαγαζί·
- και κάτσε καλά! βλ. λ. καλός·
- κάθισε η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- και δεν κάθεσαι! δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν μπορεί να καθίσει κάπου, όταν μας είναι αδιάφορο αν καθίσει ή όχι: «μπορώ να καθίσω σ’ αυτή τη θέση δίπλα σας; -Και δεν κάθεσαι! || μπορώ να καθίσω σε κείνη την καρέκλα; -Και δεν κάθεσαι, μήπως δική μου είναι!»·
- και κάθεσαι! έκφραση απορίας για την αδιαφορία που δείχνει κάποιος σε πρόταση που του έγινε: «με ζήτησε ο τάδε να πάω στη δουλειά του. -Και κάθεσαι!»· βλ. και φρ. και κάθεσαι ακόμα; λ. ακόμα·
- και κάθεσαι και βλέπεις! έκφραση απορίας για την αδιαφορία που δείχνει κάποιος σε κάτι, καλό ή κακό, που διαδραματίζεται μπροστά του: «είπαν, να πάρει ο καθένας ό,τι θέλει απ’ το αδιάθετο εμπόρευμα, και κάθεσαι βλέπεις! || χτυπάνε τα παλιόπαιδα γέρο άνθρωπο, και κάθεσαι και βλέπεις!»· 
- κάτσε γύρευε! α. λέγεται για να υποδηλώσει μάταιη αναζήτηση: «πού μπορούμε να βρούμε τον τάδε; -Κάτσε γύρευε! || πού μπορώ να βρω αυτό τ’ ανταλλακτικό; -Κάτσε γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό παρατεταμένο ω και παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους και προς τη μεριά του χεριού. β. λέγεται για να υποδηλώσει αναζήτηση που δεν έχει σημασία ή αξία: «πρέπει να σου δώσω ρέστα ακόμα δέκα πέντε λεπτά. -Κάτσε γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ και όχι σπάνιες φορές κλείνει με το τώρα. Συνών. τρέχα γύρευε(!)·
- κάτσε δω πάνω, βλ. λ. εδώ·
- κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάτσε κάτω, βλ. λ. κάτω·
- κάτσε κάτω απ’ την μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κάτσε να δεις! πρόσεξε αυτό που έχω να σου πω: «κάτσε να δεις πρώτα πώς έγιναν τα πράγματα κι έπειτα αποφασίζεις τι θα κάνεις!·
- κάτσε ρε! επιφωνηματική έκφραση διαμαρτυρίας ή δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «κάτσε ρε, τι ’ν’ αυτά που λες! || κάτσε ρε, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες!»·
- κάτσε στ’ αβγά σου! βλ. λ. αβγό·
- κάτσε στ’ αρχίδια σου! βλ. λ. αρχίδι·
- κάτσε στη γωνιά σου! βλ. λ. γωνία·
- κάτσε στη θέση σου! βλ. λ. θέση·
- κάτσε στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- κάτσε φρόνιμα, βλ. λ. φρόνιμα·
- κι ακόμα κάθεσαι! βλ. λ. ακόμα·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- με ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, βλ. λ. ανώτερος·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- μην κάθεσαι, μην αδρανείς, ενεργοποιήσου: «μην στέκεσαι, ρε παιδάκι μου, βάλε κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσουμε τη δουλειά!». Συνών. μη στέκεσαι·
- μου κάθεται εδώ, γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- μου κάθεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου κάθεται στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου κάθισε η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- μου κάθισε στη ράχη, βλ. λ. ράχη·
- μου κάθισε στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- μου κάθισε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου κάθισε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου κάθισε στο σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- μου κάθισε στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου την έκατσε ή μου την κάθισε, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «με βρήκε πάνω στον ενθουσιασμό μου και μου την έκατσε ο παλιάνθρωπος»·
- να δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- όποιος έχει τα μπακίρια, κάθεται στα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
- όπως κάτσει η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όχι θα κάτσω να σκάσω! δε με νοιάζει καθόλου, αδιαφορώ τελείως: «όχι θα κάτσω να σκάσω, που πήγε και βρήκε καινούριο γκόμενο». (Λαϊκό τραγούδι: όχι θα κάτσω να σκάσω, όχι θα κάτσω να σκάσω, τι λες καλέ, τι λες καλέ που θα πεθάνω
- πήγε για μαμή κι έκατσε για λεχώνα, βλ. λ. μαμή·
- πού κάθεται; πού κατοικεί; που διαμένει(;): «πού κάθεται ο τάδε;». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου λοιπόν πού κάθεται να πάω να τον γνωρίσω, για το καλό που μου ’κανε να τον ευχαριστήσω
- πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται, βλ. λ. κλαδί·
- σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- στο λαιμό να σου καθίσει, βλ. λ. λαιμός·
- στο στομάχι να σου καθίσει, βλ. λ. στομάχι·
- την έκατσα, (ενν. τη βάρκα), α. απέτυχα να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μου ανέθεσε να του διεκπεραιώσω μια υπόθεσή του και την έκατσα». β. βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας μου πως ήμουν μεθυσμένος, την έκατσα»·
- την έκατσα τη βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- της τον (την, το) έκατσα ή της τον (την, τον) κάθισα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «την πήγα στην γκαρσονιέρα και της τον έκατσα»·
- τι κάθεσαι και δεν…, γιατί αδρανείς, γιατί δεν ενεργοποιείσαι: «τι κάθεσαι και δεν πας κι εσύ εκδρομή μαζί με τ’ άλλα παιδιά; || λες ότι σου πονάει το στομάχι, τι κάθεσαι και δεν πας σ’ ένα γιατρό;». Συνών. τι στέκεσαι και δεν(…)·
- τον έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, βλ. λ.έχω·
- του ’κατσε στραβά, βλ. λ. στραβός·
- του την έκατσα (ενν. την πούτσα, την ψωλή), τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα: «από καιρό μου ’κανε τον έξυπνο, ώσπου του την έκατσα κι ησύχασε»·
- τρία πουλάκια κάθονται, βλ. λ. πουλάκι·
- τώρα κάτσε! α. έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «εμείς την αγγελία γι’ αυτή τη θέση τη βάλαμε, ρε παιδάκι μου, πριν από μια βδομάδα, τώρα που ήρθες κάτσε γιατί την πήρε άλλος!». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε(!) / τώρα χαιρετίσματα!  β. σε ξεγέλασα, σε εξαπάτησα, σου την έφερα: «νόμισες πως ήσουν πιο έξυπνος από μένα αλλά τώρα κάτσε, γιατί πήρα πιο πολλά από σένα στη μοιρασιά που έκανα!». Συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να στρέφει με τη ράχη της προς τα κάτω και με το μεσαίο δάχτυλο να είναι λυγισμένο και τεντωμένο προς τα πάνω υπονοώντας το πέος·
- τώρα κάτσε! (ενν. στον πούτσο, στον ψώλο, στην πούτσα, στην ψωλή, στο πέος, στο καυλί), όπως ενήργησες και απέτυχε η δουλειά, πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες: «εγώ σ’ είχα προειδοποιήσει πως είναι απατεώνας, τώρα κάτσε που δε μ’ άκουσες και σ’ έβαλε στο χέρι!». Συνών. τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (α) / τώρα φά’ τον (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.

καρέκλα

καρέκλα, η, ουσ. [<βενετ. charegla <λατιν. cathedra <αρχ. καθέδρα], η καρέκλα. 1. πολιτική ή δημόσια διοικητική θέση, ιδίως ανώτερη ή ανώτατη: «όλοι σήμερα για την καρέκλα νοιάζονται». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το κάθισμα τσόπερ μοτοσικλέτας: «για δες καρέκλα ο τύπος στη μοτοσικλέτα του!». Από την εικόνα του αναβάτη τσόπερ μηχανής που λόγω της κατασκευής της κάθεται με μεγάλη άνεση σε αντιδιαστολή με άλλες μοτοσικλέτες στις οποίες ο αναβάτης γέρνει μπροστά στηριζόμενος στο τιμόνι τους. Υποκορ. καρεκλίτσα, η κ. καρεκλούλα, η κ. καρεκλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγκάθια έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- βελόνες έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. βελόνι·
- βελόνες έχει η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνι·
- δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες, βλ. λ. δάσκαλος·
- δεν μπορεί κανείς να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει από την πολιτική ή τη δημόσια διοικητική θέση που κατέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον υπουργό οικονομικών δεν μπορεί κανείς να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του || είναι προσωπικός φίλος του τάδε υπουργού και δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του»· βλ. και φρ. δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του·
- έχει αγκάθια η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνι·
- έχει καρφιά η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- ηλεκτρική καρέκλα, λέγεται για οποιαδήποτε διοικητική θέση που λόγω της ιδιαιτερότητας, των δυσκολιών ή των προβλημάτων που παρουσιάζει, αναγκάζει συχνά αυτούς που την αναλαμβάνουν να παραιτούνται, ή να αντικαθίστανται από αυτούς που τους διόρισαν: «το υπουργείο Παιδείας είναι σωστή ηλεκτρική καρέκλα, γιατί οι υπουργοί, πριν προσφέρουν κάποια σοβαρή υπηρεσία, φεύγουν κάτω απ’ το βάρος των προβλημάτων της εκπαίδευσης». Αναφορά στη μέθοδο της θανατικής εκτέλεσης με ηλεκτροπληξία, που εφαρμόζεται στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής·
- ηλεκτρική καρέκλα που σε περιμένει! λέγεται σε περίπτωση που προειδοποιούμε απειλητικά κάποιον για επικείμενη σκληρή τιμωρία του: «πάνε στο σπίτι και να δεις ηλεκτρική καρέκλα που σε περιμένει απ’ τον πατέρα σου!»·
- ηλεκτρική καρέκλα που σου χρειάζεται! πρέπει να τιμωρηθείς σκληρά, παραδειγματικά: «ηλεκτρική καρέκλα που σου χρειάζεται γι’ αυτά σου τα καμώματα!»·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα; βλ. φρ. κάθεσαι καλά; βλ. λ. καλός·
- κάθεται σε δυο καρέκλες, κατέχει ταυτόχρονα δυο δημόσιες διοικητικές θέσεις: «είναι φανατικός υποστηρικτής του κόμματος και κάθεται σε δυο καρέκλες, χωρίς να μπορεί κανείς να τον κουνήσει»·
- καρφιά έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- πιάνω την καρέκλα, καταλαμβάνω μια δημόσια διοικητική θέση: «μόλις ανέβηκε το τάδε κόμμα στην εξουσία, έπιασαν όλες τις καρέκλες οι πρώην αφισοκολλητές του»·
- τον κάθισα στην καρέκλα, βλ. συνηθέστ. τον κάθισα στο σκαμνί, λ. σκαμνί·
- του ζεσταίνει την καρέκλα, ενεργεί κατάλληλα, ώστε να εξασφαλίσει σε κάποιον μια εργασιακή ή μια δημόσια διοικητική θέση: «από τώρα του ζεσταίνει την καρέκλα ο πατέρας του για ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του εργοστασίου, όταν αυτός αποχωρήσει || ο πατέρας του είναι τόσο κομματόσκυλο, που από τώρα του ζεσταίνει την καρέκλα για μια δημόσια επιχείρηση, μόλις πάρει το δίπλωμά του»·
- τρίζει η καρέκλα του, κινδυνεύει να χάσει την πολιτική ή τη δημόσια διοικητική θέση που κατέχει: «τρίζει η καρέκλα του τάδε υπουργού μετά την αποκάλυψη των οικονομικών σκανδάλων στο υπουργείο του».

καρεκλιά

καρεκλιά, η, ουσ. [<καρέκλα + κατάλ. -ιά], χτύπημα με καρέκλα: «έφαγε μια καρεκλιά στο κεφάλι κι έπεσε τέζα»·
- παίζω καρεκλιές, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με καρέκλες: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν οι δυο παρέες κι άρχισαν να παίζουν καρεκλιές».  (Τραγούδι: έγινα για σένα Τούρκος, να σπας εσύ στις Τζιτζιφιές, να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του κι εγώ να παίζω καρεκλιές
- πετώ καρεκλιές, εκσφενδονίζω καρέκλες: «όταν άρχισε ο καβγάς, τον είδα να πετάει καρεκλιές προς όλες τις κατευθύνσεις». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ανοίξει ο τσαμπουκάς και πέσουνε μπουνιές, πάλι εγώ στη μέση, λεν πετούσα καρεκλιές)· 
- πέφτουν καρεκλιές, γίνεται άγριος καβγάς όπου ανταλλάσσονται χτυπήματα με καρέκλες: «μόλις έμαθαν πως πέφτουν καρεκλιές στο καφενείο, έτρεξαν όλοι να πάνε να δουν». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια γκόμινα παλιά)·
- ρίχνω καρεκλιές, βλ. φρ. πετώ καρεκλιές·
- του κάθισα μια καρεκλιά, τον χτύπησα με την καρέκλα, ιδίως στο κεφάλι: «πάνω στα νεύρα μου του κάθισα μια καρεκλιά και του άνοιξα το κεφάλι».

καρπαζιά

καρπαζιά κ. καρπαζά, η, ουσ. [άγν. ετυμολ. ίσως από το τουρκ. karapazi (= είδηση)]. 1. χτύπημα στο σβέρκο ή γενικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού με την παλάμη: «μόλις έφαγε την καρπαζιά, σταμάτησε να λέει βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: τι άλλο θέλεις να σου πω, μάσε τις καρπαζές σου και πες του μάγκα σου να ’ρθει να φάει και τις δικές του). 2. χτύπημα της ζωής, της μοίρας: «έφαγε πολλές καρπαζιές στη ζωή του, αλλά δεν το ’βαλε κάτω». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι για καρπαζιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού ενοχλεί συστηματικά την κόρη σου, είναι για καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- είναι της καρπαζιάς, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, όλοι το εμπαίζουν και το υποτιμούν: «κανείς δεν τον θέλει στην παρέα του, γιατί είναι της καρπαζιάς»·
- έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «μάλωσε με τον τάδε κι έφαγε καρπαζιές || πήγε να κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε τις καρπαζιές του». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει καρπαζιές ή θέλει τις καρπαζιές του ή τις θέλει τις καρπαζιές του, βλ. φρ. είναι για καρπαζιές·
- παίζουμε καρπαζιές, α. ανταλλάσσουμε χτυπήματα στο σβέρκο με τις παλάμες μας, περισσότερο χάριν αστεϊσμού: «πρώτα χτύπησε ο ένας, ύστερα χτύπησε ο άλλος και σε λίγο όλοι παίζαμε καρπαζιές». β. δεν κάνουμε τίποτα, χάνουμε τον καιρό μας, τεμπελιάζουμε: «εδώ εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτοί κάθονται και παίζουν καρπαζιές». γ. είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλοι οικειότητα μεταξύ μας: «μη φοβάσαι τον τάδε, γιατί παίζουμε καρπαζιές από μικρά παιδιά και θα του μιλήσω εγώ για σένα»·
- τον έχω της καρπαζιάς, τον έχω κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μου, τον κάνω ό,τι θέλω: «μόλις πεις τ’ όνομά μου, θα σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά, γιατί τον έχω της καρπαζιάς»·
- τον πέθανα στις καρπαζιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις καρπαζιές·
- τον πλάκωσα στις καρπαζιές, του έδωσα αλλεπάλληλα χτυπήματα με την παλάμη μου στο σβέρκο, στο κεφάλι του, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή έλεγε ανοησίες, τον πλάκωσα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στις καρπαζιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «επειδή κορόιδευε γέρο άνθρωπο, τον τάραξα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τρέλανα στις καρπαζιές, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή πείραζε τα κορίτσια της γειτονιάς μου, τον τρέλανα στις καρπαζιές». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα καρπαζιές ή του ’δωσα τις καρπαζιές του, βλ. φρ. του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του·
- του ’δωσα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του κάθισα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’κοψα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’ριξα μια καρπαζιά, του έδωσα ένα χτύπημα στο σβέρκο ή γενικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του με την παλάμη μου: «όπως περνούσε από δίπλα μου, του ’ριξα μια καρπαζιά». Για συνών. βλ. φρ. του ’δωσα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’σκασα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του ’ριξα τις καρπαζιές του». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια καρπαζιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια καρπαζιά·
- τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου, α. δέχομαι χτυπήματα στο σβέρκο από κάποιον με την παλάμη του, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που τα βάζω μαζί του, τρώω τις καρπαζιές μου». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «μπορεί να είναι τώρα μεγάλος και τρανός, αλλά έφαγε καρπαζιές μέχρι να γίνει αυτό που έγινε!». γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «άμα δε φας τις καρπαζιές σου, δεν εκτιμάς αυτό που είχες πριν». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.

κατραπακιά

κατραπακιά, η, ουσ. [άγν. ετυμολ.]. 1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι ή στο σβέρκο με την παλάμη, η καρπαζιά: «του ’δωσα τέτοια κατραπακιά, που ζαλίστηκε». 2. οικονομικό, ηθικό ή ψυχολογικό πλήγμα, που αποδίδεται πολλές φορές και στην κακοτυχία: «έχει φάει τόσες κατραπακιές στη ζωή του, που, αν ήταν άλλος, θα ’χε γονατίσει»·
- του κάθισα μια κατραπακιά, τον χτύπησα στο κεφάλι ή στο σβέρκο με την παλάμη: «την ώρα που έκανε να φύγει τρέχοντας, πρόλαβα και του κάθισα μια κατραπακιά για να με θυμάται».

κλοτσιά

κλοτσιά κ. κλοτσά, η ουσ. [<μσν. κλοτσέα <κλότσος + κατάλ. -ιά], χτύπημα με το πόδι: «έφαγε μια κλοτσιά στο καλάμι, που στέναξε απ’ τον πόνο». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- δίνω κλοτσιά ή δίνω κλοτσιές, κλοτσώ (βλ. λ.): «όταν είναι νευριασμένος, δίνει κλοτσιές σαν αγριεμένο άλογο»·
- δώσ’ του κλοτσιά! ή δώσ’ του μια κλοτσιά! έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να διώξει βίαια κάποιον που έχει γίνει ενοχλητικός: «αφού σου δημιουργεί κάθε τόσο προβλήματα, δώσ’ του μια κλοτσιά να ησυχάσει το κεφάλι σου!»·  
- είναι για κλοτσιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού παρ’ όλο το πρόβλημα των πνευμόνων του εξακολουθεί να καπνίζει, ε, είναι για κλοτσιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγε κλοτσιά, βλ. φρ. έφαγε κλότσο, λ. κλότσος·
- έφαγε κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε να κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε τις κλοτσιές του»·
- έφυγε με τις κλοτσιές, εκδιώχτηκε από κάπου βίαια και βάναυσα: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, έφυγε με τις κλοτσιές»·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει κλοτσιές ή θέλει τις κλοτσιές του, βλ. φρ. είναι για κλοτσιές·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- παίξαμε κλοτσιές, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παρεξηγηθήκαμε και παίξαμε κλοτσιές»·
- πέφτουν κλοτσιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις μάθαμε πως πέφτουν κλοτσιές στο καφενείο, τρέξαμε όλοι να πάμε να δούμε»·
- πήρε κλοτσιά, βλ. φρ. πήρε κλότσο, λ. κλότσος·
- πλακώνομαι στις κλοτσιές, μαλώνω άγρια με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια: «μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις κλοτσιές»·
- τον έδιωξε με τις κλοτσιές, βλ. φρ. έφυγε με τις κλοτσιές·
- τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές, τον εκδίωξε από κάποιο κλειστό χώρο με βίαιο, με βάναυσο τρόπο: «επειδή δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στους συνέδρους, σηκώθηκε ο τάδε και τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές»·
- τον πέθανα στις κλοτσιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις κλοτσιές·
- τον πλάκωσα στις κλοτσιές, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον επανειλημμένα με τα πόδια: «δεν άντεχα άλλο τις βλακείες που έλεγε και τον πλάκωσα στις κλοτσιές»·
- τον τάραξα στις κλοτσιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον με τα πόδια μου: «μόλις έβρισε τη μάνα μου, σηκώθηκα και τον τάραξα στις κλοτσιές»·
- τον τρέλανα στις κλοτσιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον επανειλημμένα με τα πόδια: «τον είχα από καιρό άχτι και μόλις τον συνάντησα τον τρέλανα στις κλοτσιές». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη σου τη χάρισα, τη δεύτερη, κυρά μου, θα σε τρελάνω στις κλοτσιές και θα ’βρω τον μπελά μου
- του ’δωσα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του κάθισα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του ’κοψα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του ’ριξα μια κλοτσιά, τον χτύπησα με το πόδι μου, τον κλότσησα: «λίγο πριν μας χωρίσουν πρόλαβα και του ’ριξα μια κλοτσιά»·
- του ’ριξα κλοτσιές ή του ’ριξα τις κλοτσιές του, τον χτύπησα πολλές φορές με το πόδι μου, τον κλότσησα πολλές φορές και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «μόλις πήγα να μου κάνει το μάγκα του ’ριξα τις κλοτσιές του κι έκατσε στ’ αβγά του»·
- του ’σκασα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του τράβηξα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- τρώω κλοτσιές ή τρώω τις κλοτσιές μου, δέχομαι κλοτσιές, με δέρνει άγρια κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω με τον τάδε, τρώω τις κλοτσιές μου».

κλότσος

κλότσος, ο, ουσ. [<μσν. κλότσος <ιταλ. calcio (= φτέρνα, λάκτισμα)], η δυνατή κλοτσιά: «όπως έφευγε ο άλλος, πρόλαβε ο δικός σου και του ’δωσε έναν κλότσο στον κώλο»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι του κλότσου και του μπάτσου, βλ. φρ. τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο·
- έφαγε κλότσο, βλ. φρ. πήρε κλότσο·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
- πήρε κλότσο, απολύθηκε από τη θέση εργασίας του απροειδοποίητα και χωρίς να του δοθούν εξηγήσεις: «πήρε κλότσο απ’ τη δουλειά, χωρίς να ξέρει κανείς το λόγο»·
- τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο ή τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου, δεν έχει καμιά υπόληψη, όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν και του φέρονται με βίαιο και βάναυσο τρόπο: «είναι ο τελευταίος μέσα στο εργοστάσιο κι όλοι τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο»·
- του κάθισα έναν κλότσο, τον χτύπησα με το πόδι μου, τον κλότσησα: «μόλις αρχίσαμε να μαλώνουμε, του κάθισα έναν κλότσο στ’ αρχίδια του και τον γονάτισα».

κοκονίδι

κοκονίδι, το, ουσ. [;], χτύπημα στο κεφάλι κάποιου με την κλείδωση του μεσαίου δαχτύλου, που δίνεται χάριν αστεϊσμού και που είναι διαδεδομένο ιδίως ανάμεσα στα παιδιά: «του ’δωσα τέτοιο κοκονίδι, που έβγαλε στο κεφάλι του καρούμπαλο». Συνών. καρύδι (2)·
- παίζουμε κοκονίδια, α. ανταλλάσσουμε χτυπήματα στο κεφάλι με την κλείδωση του μεσαίου δαχτύλου, ιδίως χάριν αστεϊσμού: «μια κι έκανε την αρχή ο τάδε, αρχίσαμε να παίζουμε όλοι κοκονίδια». β. μου είναι πάρα πολύ γνωστός, πολύ οικείος: «μ’ αυτόν που ανάφερες προηγουμένως παίζουμε κοκονίδια»·
- του κάθισα ένα κοκονίδι, τον χτύπησα με την κλείδωση του μεσαίου δαχτύλου μου στο κεφάλι: «μόλις πήγε να σηκωθεί, του κάθισα ένα κοκονίδι και ξανακάθισε στη θέση του ζαλισμένος».

μπάτσος

μπάτσος, ο, ουσ. [<τουρκ. baç (= διόδια, φόρος, φοροεισπράκτορας, χαράτσι· εκβιασμός) + κατάλ. -ος], (υποτιμητικά ή υβριστικά) ο χωροφύλακας, ο αστυφύλακας, ο αστυνομικός: «μόλις είδαν να ’ρχονται οι μπάτσοι, το ’βαλαν όλοι στα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες πιάσ’ τε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάσ’ τε μας τ’ αρχίδια // μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας χαλάσαν, βρε, το τσαρδάκι). Η λαϊκή παρετυμολογία βγάζει τη λ. μπάτσος από το ότι, παλιότερα οι χωροφύλακες, ιδίως αυτοί που υπηρετούσαν στην επαρχία, έδερναν (μπάτσιζαν) ασύστολα τους υπόπτους που συλλάμβαναν· βλ. και λ. μπάτσα·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, αναρχικό σύνθημα·
- μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι! φοιτητικό σύνθημα που κυριάρχησε στις διαδηλώσεις τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια τη μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.

μπουνιά

μπουνιά, η, ουσ. [<βενετ. bugna <λατιν. pugna (= πυγμαχία) <pugnus (= γροθιά, πυγμή)], χτύπημα με γροθιά: «όταν άρχισαν τις μπουνιές, δεν τολμούσε κανένας να μπει ανάμεσά τους να τους χωρίσει». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- είναι για μπουνιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού σε κατηγορεί χωρίς λόγο, είναι για μπουνιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγε μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του, γρονθοκοπήθηκε, έφαγε ξύλο από κάποιον: «έπρεπε να φάει πρώτα τις μπουνιές του για να καθίσει φρόνιμα». Συνών. έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του·
- θέλει μπουνιές ή θέλει τις μπουνιές του ή τις θέλει τις μπουνιές του, βλ. φρ. είναι για μπουνιές·
- παίξαμε μπουνιές, ανταλλάξαμε γροθιές με κάποιον: «μ’ αυτόν που βλέπεις παίξαμε μπουνιές πριν από μια βδομάδα». Συνών. παίξαμε γροθιές·
- πέφτουν μπουνιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις έμαθαν πως πέφτουν μπουνιές στο καφενείο, έτρεξαν όλοι να πάνε να δουν». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ανοίξει ο τσαμπουκάς και πέσουνε μπουνιές πάλι εγώ στη μέση, λεν πετούσα καρεκλιές). Συνών. πέφτουν γροθιές·
- πλακώνομαι στις μπουνιές, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με μπουνιές: «είχαν από παλιά διαφορές μεταξύ τους και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις μπουνιές». Συνών. πλακώνομαι στις γροθιές·
- τον πέθανα στις μπουνιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις μπουνιές·
- τον πλάκωσα στις μπουνιές, τον έδειρα χτυπώντας τον αλλεπάλληλα με τις μπουνιές μου, τον γρονθοκόπησα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να κατηγορεί το φίλο μου, τον πλάκωσα στις μπουνιές». Συνών. τον πλάκωσα στις γροθιές·
- τον τάραξα στις μπουνιές, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «μόλις του ’βρισε ο άλλος τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια και τον τάραξε στις μπουνιές». Συνών. τον τάραξα στις γροθιές·
- τον τρέλανα στις μπουνιές, τον ξυλοκόπησα άγρια: «μόλις τον είδα να βάζει χέρι στο ταμείο, τον τρέλανα στις μπουνιές». Συνών. τον τρέλανα στις γροθιές·
- του ’δωσα μια μπουνιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια μπουνιά·
- του ’δωσα μπουνιές ή του ’δωσα τις μπουνιές του, βλ. φρ. του ’ριξα μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του·
- του κάθισα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο, ιδίως με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: «μας έκανε τον άγριο για να τον φοβηθούμε, μόλις όμως του κάθισα μια μπουνιά, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα». Συνών. του κάθισα μια γροθιά·
- του ’κοψα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο: «λίγο πριν μας χωρίσουν, πρόλαβα και του ’κοψα μια μπουνιά». Συνών. του ’κοψα μια γροθιά·
- του ’ριξα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο: «λίγο πριν μας χωρίσουν πρόλαβα και του ’δωσα μια μπουνιά». Συνών. του ’ριξα μια γροθιά·
- του ’ριξα μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του, τον γρονθοκόπησα, τον έδειρα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’ριξα τις μπουνιές του κι ησύχασε».Συνών. του ’ριξα γροθιές ή του ’ριξα τις γροθιές του·
- του τράβηξα μια μπουνιά, βλ. φρ. του κάθισα μια μπουνιά·
- τρώω μπουνιές ή τρώω τις μπουνιές μου, δέχομαι μπουνιές, με δέρνει κάποιος άγρια και, κατ’ επέκταση, με νικά: «δεν είμαι χαζός να μαλώσω μαζί του, γιατί τρώω μπουνιές κάθε φορά που μαλώνω». Συνών. τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου.

σκαμπίλι1

σκαμπίλι1, το, ουσ. [<γαλλ. brusquembille]. 1. δυνατό χαστούκι, μπάτσος: «επειδή έλεγε ανοησίες τον άρχισα στα σκαμπίλια μέχρι που ησύχασε». 2. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός: «δεν αντέχει άλλα σκαμπίλια στη ζωή». 3. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς: «η αδιαφορία του φίλο του στο μεγάλο του πρόβλημα ήταν σκαμπίλι γι’ αυτόν». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- είναι για σκαμπίλια, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού δεν εννοεί να βάλει μυαλό και να καθίσει φρόνιμα, είναι για σκαμπίλια». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του, βλ. συνηθέστ. έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει σκαμπίλια ή θέλει τα σκαμπίλια του ή τα θέλει τα σκαμπίλια του, βλ. φρ. είναι για σκαμπίλια·
- τον πέθανα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον πέθανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον πλάκωσα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τρέλανα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του κάθισα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του κάθισα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’δωσα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα σκαμπίλια ή του ’δωσα τα σκαμπίλια του, βλ. συνηθέστ. του ’δωσα χαστούκια ή του ’δωσα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’κοψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’ριξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα σκαμπίλια ή του ’ριξα τα σκαμπίλια του, βλ. συνηθέστ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’σκασα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του τράβηξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου, βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.

φούσκος

φούσκος, ο, ουσ. [<λατιν. fuscus (= μαύρος)], δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο με την παλάμη, το χαστούκι, η μπάτσα, ο μπάτσος, η σφαλιάρα. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- είναι για φούσκους, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού δε βάζει μυαλό, είναι για φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον πέθανα στους φούσκος, βλ. φρ. τον τρέλανα στους φούσκους·
- τον πλάκωσα στους φούσκους, τον χτύπησα αλλεπάλληλες φορές στο πρόσωπο: «επειδή έλεγε βλακείες στον πλάκωσα στους φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στους φούσκους, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «τον είχα από καιρό άχτι και μόλις τον συνάντησα τον τάραξα στους φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τρέλανα στους φούσκους, τον ξυλοκόπησα άγρια: «ήμουν τόσο εξοργισμένος μαζί του, που μόλις τον έπιασα στα χέρια μου, τον τρέλανα στους φούσκους». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του άστραψα ένα φούσκο, τον χαστούκισα δυνατά στο πρόσωπο: «μόλις μου έβρισε τη μάνα, του άστραψα ένα φούσκο, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα!». Για συνών. του άστραψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
- του ’δωσα φούσκους ή του ’δωσα τους φούσκους του, βλ. φρ. του ’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του·
- του κάθισα ένα φούσκο, βλ. φρ. του άστραψα ένα φούσκο·
- του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
- του ’ριξα ένα φούσκο, τον χαστούκισα: «μόλις τον είδα, του ’ριξα ένα φούσκο για να μάθει να μην με κατηγορεί». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του, τον χαστούκισε πολλές φορές και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «να δεις τι καλά που κάθισε στ’ αβγά του μόλις του ’ριξα τους φούσκους του!». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του ’σκασα ένα φούσκο, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου, μπόρεσα και του ’σκασα ένα φούσκο». Για συνών. βλ. φρ. του ’σκασα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα ένα φούσκο, βλ. φρ. του ’ριξα ένα φούσκο·
- τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου, με δέρνει κάποιος άγρια, τρώω ξύλο και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω με τον τάδε, τρώω τους φούσκους μου». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου (α), λ. χαστούκι.

χαστούκι

χαστούκι, το, ουσ. [;], το χαστούκι. 1. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός που δέχεται κάποιος: «η απόφαση του δικαστηρίου ήταν χαστούκι γι’ αυτόν». 2. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς: «η αδιαφορία του φίλου του στο μεγάλο του πρόβλημα ήταν γι’ αυτόν ένα χαστούκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια). Υποκορ. χαστουκάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ζόρικο τον θέλω και σκληρό αντράκι, να μου ρίχνει πού και πού κάνα χαστουκάκι). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- είναι για χαστούκια, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού κατηγορεί συνέχεια την παρέα μας χωρίς λόγο, είναι για χαστούκια». Συνών. είναι για γροθιές / είναι για ζίλια / είναι για καρπαζιές / είναι για κλοτσιές / είναι για μπάτσα ή είναι για μπάτσες / είναι για μπουνιές / είναι για ξύλο / είναι για σκαμπίλια / είναι για σφαλιάρες / είναι για φάπες / είναι για φούσκους·
- έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε να κάνει τον άγριο στον τάδε κι έφαγε τα χαστούκια του». Συνών. έφαγε ζίλια ή έφαγε τα ζίλια του / έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του / έφαγε μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα του ή έφαγε τις μπάτσες του / έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του / έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του / έφαγε φάπες ή έφαγε τις φάπες του / έφαγε φούσκους ή έφαγε τους φούσκους του·
- θέλει χαστούκια ή θέλει τα χαστούκια του ή τα θέλει τα χαστούκια του, βλ. φρ. είναι για χαστούκια·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, τα ηθικά πλήγματα, οι ατυχίες και οι απογοητεύσεις που δέχεται κάποιος κατά τη διάρκεια της ζωής του: «δεν αντέχω άλλο τα χαστούκια της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: όπα όπα τα μπουζούκια όπα και ο μπαγλαμάς, της ζωής μας τα χαστούκια με το γλέντι τα ξεχνάς
- τον πέθανα στα χαστούκια, βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια·
- τον πλάκωσα στα χαστούκια, τον χτύπησα αλλεπάλληλες φορές στο πρόσωπο: «τον πλάκωσα στα χαστούκια, γιατί μου έβρισε τη μάνα». Συνών. τον πλάκωσα στα ζίλια / τον πλάκωσα στις καρπαζιές / τον πλάκωσα στα μπάτσα ή τον πλάκωσα στις μπάτσες / τον πλάκωσα στα σκαμπίλια / τον πλάκωσα στις σφαλιάρες / τον πλάκωσα στις φάπες / τον πλάκωσα στους φούσκους·
- τον τάραξα στα χαστούκια, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «όταν κάποια στιγμή νευρίασα, τον άρπαξα απ’ το γιακά και τον τάραξα στα χαστούκια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια).Συνών. τον τάραξα στα ζίλια / τον τάραξα στις καρπαζιές / τον τάραξα στα μπάτσα ή τον τάραξα στις μπάτσες / τον τάραξα στα σκαμπίλια / τον τάραξα στις σφαλιάρες / τον τάραξα στις φάπες / τον τάραξα στους φούσκους·
- τον τρέλανα στα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή ειρωνευόταν ό,τι κι αν έλεγα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τρέλανα στα χαστούκια». Συνών. τον τρέλανα στα ζίλια / τον τρέλανα στις καρπαζιές / τον τρέλανα στα μπάτσα ή τον τρέλανα στις μπάτσες / τον τρέλανα στα σκαμπίλια / τον τρέλανα στις σφαλιάρες / τον τρέλανα στις φάπες / τον τρέλανα στους φούσκους·
- του άστραψα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα δυνατά: «απ’ τη στιγμή που δεν καθόταν φρόνιμα, του άστραψα ένα χαστούκι κι ηρέμησε». Συνών. του άστραψα ένα ζίλι / του άστραψα ένα μπάτσο ή του άστραψα μια μπάτσα / του άστραψα ένα σκαμπίλι / του άστραψα ένα φούσκο / του άστραψα μια σφαλιάρα / του άστραψα μια φάπα·
- του κάθισα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι·
- του ’ριξα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου, του ’ριξα ένα χαστούκι». Συνών. του ’ριξα ένα ζίλι / του ’ριξα μια καρπαζιά / του ’ριξα μια μπάτσα ή του ’ριξα ένα μπάτσο / του ’ριξα ένα σκαμπίλι / του ’ριξα ένα χαστούκι / του ’ριξα μια φάπα / του ’ριξα ένα φούσκο·
- του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, του έδωσα αλλεπάλληλα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «ήθελε να μου κάνει τον μάγκα, αλά του ’ριξα τα χαστούκια του κι ησύχασε»·
- του ’σκασα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του ’σκασα ένα χαστούκι, έκατσε αμέσως στ’ αβγά του». Συνών. του ’ριξα ζίλια ή του ’ριξα τα ζίλια του / του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του / του ’ριξα μπάτσα ή του ’ριξα μπάτσες ή του ’ριξα τα μπάτσα του ή του ’ριξα τις μπάτσες του / του ’ριξα σκαμπίλια ή του ’ριξα τα σκαμπίλια του / του ’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του / του ’ριξα φάπες ή του ’ριξα τις φάπες του / του ’ριξα φούσκους ή του ’ριξα τους φούσκους του·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι·
- τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, α. δέχομαι χαστούκια, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνει, τρώει χαστούκια, γι’ αυτό έπαψε να μαλώνει». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «στο εξής θα πατώ πόδι και θα πάψω να τρώω χαστούκια απ’ τον καθένα». γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «η δουλειά πήγαινε ρολόι, ώσπου άρχισα ξαφνικά να τρώω χαστούκια και δεν ήξερα τι να κάνω». Συνών. τρώω ζίλια ή τρώω τα ζίλια μου / τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου / τρώω μπάτσα ή τρώω μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου / τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου / τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις σφαλιάρες μου / τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου / τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου.