Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κίτρινος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κίτρινος, -η, -ο, επιθ. [<μτγν. κίτρινος <ουσ. κίτρον + κατάλ. -ινος], κίτρινος. 1. που είναι χλομός: «σε βλέπω λίγο κίτρινο, γι’ αυτό πρέπει να πας να σε δει κανένας γιατρός». 2. το θηλ. ως ουσ. η κίτρινη, (στη γλώσσα της αργκό) η λίρα: «έδωσε για καπάρο πενήντα κίτρινες». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε γεμίσω μάλαμα, με κίτρινες αντάλλαγμα, και δαχτυλίδια ένα σωρό, μανίτσα μου, να σε χαρώ).Συνών. ωχρή. 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα κίτρινα, τα ρούχα που έχουν κίτρινο χρώμα: «μου φαίνεται πως εκείνη με τα κίτρινα σε γλυκοκοιτάζει». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή τον γείτονα). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- έγινε κίτρινος σαν κερί ή έγινε κίτρινος σαν το κερί, βλ. λ. κερί·
- έγινε κίτρινος σαν λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- έγινε κίτρινος σαν φλουρί ή έγινε κίτρινος σαν το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- κίτρινη γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- κίτρινος πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- κίτρινος τύπος, βλ. λ. τύπος·
- με πιάνει κίτρινος πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- πήρα κίτρινο (ενν. φύλλο αγώνα), (και για τα δυο φύλα στη νεοαργκό) δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικού δεσμού, έφαγα χυλόπιτα: «δεν περίμενα να πάρω κίτρινο απ’ την τάδε, γιατί είχα την εντύπωση πως με γλυκοκοίταζε»·
- το κίτρινο φύλλο αγώνα, (για αθλητικές συναντήσεις) το επίσημο έντυπο στο οποίο αναγράφεται από το διαιτητή η ηττημένη ομάδα της συνάντησης: «τρεις αγώνες έδωσε η ομάδα μας και στους τρεις πήρε το κίτρινο φύλλο αγώνα». Αντίθ. το ροζ φύλλο αγώνα·  
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα.

κάρτα

κάρτα, η, ουσ. [<ιταλ. carta <ελλ. χάρτης], η κάρτα. Υποκορ. καρτούλα, η·
- ανοίγω κάρτα (σε κάποιον), (στη γλώσσα της αργκό) επιδιώκω να εκδικηθώ κάποιον για κάτι κακό που μου έκανε, δημιουργώ βεντέτα με κάποιον: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσες, σ’ άνοιξα κάρτα, φίλε μου, και δε θα μου τη γλιτώσεις». Από την εικόνα του ατόμου που σημειώνει σε μια κάρτα τα ατομικά στοιχεία κάποιου προσώπου·
- βγήκα κάρτα, αποκαλύφθηκα: «όπως κουβεντιάζαμε, μου ξέφυγε πως είχα ραντεβού με την αδερφή του και βγήκα κάρτα χωρίς να το καταλάβω». Από την εικόνα του διαιτητή που βγάζει κόκκινη κάρτα σε κάποιον ποδοσφαιριστή· 
- έρχομαι φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον προειδοποιώ ως διαιτητής, επιδεικνύοντάς του μια κίτρινη κάρτα, πως θα τον αποβάλω από το παιχνίδι. αν συνεχίσει να παίζει επικίνδυνα ή να συμπεριφέρεται ανάρμοστα: «επειδή έσπρωξε τον αντίπαλό του, καθώς περνούσε από δίπλα του, ο διαιτητής τον κάλεσε μπροστά του και του ’βγαλε κίτρινη κάρτα». β. (γενικά) τον προειδοποιώ με απειλητική διάθεση για κάποιο ατόπημά του ή για κάποια ενέργειά του σε βάρος μου, με την έννοια πως, αν το ξανακάνει, θα τον τιμωρήσω κατάλληλα: «του ’βγαλα κίτρινη κάρτα για τη βλακεία που έκανε κι αν την ξανακάνει, μαύρο φίδι που τον έφαγε!»·
- του βγάζω κόκκινη κάρτα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον αποβάλλω ως διαιτητής από το παιχνίδι, επιδεικνύοντάς του κόκκινη κάρτα, είτε επειδή επαναλαμβάνει το επικίνδυνο παίξιμό του είτε επειδή συνεχίζει την ανάρμοστη συμπεριφορά του, παραπτώματα που τις περισσότερες φορές του τα υπέδειξε αρχικά με αυστηρή παρατήρηση κι ύστερα με την κίτρινη κάρτα ως τελευταία προειδοποίηση: «μόλις ξαναχτύπησε τον αντίπαλο παίχτη, ο διαιτητής του ’βγαλε κόκκινη κάρτα || μόλις αντιλήφθηκε ο διαιτητής πως ο τάδε παίχτης εξακολουθούσε να φτύνει με κάθε ευκαιρία τον αντίπαλό του, του ’βγαλε κόκκινη κάρτα». β. (γενικά) τον διώχνω από τον κύκλο μου, από την παρέα μου: «επειδή έκανε όλο φασαρίες, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα || μόλις μάθαμε πως μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, του βγάλαμε κόκκινη κάρτα»·
- του δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κίτρινη κάρτα·
- του δείχνω κόκκινη κάρτα, βλ. φρ. του βγάζω κόκκινη κάρτα·
- φάτσα κάρτα, βλ. λ. φάτσα·
- χτυπώ κάρτα, α. αναφέρω την ώρα προσέλευσής μου στο χώρο της εργασίας μου, ιδίως σε εργοστάσιο και, κατ’ επέκταση, εργάζομαι σε εργοστάσιο: «είναι χρόνια τώρα που χτυπάει κάρτα σε μια βιομηχανία». (Τραγούδι: όσοι χτυπάνε, μάγκα μου, κάρτα στις εφτά, ξέρουν καλά τι πάει να πει ορθά κοφτά πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή, ένα δυάρι με κουζίνα το πολύ). β. (στη γλώσσα της αργκό) αποφυλακίζομαι με τον όρο να παρουσιάζομαι σε τακτά χρονικά διαστήματα στο οικείο αστυνομικό τμήμα: «κάθε μήνα χτυπάει κάρτα στον αστυνόμο της περιοχής του». γ. συχνάζω ανελλιπώς σε κάποιο μαγαζί: «κάθε μέρα χτυπώ κάρτα στο τάδε μπαράκι». Από την εικόνα του βιομηχανικού εργάτη, που ενημερώνει την κάρτα εργασίας του κατά την καθημερινή του προσέλευση στο εργοστάσιο στο οποίο εργάζεται.

κερί

κερί, το, ουσ. [<μσν. κερίν <αρχ. κηρίον, υποκορ. του ουσ. κηρός], μικρή λαμπάδα που ανάβει κανείς στην εκκλησία ή που το χρησιμοποιεί για φωτισμό. (Λαϊκό τραγούδι: άναψε το μπάρμπα Πέτρο το κερί το σπαρματσέτο). Υποκορ. κεράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψες που να καείς σαν το κεράκι της Λαμπρής). Με τη λ. κερί υπάρχει και το παρακάτω λογοπαίγνιο που είναι και δημοτικό τραγούδι: στου αρχιδιά- στου αρχιδιά- στου αρχιδιάκου την αυλή, ν’ ανάψω λί- ν’ ανάψω λί- ν’ ανάψω λίγο ένα κερί, όπου το λογοπαίγνιο γίνεται στη συγκοπή αρχιδιά- της λ. αρχιδιάκου που παραπέμπει στη λ. αρχίδι και στη συγκοπή λί- της λ. λίγο που σε συνδυασμό με την τελευταία συλλαβή -ψω της λ. ανάψω παραπέμπει στην ομόηχη λ. ψωλή· παρόμοιο λογοπαίγνιο γίνεται και με τη λ. πουτάνα (βλ. λ.). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άναψε το κερί, να δεις το λυχνάρι, βλ. λ. λυχνάρι·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- βρήκες άγιο ν’ ανάψεις κερί, βλ. λ. άγιος·
- γυρεύω με το κερί, βλ. φρ. ψάχνω με το κερί·
- δε βλάφτει ν’ ανάβεις κι από κανένα κερί, προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, να εκδηλώνει καμιά φορά σεβασμό, λατρευτική διάθεση προς το Θεό: «ξέρω πως δεν έχεις πολλά πάρε δώσε με τη θρησκεία, αλλά δε βλάφτει ν’ ανάβεις κι από κανένα κερί»·
- έγινε άσπρος σαν κερί ή έγινε άσπρος σαν το κερί, έχασε το χρώμα του προσώπου του από μεγάλο φόβο: «έγινε άσπρος σαν το κερί, μόλις αντιλήφθηκε πως δεν έπιαναν τα φρένα του». Από το ότι υπάρχουν και κεριά που έχουν άσπρο χρώμα· βλ. και φρ. έγινε κίτρινος σαν κερί·
- έγινε κίτρινος σαν κερί ή έγινε κίτρινος σαν το κερί, έχασε το χρώμα του προσώπου του από κάποια αρρώστια: «σίγουρα θα πρέπει να ’χει πρόβλημα με την υγεία του, γιατί το πρόσωπό του έγινε κίτρινο σαν το κερί». Από το ότι υπάρχουν και κεριά που έχουν κίτρινο χρώμα· βλ. και φρ. έγινε άσπρος σαν κερί·
- ζητώ με το κερί, βλ. φρ. ψάχνω με το κερί. (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί, δεν αγαπάνε όπως λέν’ στα παραμύθια)·
- κατά τον άγιο και το κερί του, βλ. λ. άγιος·
- κερί αναμμένο ή κεράκι αναμμένο, λέγεται σε περίπτωση ανθρώπου πολύ αφοσιωμένου σε κάτι ή σε κάποιον, ανθρώπου ταπεινού, που δε λογαριάζει το προσωπικό του συμφέρον, αλλά προσφέρεται στους άλλους ανά πάσα στιγμή: «τρία χρόνια στεκόμουν δίπλα του κερί αναμμένο, ώσπου δεν άντεξα τις ιδιοτροπίες του κι έφυγα || κερί αναμμένο έγινε για χάρη σου ο άνθρωπος κι εσύ δεν του ’πες ούτε ένα ευχαριστώ». Από την εικόνα του αναμμένου κεριού μπροστά στο εικόνισμα που μένει εκεί μέχρι να λιώσει·
- κερί και λιβάνι, ειρωνική απάντηση στο κύριε, με το οποίο μας προσφωνεί κάποιος, που δηλώνει πως δεν αποδεχόμαστε αυτή την προσφώνηση, γιατί θεωρούμε ότι ανήκουμε στη λαϊκή τάξη, όπου οι συνηθισμένες προσφωνήσεις είναι φίλε, αδερφέ, καρντάση, ξάδερφε, δικέ μου κ.ά., ή γιατί δε μας αρέσουν οι ψευτοευγένειες, ή γιατί δε μας αρέσουν οι τυπικότητες·
- κερί κεράκι, λαμπάδα λαμπαδάκι, στερεότυπη έκφραση με την οποία διαλαλεί ο πωλητής κεριών έξω από την εκκλησία το εμπόρευμά του, ιδίως τις μέρες που πλησιάζει η Ανάσταση·
- λιώνει σαν κερί (κεράκι) ή λιώνει σαν το κερί (κεράκι), αδυνατίζει μέρα με τη μέρα από στενοχώρια, αρρώστια ή ερωτικό καημό: «λιώνει κάθε μέρα σαν το κερί απ’ την κακιά που του ’λαχε του φουκαρά || λιώνει σαν το κεράκι, απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, όμως αυτή πέρα βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: έχω τρεις μέρες να τη δω και να την ανταμώσω κι αν δεν τη δω και σήμερα, σαν το κερί θα λιώσω // μαράζωσα, μανούλα μου, και σαν κεράκι λιώνω και βότανα δε βρίσκονται για το δικό μου πόνο
- λιώνει το κερί μου, βλ. συνηθέστ. σβήνει το καντήλι μου, λ. καντήλι·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, μην υπόσχεσαι πράγματα σε κάποιον που δεν μπορείς να κρατήσεις, γιατί εκ των υστέρων θα εκτεθείς·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, χρησιμοποιεί κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να πετύχει κάτι: «έταζε της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, ώσπου κατάφερε κι έβαλε το γιο του στην τράπεζα»·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος· 
- του ανάβω κερί, λέγεται σε περίπτωση που τιμώ, ευγνωμονώ απεριόριστα κάποιον για κάποιο καλό που μου έκανε: «κάθε μέρα του ανάβω κερί αυτού του ανθρώπου, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ήμουν σήμερα φυλακή». Από την εκκλησιαστική πρακτική, κατά την οποία, όταν μπαίνουμε στο ναό, ανάβουμε κερί ως ένδειξη λατρείας και σεβασμού απέναντι στα θεία·
- ψάχνω με το κερί, αναζητώ επίμονα να βρω κάποιον ή κάτι, γιατί αξίζει να τον βρω ή γιατί το έχω απόλυτη ανάγκη: «σήμερα ψάχνεις με το κερί για να βρεις έναν πραγματικό φίλο || μέρες τώρα ψάχνω με το κερί το τάδε ανταλλακτικό για τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου, αλλά δεν το βρίσκω». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μου κάνεις τον βαρύ θα ’ρθ’ η ώρα που πια δεν θα μου γουστάρεις, τώρα κάνεις τον βαρύ, μα θα ψάχνεις με κερί μες στα κέντρα και στα μπαρ να με τρακάρεις). Συνών. ψάχνω με το φανάρι.

λεμόνι

λεμόνι κ. λεϊμόνι, το, ουσ. [<μσν. λεμόνιον <ιταλ. limone <περσ. limun], το λεμόνι. Υποκορ. λεμονάκι κ. λεϊμονάκι, το (βλ. λ.)·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, βλ. λ. ξίδι.
- έγινε κίτρινος σαν λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι, χλόμιασε υπερβολικά, το πρόσωπό του πήρε κίτρινη όψη είτε λόγω κάποιας ξαφνικής αδιαθεσίας είτε λόγω υπερβολικού φόβου είτε λόγω απώλειας της αυτοκυριαρχίας του: «ξαφνικά, εκεί που ήταν μια χαρά, ίδρωσε κι έγινε κίτρινος σαν λεμόνι || με το που σήκωσε το χέρι του ο άλλος να τον χτυπήσει, δεν αντέδρασε καθόλου κι έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι || γιατί έγινες κίτρινος σαν λεμόνι, τι σου είπα ο καημένος!»·
- έγινε σαν λεμόνι ή έγινε σαν το λεμόνι, βλ. φρ. έγινε κίτρινος σαν λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι·
- κιτρίνισε σαν λεμόνι ή κιτρίνισε σαν το λεμόνι, βλ. φρ. έγινε κίτρινος σαν λεμόνι·
- μείναμε μόνοι σαν το λεμόνι, έκφραση απελπισίας ή πικρίας, ιδίως ηλικιωμένου ζευγαριού: «τα παιδιά μας παντρεύτηκαν, άνοιξαν δικά τους σπίτια κι εμείς μείναμε μόνοι σαν το λεμόνι». Από το ότι η νοικοκυρά έχει το λεμόνι ξέχωρα από τα άλλα τρόφιμα·
- τον έστυψε σαν λεμόνι ή τον έστυψε σαν το λεμόνι, βλ. συνηθέστ. τον έστυψε σαν λεμονόκουπα·
- τον πέταξε σαν στυμμένο λεμόνι ή τον πέταξε σαν το στυμμένο λεμόνι, βλ. συνηθέστ. τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, λ. λεμονόκουπα.

τύπος

τύπος, ο, θηλ. τύπισσα, η, ουσ. [<αρχ. τύπος <τύπτω], ο τύπος. 1. η εξωτερική μορφή, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου: «για πες μου τι τύπος είναι, όμορφος ή άσχημος;». 2. η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας του ανθρώπου: «μήπως ξέρες να μου πεις τι τύπος είναι; Είναι καλός ή κακός;». (Λαϊκό τραγούδι: μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής).3. άνθρωπος που ξεχωρίζει για το ήθος του, την προσωπικότητά του, που είναι ξεχωριστός: «είναι πολύ τύπος ο τάδε, γι’ αυτό τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας». 4. άνθρωπος ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος: «μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον τύπο, γιατί θα σου σπάσει τα νεύρα». 5. το εν λόγω άτομο, ο τάδε. (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός ο αψηλός, ποιος είν’ αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. άγνωστο άτομο που δε μας εμπνέει εμπιστοσύνη: «ήρθε και σε ζητούσε ένας τύπος, αλλά έκανα πως δε σε ήξερα, γιατί δε μου γέμισε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας κι ο τύπος πίσω απ’ το γραφείο βιάστηκε πάλι να μου πει σ’ ευχαριστούμε κύριε… θα ’μαστε σ’ επαφή). 7. υποτιμητικός χαρακτηρισμός ανθρώπου: «δεν είσαι καλά, που θα μπλεχτώ εγώ μ’ αυτόν τον τύπο!». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ ξημερώματα την Τρίτη εθεάθης μ’ ένα τύπο σ’ ένα ξενυχτάδικο, με την πράξη σου ετούτη μ’ έκανες φωτιά μπαρούτι κι έγινε που λέν’ το σώσε μες το Μπαρουτάδικο).8. η τυπογραφία: «έγινε πολύ καλός τυπογράφος, γιατί δουλεύει στον τύπο από μικρό παιδί». 9. η δημοσιογραφία: «ο τύπος διαμορφώνει την κοινή γνώμη». 10. (γενικά) οι εφημερίδες, τα περιοδικά: «ενημερώνομαι πάντοτε απ’ τον πρωινό τύπο || κάθε Κυριακή, παίρνω όλον τον τύπο της Κυριακής». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος των τύπων, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω (θέτω) το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- για τον τύπο ή για τους τύπους, για να τηρούνται τα προσχήματα: «τουλάχιστον για τον τύπο έπρεπε κι εσύ να τους χαιρετήσεις»·
- δεν είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα)δεν είναι από αυτούς που μπορώ να συναναστραφώ, δεν είναι της αρεσκείας μου, δε μου ταιριάζει: «μπορεί να ’ναι καλό παιδί, δεν αμφιβάλλω, αλλά δεν είναι ο τύπος μου, για να τον κάνω παρέα»·
- δεν είναι ο τύπος να… ή δεν είναι ο τύπος που…, δε συνηθίζει να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «ο τάδε δεν είναι ο τύπος να λέει ανοησίες || ο τάδε δεν είναι ο τύπος που βοηθάει τους συνανθρώπους του»·
- δεν είναι στον τύπο μου να… ή δεν είναι του τύπου μου να…, δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου, στην ιδιοσυγκρασία μου: «δεν είναι στον τύπο μου να διασκεδάζω στα μπουζούκια || δεν είναι του τύπου μου να ειρωνεύομαι τους άλλους»·
- δεν ταιριάζει στον τύπο μου να…, βλ. φρ. δεν είναι στον τύπο μου·
- δια του τύπου, με δημοσίευση στις εφημερίδες: «η είδηση έγινε γνωστή δια του τύπου»·
- είναι ακουστικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις όχι με το διάβασμα, αλλά αξιοποιώντας κυρίως την ακοή του: «επειδή είναι ακουστικός τύπος, προσέχει πάρα πολύ κατά την παράδοση του μαθήματος κι έτσι γλιτώνει και το διάβασμα»·
- είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα) είναι από αυτούς που μπορώ να το συναναστραφώ, που είναι της αρεσκείας μου, που μου ταιριάζει: «πολύ μ’ αρέσει να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι ο τύπος μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τ’ αγόρι μου, είναι ο τύπος μου, είναι ο άνθρωπος που αγαπώ
- είναι ο τύπος του…, αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο ενός συνόλου: «ο τάδε είναι ο τύπος του Έλληνα, που έχει αναπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας || ο τάδε είναι ο τύπος του γραφειοκράτη»·
- είναι οπτικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις ή να αποτυπώνει διάφορες παραστάσεις χρησιμοποιώντας κυρίως την όρασή του: «μόλις δει κάτι, δεν το ξεχνάει ποτέ, γιατί είναι οπτικός τύπος»·
- έχει τύπο, (και για τα δυο φύλα)έχει χαριτωμένη, ενδιαφέρουσα εμφάνιση, γι’ αυτό και ξεχωρίζει: «μπορεί να μην είναι όμορφο παλικάρι, αλλά έχει τύπο»·    
- κίτρινος τύπος, σκανδαλοθηρικές εφημερίδες ή περιοδικά που συνήθως για λόγους κυκλοφορίας παραποιούν, παραμορφώνουν την αλήθεια: «ο κίτρινος τύπος δημοσιεύει κάθε τόσο ροζ ιστορίες διάφορων προσωπικοτήτων». Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 ξέσπασε μεγάλος ανταγωνιστικός πόλεμος μεταξύ δυο μεγαλοεκδοτών εφημερίδων των Η.Π.Α., του Πούλιτζερ και του Χιρστ και αιτία ήταν ποιες από τις δυο εφημερίδες θα κάλυπταν πληρέστερα τον αγώνα του κουβανικού λαού, που ξεσηκώθηκε την εποχή αυτή για να αποτινάξει την ισπανική κυριαρχία. Σε αυτόν τον ανταγωνιστικό πόλεμο και στην προσπάθεια των δυο εφημερίδων να κυριαρχήσουν στην αγορά γράφηκαν και από τις δυο τόσο κραυγαλέες αναλήθειες, που η μερίδα του υγιούς δημοσιογραφικού κόσμου αποκάλεσε τότε για πρώτη φορά το είδος αυτό της δημοσιογραφίας κίτρινο τύπο. Και ο χαρακτηρισμός αυτός, γιατί, πριν ακόμα από την κουβανική επανάσταση, οι δυο εφημερίδες του Πούλιτζερ και του Χιρτς συναγωνίζονταν ποια από τις δυο θα δώσει καλύτερα στους αναγνώστες της μια ιστορία σε σκίτσα όπου πρωταγωνιστούσε ένα κίτρινο αγόρι. Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ αναγνωρίζοντας το ολίσθημά του και τις ακρότητες που δημοσίευσε στην εφημερίδα του The World και, θέλοντας να εξιλεωθεί στη συνείδηση του δημοσιογραφικού κόσμου αλλά και των αναγνωστών του, θέσπισε το βραβείο Πούλιτζερ της δημοσιογραφίας, που αποτελεί τη μέγιστη τιμητική διάκριση και αναγνώριση κάθε ευσυνείδητα μαχόμενου Αμερικανού δημοσιογράφου·
- κλειστός τύπος, βλ. φρ. κλειστός άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- κρατάει τους τύπους, δεν είναι εκδηλωτικός, συμπεριφέρεται με τρόπο ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «αυτός ο άνθρωπος κρατάει τους τύπους ακόμη και σε στενούς του συγγενείς»·
- μοναχικός τύπος, που έχει μάθει, που του αρέσει να ζει μόνος, που του αρέσει η μοναξιά: «δεν ξέρουμε πολλά για πάρτη του, γιατί είναι μοναχικός τύπος»·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- προσέχει τους τύπους, βλ. φρ. κρατάει τους τύπους·
- τύπος και υπογραμμός, άνθρωπος ξεχωριστός, άμεμπτος, πρότυπο για μίμηση: «δεν μπορείς να βρεις τίποτα κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τύπος και υπογραμμός»·
- υπό τύπον…, α. με κάποια συγκεκριμένη μορφή: «του ’δωσε ένα ποσό υπό τύπον δανείου». β. για κάποιο συγκεκριμένο λόγο: «του ’πε μια ανοησία υπό τύπον αστειότητας κι αυτός παρεξηγήθηκε!».

φόβος

φόβος, ο, ουσ. [<αρχ. φόβος], ο φόβος. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άσπρισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε άσπρος απ’ το φόβο του·
- διά τον φόβο(ν) των Ιουδαίων, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος φοβάται πάρα πολύ και για το λόγο αυτό παίρνει τις κατάλληλες προφυλάξεις: «έχω το ταμείο μου πάντοτε ανοιχτό, αλλά έχω βάλει κι ένα συναγερμό διά τον φόβον των Ιουδαίων, που ενεργοποιείται μόλις κάνει κανείς να το αγγίξει». Από το ότι μετά την Ανάστασή του Χριστού, οι δώδεκα μαθητές φοβούμενοι το μένος των Ιουδαίων έμεναν κρυμμένοι. Πρβλ.: μετά δέ ταῦτα ἠρώτησε τόν Πιλᾶτον Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, ὤν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα… (Ιωάν. ιθ΄ 38)·
- δεν έχει φόβο, δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο: «άφησα το γιο μου να κάνει παρέα μαζί του, γιατί είναι καλό παιδί και δεν έχει φόβο || μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχει φόβο || πάτα όσο δυνατά θέλεις πάνω στο σανίδι, δεν έχει φόβο»·
- δεν υπάρχει φόβος, βλ. φρ. δεν έχει φόβο·
- διασκεδάζω τους φόβους του, προσπαθώ να τους διαλύσω, να τους διασκορπίσω: «είχε αγωνία που είχαν αργήσει τα παιδιά του απ’ την εκδρομή τους κι εγώ προσπαθούσα με χίλια δυο να διασκεδάσω τους φόβους του»·
- έγινε άσπρος απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, κιτρίνισε, χλόμιασε από το φόβο του: «μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του ο δικός σου»·
- είναι ο φόβος και ο τρόμος, λέγεται για οποιονδήποτε ή για οτιδήποτε προκαλεί πολύ μεγάλο φόβο, αποτελεί πολύ μεγάλο φόβητρο: «κάθε φορά που τον πιάνει η τρέλα, είναι ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της γειτονιάς || έχει ένα αγριόσκυλο ο τάδε, που είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής»·
- κατουρήθηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να σηκώνεται όρθιος και να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω του, κατουρήθηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τους φεύγει το κάτουρο·
- κιτρίνισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ το φόβο ή μου λύθηκε ο αφαλός απ’ το φόβο, βλ. λ. αφαλός·
- με ζώνει ο φόβος, κυριεύομαι από φόβο: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, με ζώνει ο φόβος»·
- μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή, πολύ συνεσταλμένα: «ήρθε μετά φόβου Θεού και μου ζητούσε να τον βοηθήσω». Από την εκκλησιαστική φρ. κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας: μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε·
- ο φόβος φυλάει τα έρημα ή ο φόβος φυλάει τα έρμα, ο φόβος του νόμου ασφαλίζει από την κλοπή την αφύλακτη ιδιοκτησία: «έχει μια μάντρα με ανταλλακτικά και δεν έχει βάλει φύλακα, γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα»·
- πάγωσα απ’ το φόβο μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «ξέρεις τι είναι να βλέπεις να ’ρχεται ολόκληρο φορτηγό καταπάνω σου; Πάγωσα απ’ το φόβο μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, αυτός που νιώθει μεγάλο φόβο να μην μπορεί να κουνηθεί, να μην μπορεί να αντιδράσει·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- πήρα έναν φόβο! φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, πήρα έναν φόβο!». Πολλές φορές, για περισσότερο έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι φόβο(!)·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. φρ. χέστηκε απ’ το φόβο του·
- το πήρα από φόβο ή το ’χω πάρει από φόβο, αντιμετωπίζω κάτι πάντα με φόβο: «με τέτοιο αυτοκίνητο κινδύνεψα να σκοτωθώ, κι από τότε το πήρα από φόβο και δεν μπαίνω μέσα»·
- τον πήρα από φόβο ή τον έχω πάρει από φόβο, τον αντιμετωπίζω πάντα με φόβο: «την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν πολύ αγριεμένος κι από τότε τον πήρα από φόβο»·
- υπάρχει φόβος να… ή υπάρχει φόβος ότι θα…, υπάρχει κίνδυνος να…, υπάρχει κίνδυνος ότι θα…: «απ’ ότι λένε, υπάρχει φόβος να υποτιμηθεί το ευρώ || υπάρχει φόβος ότι θα πέσει η κυβέρνηση»·
- χέστηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει μαχαίρι και να ’ρχεται καταπάνω του, χέστηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τα κάνουν απάνω τους·
- χωρίς φόβο και πάθος, με θάρρος και χωρίς εμπάθεια: «λέει πάντοτε την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, γι’ αυτό και όλοι τον υπολογίζουν». Από την κατάληξη του επίσημου όρκου που δίνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, λίγο πριν αρχίσει την κατάθεσή του.