Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κίνδυνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κίνδυνος, ο, ουσ. [<αρχ. κίνδυνος], ο κίνδυνος. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), εκθέτω σε κίνδυνο κάποιον ή κάτι: «με τις άστοχες ενέργειές σου βάζεις σε κίνδυνο όλη την οικογένειά σου || με τα συνεχή ξενύχτια σου βάζεις σε κίνδυνο την υγεία σου»·
- βρίσκεται εκτός κινδύνου, βλ. φρ. είναι εκτός κινδύνου·
- διατρέχω κίνδυνο να… ή διατρέχω τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: «μη σκύβεις πολύ έξω απ’ το μπαλκόνι, γιατί διατρέχεις τον κίνδυνο να βρεθείς στο κενό || δεν πλήρωσα τα τελευταία νοίκια του σπιτιού και διατρέχω τον κίνδυνο να με πετάξει έξω ο σπιτονοικοκύρης μου»·    
- είναι δημόσιος κίνδυνος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «μην του δώσεις ποτέ να οδηγήσει τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί είναι δημόσιος κίνδυνος!». β. είναι επικίνδυνος για την κοινωνία: «δραπέτευσε απ’ το φρενοκομείο ένας τρόφιμος, που είναι δημόσιος κίνδυνος!»·
- είναι εκτός κινδύνου, α. παρόλο το σοβαρό τραυματισμό του ή παρ’ όλη τη σοβαρή ασθένειά του έχει διαφύγει τον κίνδυνο να πεθάνει: «μετά την τελευταία εξέταση ο γιατρός ανακοίνωσε πως ο ασθενής είναι εκτός κινδύνου». β. (γενικά) έχει διαφύγει τον οποιοδήποτε κίνδυνο: «τώρα που παραγράφηκε η υπόθεση της κατάχρησης, είναι εκτός κινδύνου»·
- είναι κίνδυνος θάνατος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «όποτε παίρνει τ’ αυτοκίνητό του, είναι κίνδυνος θάνατος!». β. οτιδήποτε θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή μας: «τα ναρκωτικά είναι κίνδυνος θάνατος για τη νεολαία μας!». (Λαϊκό τραγούδι: κίνδυνος-θάνατος! για πάρτε το χαμπάρι, καινούρια μέτρα οι γυναίκες έχουν πάρει· κι όποιος στον έρωτα σωστά δεν περπατήσει ένα μπουκάλι βιτριόλι θ’ αντικρίσει).Από την ένδειξη «κίνδυνος θάνατος!» που υπάρχει σε διάφορα μέρη, ιδίως από όπου περνάει ρεύμα υψηλής τάσεως·
- έξοδος κινδύνου, βλ. λ. έξοδος·
- θέτω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι)·
- κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώ κάποιον ή κάποιους για επικείμενο κακό ή για επικείμενη δυσάρεστη κατάσταση: «για να σας κρούω εγώ τον κώδωνα του κινδύνου, σημαίνει πως ο νέος διευθυντής είναι πολύ στραβόξυλο»·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη απειλή, ο μεγαλύτερος απειλητικός ή αρνητικός παράγοντας: «τα ναρκωτικά είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος της νεολαίας». Πολλές φορές, στον προφορικό λόγο η φρ. σε συντομία ο υπ’ αριθμ. ένα κίνδυνος·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, κατηγορία ατόμων που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από κάτι: «οι ναρκομανείς και οι ομοφυλόφιλοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου να προσβληθούν από το έιτζ»·
- σήμα κινδύνου, το S.O.S. ιδίως της αεροπλοΐας και της ναυσιπλοΐας: «το τάδε πλοίο εξέπεμψε σήμα κινδύνου».

έξοδος

έξοδος, η, ουσ. [<αρχ. ἔξοδος], η έξοδος· η απομάκρυνση από ένα τόπο για λόγους αναψυχής ή η αναχώρηση από το σπίτι για νυχτερινή διασκέδαση: «κάθε καλοκαίρι παρατηρείται μεγάλη έξοδος των Θεσσαλονικέων προς τις ακτές της Χαλκιδικής || το βράδυ έχουμε έξοδο με την παλιοπαρέα για να πάμε στα μπουζούκια»·
- έξοδος κινδύνου, ειδική πόρτα από την οποία μπορούν να απομακρυνθούν με ασφάλεια τα άτομα που βρίσκονται σε κάποιο κλειστό χώρο, όπου προέκυψε ξαφνικά κάποια επικίνδυνη κατάσταση: «μόλις εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, οι θαμώνες του κέντρου βγήκαν πανικόβλητοι από την έξοδο κινδύνου». (Λαϊκό τραγούδι: η αστυνομία πάλι μπλόκο ετοιμάζει του περιθωρίου τα σκουπίδια να μαντρώσει κι εσύ σε μια τρύπα ψάχνεις να ξεράσεις κι εγώ μια έξοδο κινδύνου να με σώσει
- έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων, (ειρωνικά) η συγκατάθεση της συζύγου προς το σύζυγό της για νυχτερινή διασκέδαση, ιδίως με την παρέα του: «σήμερα παιδιά πάμε όπου θέλετε, γιατί έχω έξοδο μετά δημοσίων θεαμάτων». Από τη γλώσσα του στρατού, όπου υπήρχε παλιότερα παρόμοια άδεια εξόδου·
- κάνω έξοδο, (για τερματοφύλακες) απομακρύνομαι ορμητικά από την εστία μου για να προλάβω να μπλοκάρω ή να αποκρούσω την μπάλα: «μόλις χτυπήθηκε το κόρνερ, ο τερματοφύλακας έκανε έξοδο και απέκρουσε την μπάλα με τις γροθιές του».