Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κέφι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κέφι, το, ουσ. [<τουρκ. keyif], η ευθυμία, η καλή ψυχική διάθεση, η ευδιαθεσία: «το κέφι τον κάνει άλλον άνθρωπο»·  Υποκορ. κεφάκι, το. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- ανάλογα με τα κέφια μου ή ανάλογα τα κέφια μου, σύμφωνα με τη διάθεση της στιγμής, καλή ή κακή: «δεν ξέρω ακόμη τι θα κάνω το βράδυ, ανάλογα τα κέφια μου»·
- άναψε το κέφι, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις βγήκαν οι γυμνόστηθες χορεύτριες στην πίστα, άναψε το κέφι || μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το κέφι για τα καλά»·
- βρίσκομαι στα κέφια ή βρίσκομαι στα κέφια μου ή βρίσκομαι στο κέφι ή βρίσκομαι στο κέφι μου, βλ. φρ. είμαι στα κέφια·
- για κέφι ή για κέφι μου ή για το κέφι μου, μόνο και μόνο για τη διασκέδασή μου, για την ευχαρίστησή μου, μόνο και μόνο επειδή έτσι μου αρέσει: «μπορώ για το κέφι μου να σπάσω και χίλια πιάτα στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: εκμεταλλεύεσαι το πόσο σ’ αγαπώ και δεν μπορώ χωρίς εσέ να κάνω βήμα, πάντα για κέφι σου με κάνεις να πονώ, είναι κρίμα, είναι κρίμα, είναι κρίμα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι. Τις φορές που λέγεται με επιθετική διάθεση η φρ. κλείνει με το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή με το εσύ τι ενδιαφέρεσαι, για να συνεχίσει πολλές φορές με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή με το δικηγόρο σε βάλανε; Συνών. για γούστο ή για γούστο μου ή για το γούστο μου / για καύλα ή για την καύλα ή για την καύλα μου·
- δε μου κάνει κέφι, δε μου αρέσει, δε μου προξενεί ευχαρίστηση: «δε μου κάνει κέφι αυτός ο άνθρωπος || δε μου κάνει κέφι να ’ρθω το βράδυ μαζί σας στα μπουζούκια»·
- δεν είναι στα κέφια του, δε βρίσκεται σε καλή ψυχική διάθεση, είναι στενοχωρημένος, θυμωμένος ή νευριασμένος: «δεν είναι κατάλληλη ώρα να ζητήσεις αύξηση απ’ τ’ αφεντικό, γιατί δεν είναι στα κέφια του»·
- δεν το κάνω κέφι, (για πράγματα) δεν είναι της αρεσκείας μου, γι’ αυτό δεν ενδιαφέρομαι να το αποκτήσω: «τζάμπα να μου το δίνουν αυτό τ’ αυτοκίνητο, δεν το παίρνω, γιατί δεν το κάνω κέφι». Συνών. δεν το κάνω γούστο·
- δεν τον κάνω κέφι, (για πρόσωπα) δεν επιδιώκω τη συντροφιά του, γιατί είναι άνθρωπος που δε με ευχαριστεί, γιατί μου είναι αντιπαθητικός: «αν θα είναι και ο τάδε μαζί σας, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί δεν τον κάνω κέφι». Συνών. δεν τον κάνω γούστο·
- διαβολεμένο κέφι, που βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ένταση: «σ’ όλη την παρέα επικρατούσε διαβολεμένο κέφι»·
- δίνω κέφι, προξενώ, δημιουργώ ευχάριστη ατμόσφαιρα: «καλά που ’ρθε ο τάδε κι έδωσε λίγο κέφι στην παρέα»·
- δουλεύει με κέφι, εργάζεται με όρεξη, με διάθεση, και για το λόγο αυτό, εργάζεται αποδοτικά, παράγει έργο: «μόνο όταν δουλεύει με κέφι, βγάζει δουλειά»·
- είμαι στα κέφια ή είμαι στα κέφια μου ή είμαι στο κέφι ή είμαι στο κέφι μου, είμαι ευδιάθετος, χαρούμενος: «όταν είμαι στα κέφια μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ σε κανέναν τίποτα»·
- έρχομαι στα κέφια ή έρχομαι στα κέφια μου ή έρχομαι στο κέφι ή έρχομαι στο κέφι μου, ευθυμώ, ιδίως με τη βοήθεια ποτού, τραγουδιού ή τη χρήση χασισιού: «μόλις ακούσει κάποιο καλό λαϊκό τραγούδι, έρχεται στα κέφια || με τις πρώτες ρουφηξιές απ’ το τσιγαρλίκι, έρχομαι στα κέφια μου»·
- έχω κέφι ή έχω κέφια ή έχω τα κέφια μου, βρίσκομαι σε καλή ψυχική διάθεση, σε κατάσταση ευθυμίας, περνώ περίοδο ευδιαθεσίας, είμαι ευδιάθετος: «όταν έχω τα κέφια του, μπορώ να κάνω και τα πιο τρελά πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: έχω κέφια, έχω κέφια στην καρδιά και στο μυαλό, είμαι φουλ ερωτευμένος, πάω να τρελαθώ και να εκραγώ
- καθένας με το κέφι του, λέγεται με αρνητική διάθεση για κάποιον ή κάποιους που, ενώ την κοινωνία την απασχολούν σοβαρά προβλήματα, αυτός ή αυτοί αδιαφορούν και ασχολούνται αποκλειστικά με πράγματα της αρεσκείας τους: «στα Βαλκάνια μένεται ο πόλεμος και στην Ελλάδα καθένας με το κέφι του». Συνών. καθένας με την καύλα του / καθένας με το γούστο του·
- κάνω κέφι, α. ευθυμώ με τη βοήθεια ποτού, τραγουδιού ή τη χρήση χασισιού: «με τα πρώτα ποτηράκια που πίνω, αρχίζω και κάνω κέφι». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φέρω λατέρνα, κάνε κέφι και κέρνα).β. ευχαριστιέμαι: «αυτός ο άνθρωπος μπορεί να κάνει κέφι και με τα πιο απλά πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: ο μαχαραγιάς βγαίνει σεργιάνι με νταούλια με βιολιά· θα σκορπίσει, για να κάνει κέφι,λίρες και φλουριά
- κάνω το κέφι μου, α. ενεργώ σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, κάνω αυτό που μου αρέσει, χωρίς να νοιάζομαι για τις συνέπειες ή για τις βλάβες που προξενώ στους άλλους: «δεν μπορείς να κάνεις πάντα το κέφι σου και να σε ανεχόμαστε!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). β. επιβάλλω σε γυναίκα την ερωτική πράξη μόνο και μόνο για την ευχαρίστησή μου: «έκανε πρώτα καλά καλά το κέφι του μαζί της κι ύστερα την παράτησε». (Λαϊκό τραγούδι: πίστεψα στους όρκους σου και στις υποσχέσεις· νόμιζα, η άμοιρη, πως με αγαπάς· ώσπου τα κατάφερες να με καταστρέψεις έκανες τα κέφια σου και με παρατάς).Συνών. κάνω το γούστο μου·
- κατά τα κέφια μου, βλ. φρ. ανάλογα με τα κέφια μου·
- κέφι μου, έτσι θέλω, έτσι μου αρέσει, έτσι με ευχαριστεί: «κέφι μου να παίζω χαρτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εσένα ο κώλος σου πονάει; Συνών. γούστο μου / καύλα μου·
- κέφι μου θα γίνει; (για καταστάσεις ή συνήθειες) δε θα εξαρτηθώ από αυτό, μπορώ να αντισταθώ, μπορώ να το αποβάλω: «και βέβαια μπορώ να κόψω ό,τι ώρα θέλω το τσιγάρο, κέφι μου θα γίνει;». Συνών. γούστο μου θα γίνει(;)·
- κέφι μου θα γίνεις; (για πρόσωπα) δε θα μου επιβάλεις εσύ τον τρόπο με τον οποίο θα διασκεδάσω: «εγώ δε θέλω να ’ρθω στα μπουζούκια, κέφι μου θα γίνεις;». Συνών. γούστο μου θα γίνεις(;)·
- κόπηκε το κέφι μου ή μου κόπηκε το κέφι, α. έχασα την ευθυμία μου, την ευδιαθεσία μου από κάτι που δε μου άρεσε ή που με ενόχλησε ή και χωρίς ιδιαίτερο λόγο: «μόλις τον είδα να κάνει ένα σωρό βλακείες, επειδή σούρωσε, μου κόπηκε το κέφι κι ήθελα να φύγω». β. ένιωσα πικρία, ιδίως για κάτι που έχει ή απολαμβάνει κάποιος και που εγώ το στερούμαι έντονα: «και βέβαια μου κόπηκε το κέφι, όταν τον είδα να πληρώνει εκατό χιλιάδες για τα σπασμένα, ενώ εγώ δεν έχω ούτε χιλιάρικο!»·
- με κέφι, με διάθεση, με όρεξη, με ευδιαθεσία: «έπεσαν με κέφι στη δουλειά || έπεσε με κέφι στο διάβασμα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί θαρρείς με κέφι τραγουδάμε τη ζωή; Θαρρείς η ζω που τραγουδάμε μας στάθηκε καλή;
- μη μου χαλάς τα κέφια (μου), μη μου χαλάς την ευχαρίστηση που νιώθω, όταν βρίσκομαι στο κέφι, εκπλήρωσε τις επιθυμίες μου: «σ’ αγαπώ πάρα πολύ, γι’ αυτό μη μου χαλάς τα κέφια μου και πάμε στη γκαρσονιέρα!». Συνών. μη μου χαλάς τα γούστα (μου)· βλ. και φρ. μη μου χαλάς τα κέφια σου·
- μη μου χαλάς τα κέφια σου, μη στενοχωριέσαι: «ό,τι ζημιά γίνει, θα την πληρώσω εγώ, γι’ αυτό μη μου χαλάς τα κέφια σου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι παιδάκι τσίφτικο κι εγώ θα καθαρίσω, μη μου χαλάς τα κέφια σου,θα ’ρθω μέσα στ’ αδέρφια σου εγώ να τους μιλήσω). Συνών. μη μου χαλάς τα γούστα σου·
- μου κάνει κέφι, βλ. λ. κεφάρω·
- μου φτιάχνει το κέφι, (για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις) με επαναφέρει σε κατάσταση ευθυμίας, ευδιαθεσίας: «όταν είμαι στενοχωρημένος, μόνο ο τάδε μου φτιάχνει το κέφι || μόνο ένα ταξίδι μπορεί να μου φτιάξει το κέφι». (Λαϊκό τραγούδι: το μπαγλαμά τ’ αδέλφι του που του ’φτιαχνε το κέφι του
- μου χαλάει το κέφι, (για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις) διακόπτει, καταστρέφει την ευδιαθεσία μου, την ευθυμία μου: «αυτός ο άνθρωπος πάντα μου χαλάει το κέφι, γιατί θυμάμαι δυσάρεστα πράγματα, μόλις τον βλέπω || μου χαλάει το κέφι, κάθε φορά που φέρνω στο νου μου το διαζύγιό μου»·  
- πάνω στα κέφια ή πάνω στα κέφια μου ή πάνω στο κέφι ή πάνω στο κέφι μου, κατά τη διάρκεια του κεφιού ή υπό την επήρεια του κεφιού: «πάνω στα κέφια, έσπασε όλα τα πιάτα του μαγαζιού || πάνω στα κέφια μου, άρχισα να κερνώ όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: στα κέφια πάνω, κούκλα μου, θα κάνουμε στραπάτσα, για γούστο θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα
- πάνω στο τσακίρ κέφι, βλ. λ. τσακίρ·
- πίνει ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, βλ. λ. πίνω·
- πώς πάν’ τα κέφια; έκφραση ενδιαφέροντος για την ψυχική διάθεση κάποιου, υπό μορφή χαιρετισμού: «γεια σου, ρε Νίκο, πώς πάν’ τα κέφια;»·
- σπάω κέφι, διασκεδάζω: «πήγα στα μπουζούκια κι έσπασα ωραίο κέφι || τον κοροϊδεύαμε για να σπάσουμε κέφι». (Λαϊκό τραγούδι: και στο ντουμάνι του λουλά θα σπάσουμε κεφάκι για να ξεχνάμε μάγκα μου το κάθε μας μεράκι
- την κάνω κέφι, (για άντρες) είναι γυναίκα που μου αρέσει ερωτικά, που λαχταρώ να την αποκτήσω: «πολύ την κάνω κέφι αυτή τη γυναίκα». Συνών. την κάνω γούστο·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- το κάνω για κέφι, βλ. φρ. το κάνω για γούστο, λ. γούστο·
- το κάνω κέφι, (για πράγματα) μου αρέσει, λαχταρώ να το αποκτήσω: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το κάνω πολύ κέφι». Συνών. το κάνω γούστο·
- τον κάνω κέφι, είναι άνθρωπος που μου αρέσει, που επιζητώ την παρέα του, τη συντροφιά του: «αυτόν τον άνθρωπο τον κάνω κέφι». Συνών. τον κάνω γούστο·
- τσακίρ κέφι, βλ. λ. τσακίρ·
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, του κάνω όλα τα χατίρια, πραγματοποιώ όλες τις επιθυμίες του, όλες τις ιδιοτροπίες του, όλα του τα καπρίτσια: «έτσι όπως του κάνεις όλα τα κέφια, θα το κακομάθεις το παιδί! || γιατί να μη μ’ αγαπάει, απ’ τη στιγμή που του κάνω όλα του τα κέφια;»·
- του φτιάχνω το κέφι, τον επαναφέρω σε κατάσταση ευθυμίας, ευδιαθεσίας: «όταν είναι ο φίλος μου στενοχωρημένος, η γυναίκα με καλεί στο σπίτι τους, γιατί είμαι ο μόνος που ξέρω να του φτιάχνω το κέφι». (Λαϊκό τραγούδι: το μπαγλαμά τ’ αδέρφι του, που του ’φτιαχνε το κέφι του, ενέχυρο τον έδωσε και ο κυρ Θάνος έσβησε
- του χαλώ τα κέφια ή του χαλώ το κέφι, διακόπτω, καταστρέφω την ευδιαθεσία του, την ευθυμία του, την καλή ψυχική διάθεση που έχει: «με την κοτσάνα που πέταξες του χάλασες το κέφι». (Λαϊκό τραγούδι: και πάψε πια να μου κολλάς, τα νεύρα μου μη μου τα σπας, το κέφι μου μη μου χαλάς και γράψε λάθος
- φτάνω στα κέφια ή φτάνω στα κέφια μου ή φτάνω στο κέφι ή φτάνω στο κέφι μου, βλ. συνηθέστ. έρχομαι στα κέφια·
- φτιάχνω κέφι, α. διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, έρχομαι σε κατάσταση ευδιαθεσίας, ευθυμώ: «μόνο στα μπουζούκια φτιάχνω κέφι || πάμε στα μπουζούκια να φτιάξουμε κέφι;». β. δημιουργώ κατάσταση ευθυμίας, κεφιού: «μόνο ο τάδε ξέρει να φτιάχνει κέφι στην παρέα»·
- χάνω τα κέφια μου ή χάνω το κέφι μου, χάνω την ευδιαθεσία μου, την ευθυμία μου, την καλή ψυχική διάθεση που έχω: «μόλις έχασα το κέφι μου, σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: τι πιοτό μ’ έχεις κεράσει και το κέφι μου έχω χάσει).

κεφάρω

κεφάρω, ρ. [<κέφι + κατάλ. -άρω]. 1. (στη νεοαργκό) νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό για κάποιον ή για κάτι: «πολύ κεφάρω το φίλο σου, γιατί είναι ξηγημένο παλικάρι || πολύ το κεφάρω αυτό το τραγούδι!». 2. μου αρέσει κάποιος ή κάτι πάρα πολύ και ποθώ έντονα να τον  αποχτήσω: «πολύ την κεφάρω αυτή τη γκόμενα || πολύ κεφάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». 3. κάνω κέφι, ευχαριστιέμαι: «πολύ κεφάρω να γλεντώ στα μπουζούκια».

πίνω

πίνω, ρ. [<αρχ. πίνω], πίνω. 1α. είμαι αλκοολικός, μέθυσος: «απ’ τη μέρα που άρχισε να πίνει, κινδυνεύει να καταστραφεί». (Τραγούδι: πίνω για να ξεχνώ τον πόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη ρετσίνα κεχριμπάρι). β. πίνω αλκοόλ, πίνω οινοπνευματώδες ποτό: «συναντήθηκα τυχαία στο δρόμο με τον τάδε κι ήπιαμε κάνα δυο τρία ποτηράκια σ’ ένα ουζερί». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραία, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). 2. απορροφώ υγρό: «κλείσε τη φωτιά κι άσε το φαγητό να πιει το νερό του». 3α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση χασισιού ή άλλου ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: τουμπεκί απ’ την Περσία βρε, πίνει ο μάγκας με ησυχία // θα κάνω γιουφ από λαγού ποδάρι κι όλη την πρέζα με την μύτη μου θα πιω). β. καπνίζω: «καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου μου». 4. ως άκλ. ουδ. το πιει, αυτό που πίνεται, ιδίως το ποτό: «πρέπει να κόψεις το πιει, γιατί σε λίγο σε βλέπω αλκοολικό». (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, βλ. λ. άλλος·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- άντε πιες το γάλα σου! (το γαλατάκι σου!), βλ. λ. γάλα·
- ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει, βλ. λ. ξίδι·
- ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκορδοστούμπι·
- ας πιει σόδα ή να πιει σόδα, βλ. λ. σόδα·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, βλ. λ. Γιάννης·
- είναι να την πιεις στο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι
- θα σου πιω το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, βλ. λ. νερό·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- μου ήπιε το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- ο διψασμένος πίνει σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- ο παίζων χάνει και πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
- όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, βλ. λ. μεθώ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, βιαστική ενέργεια για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- πιες πρώτα το γαλατάκι σου! βλ. λ. γαλατάκι·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, βλ. λ. βαρέλι·
- πίνει ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, η υψηλή κοινωνική θέση δίνει άλλοθι στις πράξεις αυτών που την κατέχουν·
- πίνει σαν νεροφίδα, βλ. λ. νεροφίδα·
- πίνει σαν πούστης ή πίνει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- πίνει σαν σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- πίνουμε ένα (κάνα) ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω άντερα ή πίνω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- πίνω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- πίνω στην υγεία σου! ευχετική πρόποση·
- πίνω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- πίνω το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- πίνω το πικρό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πίνω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρα·
- πίνω τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- πίνω φαρμάκι ή πίνω φαρμάκια, βλ. λ. φαρμάκι·
- πίνω χασίσι, βλ. λ. χασίσι·
- τα πίνω, α. πηγαίνω τακτικά στην ταβέρνα ή στο μπαρ με σκοπό να πιω, είμαι πότης: «μαζεύονται κάθε βράδυ στην ταβέρνα και τα πίνουν». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το βράδυ το σκοτεινό είμαι μονάχος και σε ζητώ. πού να γυρίζεις, πού να γλεντάς, με ποιον τα πίνεις και με ξεχνάς). β. συνηθίζω να ξοδεύω τα λεφτά μου στο πιοτό: «όσα βγάζει πάει και τα πίνει»·
- το πίνω, μου αρέσει το πιοτό, πίνω πολύ. (Τραγούδι: εγώ το πίνω και το λέω, γίνομαι στουπί και δε με νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει
- το πίνω και με πίνει, δεν αντέχω στο πιοτό ή μου προξενεί εξουθενωτικό μεθύσι: «αφού το πίνεις και σε πίνει, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτό το πιοτό!». (Λαϊκό τραγούδι: το πίνω και ο πόνος μου ούτε στιγμή δε σβήνει, απόψε τ’ αφιλότιμο το πίνω και με πίνει
- τον ήπια (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), α. (στη νεοαργκό, ιδίως για γυναίκα) δέχτηκα να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «τον ήπια, γιατί ήταν και όμορφο αγόρι, αλλά και τεστοστερόνης». β. (γενικά) ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα, την πάτησα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που στο τέλος τον ήπια χωρίς να το καταλάβω»·
- τον ήπιε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον πίνει τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- τρώει και πίνει, βλ. λ. τρώω·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη.

τσακίρ

τσακίρ, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. çakir (= γαλανός, κρασί)], συνοδεύεται πάντοτε από τη λ. κέφι·
- πάνω στο τσακίρ κέφι, κατά τη διάρκεια έντονου κεφιού που έχει προέλθει από την κατανάλωση κρασιού, λίγο πριν από το μεθύσι: «πάνω στο τσακίρ κέφι αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί ρεμπέτικα τραγούδια»·
- τσακίρ κέφι, έντονο κέφι έπειτα από κατανάλωση κρασιού και λίγο πριν από το μεθύσι: «την ώρα που μπήκα στο μαγαζί, όλη η παρέα ήταν στο τσακίρ κέφι».