Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάπου

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάπου, επίρρ. [από τη φρ. κἂν πού], αόριστη και αφηρημένη αναφορά σε μέρος: «μου φαίνεται πως κάπου έχουμε γνωριστεί». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου θα σμίξουμε να καθαρίσουμε κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω)· περίπου: «ήταν κάπου πενήντα νοματαίοι»·
- κάποιος κάπου κάποτε, βλ. λ. κάποιος·
- κάπου ανάμεσα, βλ. λ. ανάμεσα·
- κάπου κάπου, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «κάπου κάπου περνάει απ’ το μπαράκι μας και μας βλέπει». (Λαϊκό τραγούδι: τα βάσανά μας λέγαμε και κάπου κάπου κλαίγαμε). Συνών. από καιρό σε καιρό / πότε πότε / που και που·
- ο καθένας από κάπου μπάζει, βλ. λ. καθένας.

ανάμεσα

ανάμεσα, επίρρ. [<μσν. ἀνάμεσα, από το επίθ. ἀνάμεσος], ανάμεσα· δηλώνει αόριστα χρονικό ή τοπικό διάστημα που μεσολαβεί: «γνωριστήκαμε ανάμεσα στο Μάρτη με Απρίλη, αν θυμάμαι καλά || έχασα το πορτοφόλι μου στο δρόμο ανάμεσα στο σπίτι και το γραφείο μου». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ανάμεσα στ’ άλλα, εκτός από τα άλλα, επιπλέον: «ανάμεσα στ’ άλλα, προέκυψε και το εξής πρόβλημα·
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- βρίσκομαι ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη, βλ. λ. Σκύλλα·
- είμαι ανάμεσα στο να… (ακολουθεί ρήμα) ή όχι, αμφιταλαντεύομαι να ενεργήσω όπως δηλώνει το ρήμα: «είμαι ανάμεσα στο να τον μηνύσω ή όχι»·
- είναι ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- είναι κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- κάπου ανάμεσα, επιτείνει την αοριστία του χρονικού ή τοπικού διαστήματος που μεσολαβεί: «θα συναντηθούμε ανάμεσα στις πέντε με δέκα του μηνός. -Δηλαδή πότε; -Κάπου ανάμεσα || στο δρόμο ανάμεσα στο σπίτι και το γραφείο μου έχασα το πορτοφόλι μου. -Μπορείς  να υπολογίσεις πού ακριβώς; -Κάπου ανάμεσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- κλείστηκε ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- μένει ανάμεσά μας (κάτι), δεν κοινολογούμε κάτι, κρατούμε μυστικό κάτι: «ό,τι πούμε οι δυο μας, θέλω να μένει ανάμεσά μας»·
- μπαίνω ανάμεσά τους, α. γίνομαι αιτία να χωρίσει ένα ζευγάρι: «χώρισαν απ’ τη μέρα που μπήκε ανάμεσά τους ο τάδε και την ξελόγιασε». β. επεμβαίνω κατασταλτικά μεταξύ δυο ατόμων που διαπληκτίζονται ή μαλώνουν: «αν δεν έμπαινα ανάμεσά τους, θα είχαν πιαστεί στα χέρια»·
- μπερδεύεται ανάμεσα στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- μπλέκει ανάμεσα στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- στέκομαι ανάμεσα στο να… (ακολουθεί ρήμα) ή όχι, βλ. φρ. είμαι ανάμεσα στο να… (ακολουθεί ρήμα) ή όχι·
- τον έχω ανάμεσα στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά μας, βλ. λ. τοίχος.

καθένας

καθένας, καθείς, -μία κ. -μιά, -ένα, αόρ. αντων. [από τη φρ. καθ’ εἷς <καθ’ ἕνα <κατά ἕνα], καθένας. 1. όλοι γενικά: «ο καθένας έχει το δικαίωμα για ίση μεταχείριση από το νόμο». (Τραγούδι: καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη, πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή). 2. ο ένας χωριστά από τον άλλον ως ανεξάρτητο άτομο: «ο καθένας έχει την αξία του || ο καθένας έχει τη χάρη του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του, έτσι είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). 3. που είναι κοινός, τυχαίος, συνηθισμένος, ο οποιοσδήποτε: «δεν ήξερε πως ήμουν ο πρόεδρος της εταιρείας και μου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν ο καθένας!». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, βλ. λ. αμπέλι·
- δώδεκα Απόστολοι καθένας με τον πόνο του ή δώδεκα μαθητές καθένας με τον πόνο του, βλ. λ. πόνος·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, βλ. λ. μουσική·
- καθένας από κάπου μπάζει, ο κάθε άνθρωπος έχει το προσωπικό του πρόβλημα, έχει το τρωτό του σημείο: «δεν είσαι ο μοναδικός που βασανίζεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί πρέπει να ξέρεις πως ο καθένας από κάπου μπάζει». Από την εικόνα του παράθυρου που είναι ελαττωματικό και αφήνει να μπαίνει στο δωμάτιο αέρας·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. λ. είδος·
- καθένας με την καύλα του, βλ. λ. καύλα·
- καθένας με την τρέλα του (κι αυτός με την ομπρέλα του), βλ. λ. τρέλα·
- καθένας με το γούστο του, βλ. λ. γούστο·
- καθένας με το κέφι του, βλ. λ. κέφι·
- καθένας με το πρόβλημά του, βλ. λ. πρόβλημα·
- καθένας με τον καημό του, βλ. λ. καημός·
- καθένας με τον πόνο του, βλ. λ. πόνος·
- ο καθένας για την πάρτη του, βλ. λ. πάρτη·
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
- ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του, βλ. λ. σταυρός·
- ο καθένας σηκώνει το σταυρό του, βλ. λ. σταυρός·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, βλ. λ. πορδή·
- ο καθένας το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ο καθένας χωριστά, ένας ένας ή ο ένας μετά από τον άλλο: «θα μπαίνετε μέσα ο καθένας χωριστά»·
- ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, η ατομική προσπάθεια κάθε ανθρώπου πρέπει να συμπλέει με εκείνη του συνόλου, ιδίως για την επίτευξη κάποιου κοινού σκοπού: «ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί πρέπει να παλέψουμε για τη διατήρηση της δημοκρατίας στον τόπο μας».