Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάποτε

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάποτε, επίρρ. [από τη φρ. κάν ποτέ], αόριστη και αφηρημένη αναφορά σε παρελθόντα χρόνο, παλιά, άλλοτε: «μου φαίνεται πως κάποτε είχαμε γνωριστεί || κάποτε περνούσε απ’ αυτό το μπαράκι, αλλά τώρα έχει εξαφανιστεί»·
- κάποιος κάπου κάποτε, βλ. λ. κάποιος·
- κάποτε κάποτε, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «κάποτε κάποτε έρχεται και μας βλέπει»·
- κάποτε φύτεψαν το αν και δε βλάστησε, βλ. λ. αν·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, βλ. λ. υπομονή.

αν

αν, σύνδ. [<αρχ. ἄν], αν. (Ακολουθούν 121 φρ.)
- αν…, γράψε μου ή αν…, γράψε μας, βλ. λ. γράφω·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αν…, να με φτύσεις, βλ. λ. φτύνω·
- αν…, να με χέσεις, βλ. λ. χέζω·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν βαστάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου βαστάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν βαστάς, έλα ή αν σου βαστάει, έλα, βλ. λ. βαστώ·
- αν γίνεται, βλ. λ. γίνομαι·
- αν γουστάρεις! ή αν σου γουστάρει! βλ. λ. γουστάρω·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- αν δε βρέξει, θα στάξει ή αν δε βρέξει, θα ψιχαλίσει, βλ. λ. βρέχω·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε γελιέμαι, βλ. λ. γελιέμαι·
- αν δε γονάτιζε η γκαμήλα, δεν την εφορτώνανε, βλ. λ. γκαμήλα·
- αν δε γουστάρεις, τη βόλτα σου ή αν δε σου γουστάρει, τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- αν δε δώσεις, δεν αγιάζεις, βλ. λ. δίνω·
- αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει, βλ. λ. τροχός·
- αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, βλ. λ. τροχός·
- αν δε μ’ απατά η μνήμη μου, βλ. λ. μνήμη·
- αν δε μοιάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, βλ. λ. συμπεθεριάζω·
- αν δε σ’ αρέσει, τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μην ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- αν δε σε πειράζει ή αν δε σας πειράζει, βλ. λ. πειράζω·
- αν δε σου κάνει κόπο ή δε σας κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, βλ. λ. κλωνάρι·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, βλ. λ. πόρτα·
- αν δεν απατώμαι, βλ. λ. απατώμαι·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο, βλ. λ. δουλειά·
- αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, βλ. λ. αστράφτω·
- αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, βλ. λ. παιδί·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, βλ. λ. γάιδαρος·
- αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, βλ. λ. σκύλα·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, βλ. λ. σπίτι·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αν δεν περισσεύει, δε φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
- αν δεν πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, βλ. λ. συμπεθεριάζω·
- αν δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, βλ. λ. βλάκας·
- αν είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατό·
- αν είναι να…, βλ. λ. είναι·
- αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), βλ. λ. ήρθα·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. άντρας·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας ή αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου να πας, βλ. λ. παπάς·
- αν είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- αν είσαι χριστιανός, βλ. λ. χριστιανός·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουνα, βλ. λ. λεφτά·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. αρχίδια·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου καρούλια, θα ’ταν αυτοκίνητο, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- αν επιτρέπεται η ερώτηση, βλ. λ. ερώτηση·
- αν ευδοκήσει ο…, (η…), βλ. λ. ευδοκώ·
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, βλ. λ. δρόμος·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις ή αν έχεις νύχια, έλα να μου τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. λ. παντελόνι·
- αν έχεις (τα) κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, βλ. λ. τύχη·
- αν έχετε την καλοσύνη, βλ. λ. καλοσύνη·
- αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- αν ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. μαλακία·
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
- αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. ζυμώνω·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- αν θέλει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- αν θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός
- αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, βλ. λ. θέση·
- αν και, μολονότι: «αν και δεν τον γνώριζε, εντούτοις τον βοήθησε || αν και μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο, έκανε πως δεν άκουσε τη βρισιά που του πέταξε ο άλλος»·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάνει και… ή αν κάνει να… ή αν κάνει πως…, βλ. λ. κάνω·
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν κάτσει (κάτι), βλ. λ. κάθομαι·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. λ. κλάνω·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, βλ. λ. πουτάνα·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του, βλ. λ. παπάς·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν κρατάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου κρατάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν κρατάς, έλα ή αν σου κρατάει, έλα, βλ. λ. κρατώ·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. λ. λαγός·
- αν λάχει, βλ. λ. λαχαίνω·
- αν με φέρει ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- αν μη τι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, βλ. λ. Θεός·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- αν παρ’ ελπίδα, βλ. λ. ελπίδα·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- αν ποτέ(ς), βλ. λ. ποτέ(ς)·
- αν ραγίσει το γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας (πα’) να κριθείς; βλ. λ. κατής·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- αν σπάσει το γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- αν τολμάς, έλα, βλ. λ. τολμώ·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- αν του δώσεις ψίχουλο, θα σου ζητά φραντζόλα, βλ. λ. ψίχουλο·
- αν τυχόν, βλ. λ. τυχόν·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, βλ. λ. παντελόνι·
- κάποτε φύτεψαν το αν και δε βλάστησε, με υποθέσεις δεν προκόβει κανείς και τίποτα: «πρέπει να ξέρεις πως με το αν δεν προχωρά η δουλειά, γιατί κάποτε φύτεψαν το αν και δε βλάστησε».

κάποιος

κάποιος, -α, -ο, αόρ. αντων. [από τη φρ. κἂν + ποῖος], κάποιος. 1. που είναι περιορισμένος σε ποσότητα, που είναι ασήμαντος, μικρός: «πήρε κάποια λεφτά, αλλά δεν του φτάνουν || έχει κάποια περιουσία, αλλά ποιος να πρωτοπάρει, όταν πεθάνει ο φουκαράς!». 2. που διαφέρει από τους πολλούς, που είναι διακεκριμένος, ανώτερος: «νομίζει ο φουκαράς πως είναι κάποιος». (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- έγινε κάποιος, ξεχώρισε, διακρίθηκε σε ένα τομέα ή γενικά στη ζωή του: «αυτός έγινε κάποιος μέσα στην αγορά, εσύ τι έγινες που τον κοροϊδεύεις;»·
- είμαι κάποιος, δεν είμαι ασήμαντος, είμαι κάτι: «μπορεί να μην είμαι μεγάλος και τρανός, αλλά είμαι κάποιος μέσα σ’ αυτή την πόλη»·
- είναι μιας κάποιας ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- ένας κάποιος…, αφηρημένα, αόριστα κάποιος…: «μου είπε ένας κάποιος γνωστός μου πως εσύ με κατηγόρησες». Συνών. κάποια ψυχή (γ) / κάποιο πρόσωπο (γ) / μια ψυχή (γ)·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει μια κάποια ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- έχω κάποιον άσο στο μανίκι (μου), βλ. λ. άσος·
- κάνει τον κάποιο, προσποιείται πως είναι ξεχωριστός, διακεκριμένος: «του ’τυχαν πέντε παράδες και κάνει τον κάποιο»·
- κάποια δόση, βλ. λ. δόση·
- κάποια στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- κάποια φορά, βλ. λ. φορά·
- κάποια ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- κάποια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, βλ. λ. λάκκος·
- κάποιο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, βλ. λ. ρόλος·
- κάποιος κάπου κάποτε, αόριστη και αφηρημένη αναφορά σε πρόσωπο, τόπο και χρόνο ταυτόχρονα. (Τραγούδι: τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι, κάποιος κάπου κάποτε πού να τον θυμάμαι
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, βλ. λ. λύκος·
- κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε, βλ. λ. φούρνος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσων χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κατά κάποια έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κατά κάποιο τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κρύβω κάποιον άσο στο μανίκι (μου), βλ. λ. άσος·
- μπαίνω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- όλο και κάποιος, (αόριστα) κάποιος: «δεν πειράζει που δε με βοήθησες, γιατί όλο και κάποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει»·
- σε κάποια μεριά, βλ. λ. μεριά·
- τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- φέρνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός.

υπομονή

υπομονή, η,  ουσ. [<αρχ. ὑπομονή], η υπομονή. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- γαϊδουρινή υπομονή, η πολύ μεγάλη υπομονή: «όσο και να τον βρίζεις δεν αντιδρά, γιατί έχει γαϊδουρινή υπομονή»·
- είναι τέρας υπομονής, βλ. λ. τέρας·
- είναι της υπομονής (κάποιος ή κάτι), α. (για πρόσωπα) υπομένει πάρα πολύ: «όσο και να τον βρίσεις δε λέει τίποτα, γιατί είναι της υπομονής || του αναθέτω πάντα την πιο βαριά δουλειά, γιατί είναι της υπομονής». β. (για υποθέσεις ή πράγματα) χρειάζεται μεγάλη υπομονή, γιατί απαιτείται πολύς χρόνος για την ολοκλήρωσή του: «και οι δυο πλευρές είναι αμετακίνητες στις θέσεις, γι’ αυτό προβλέπεται ότι οι συνομιλίες θα είναι της υπομονής || το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας ήταν ένα βιβλίο της υπομονής, γιατί η συγγραφή του κράτησε κοντά σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια»·
- έσπασε η υπομονή μου, απηύδησα: «έσπασε η υπομονή μου μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω άλλο πλέον έσπασ’ η υπομονή, κουρασμένο το κορμί μου μέχρι πότε θα πονεί
- έχει ιώβεια υπομονή, έχει πολύ μεγάλη υπομονή: «περνάει πολύ δύσκολα στη ζωή του και οι αναποδιές έρχονται η μια πίσω απ’ την άλλη, αλλά αντέχει, γιατί έχει ιώβεια υπομονή». Αναφορά στην Π. Διαθήκη και στη δοκιμασία του Ιώβ από το Θεό·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, έχει πολύ μεγάλη υπομονή, μπορεί να υπομένει πολλά: «ακούει χίλια δυο να λέγονται σε βάρος του, αλλά έχει υπομονή γαϊδάρου και δε λέει τίποτα»·
- έχει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. έχει υπομονή γαϊδάρου·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, κάνει πολύ μεγάλη υπομονή, υπομένει πολλά: «μέχρι τώρα κάνει υπομονή γαϊδάρου, αλλά, όταν ξεσπάσει, θα μας πάρει όλους και θα μας σηκώσει!»·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. κάνει υπομονή γαϊδάρου·
- κάνω υπομονή, υπομένω: «λέει ένα σωρό βλακείες, αλλά κάνω υπομονή, για να μη μαλώσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή,τώρα σου δίνω το πανί, πάρε το μπογαλάκι σου, τράβα στο τσαντιράκι σου
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- στα χρόνια της υπομονής, βλ. λ. χρόνος·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, ειρωνική απάντηση ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που για κάποια ατυχία, αποτυχία ή δυσκολία μας συνιστά να κάνουμε υπομονή·  
- φτάνω στα όρια της υπομονής μου, βλ. λ. όριο·
- χάνω την υπομονή μου, παύω να διατηρώ την ηρεμία μου, την ψυχραιμία μου: «ότι είμαι πολύ υπομονητικός άνθρωπος, είναι γνωστό τοις πάσι, αν φτάσω όμως στο σημείο να χάσω την υπομονή μου, το καλό που σου θέλω, πάψε να μιλάς»·
- χαρά στην υπομονή του! βλ. λ. χαρά.