Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
κάλλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

κάλλος, το, ουσ. [<αρχ. κάλλος], το κάλλος. 1. η σωματική ομορφιά: «το σωματικό κάλλος πρέπει να συνοδεύεται κι από καλλιεργημένο πνεύμα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος, ας καεί και κάνας άλλος). 2. στον πλ. τα κάλλη, τα γυναικεία θέλγητρα: «στα νιάτα της ήταν ξακουστή για τα κάλλη της || ντύνεται πάντοτε πολύ ελαφρά για να επιδεικνύει τα κάλλη της». (Λαϊκό τραγούδι: τα κάλλη της την κάνανε σωστή τσιγγάνας γέννα και τρέλαν’ όλο το ντουνιά η Μαρία η Μανταλένα). Λέγεται και για άντρα·
- μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, προκειμένου να διατηρήσει την ομορφιά της μια γυναίκα, δέχεται να υποστεί διάφορες ταλαιπωρίες (όπως αυτά που υποβάλλουν τα διάφορα ινστιτούτα καλλονής)·
- σκηνές απείρου κάλλους, λέγεται ειρωνικά για κατάσταση στην οποία επικρατεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, ιδίως από τον έντονο διαπληκτισμό ή μάλωμα κάποιων: «να δεις εσύ σκηνές απείρου κάλλους μέσα στον κινηματογράφο, όταν η γυναίκα του τον έπιασε αγκαλιά με την γκόμενά του»·
- τα πάχη μου τα κάλη μου, βλ. λ. πάχη.

πάχη

πάχη κ. πάχητα κ. πάχια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. πάχος <αρχ. πάχος], η παχυσαρκία: «δε βλέπει τα πάχη του, μόνο ξέρει να συμβουλεύει τους άλλους πώς ν’ αδυνατίσουν!»·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, κουράστηκα υπερβολικά από το βάρος που σήκωσα: «μέχρι να φέρω αυτό το μπαούλο απ’ τη στάση μέχρι το σπίτι, μ’ έπεσαν τα πάχια»·
- τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός παχύσαρκου ατόμου.