Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ισχύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ισχύω, ρ. [< αρχ. ἰσχύω], συνήθως σε χρήση στο γ΄ εν. πρόσ. του ενεστ. ισχύει, εξακολουθεί να υφίσταται, εξακολουθεί να είναι συμφωνημένο: «ισχύει το ραντεβού μας γι’ αύριο; || ό,τι είπαμε μέχρι τώρα ισχύει || ισχύει η συμφωνία μας;».