Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ισάζω
ισάζω, ρ., βλ. λ. ισιώνω.
ισιώνω
ισιώνω,ρ. [<ίσιος + κατάλ. -ώνω],
ισιώνω· ξαναμπαίνω στον τίμιο δρόμο της ζωής, ξαναμπαίνω στον ίσιο δρόμο: «αν
δεν ισιώσεις, να μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μου»·
- δεν
ισιώνουμε καρούμπαλα, βλ. λ. καρούμπαλο·
-
εμείς τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; βλ. λ. καρούμπαλο·
- τι
νόμισες, καρούμπαλα ισιώνουμε; βλ. λ. καρούμπαλο.