Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ιατρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ιατρός, ο, ουσ. [<αρχ. ἰατρός], ο γιατρός·
- ελεύθερος ιατρού, (στη γλώσσα του στρατού) ελεύθερος από κάθε υπηρεσία λόγω προσωρινής αδιαθεσίας ή ασθένειας: «θα πάω να ξαπλώσω στο θάλαμο, γιατί είμαι ελεύθερος ιατρού».