Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θύρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θύρα, η, ουσ. [<αρχ. θύρα], η θύρα·
- επί θύραις, λέγεται για κίνδυνο που πλησιάζει επικίνδυνα, απειλητικά: «ο εμφύλιος βρίσκεται επί θύραις». Συνών. προ των πυλών.
- κεκλεισμένων των θυρών, (για ακροαματική διαδικασία) που δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό, στο ακροατήριο: «η δίκη διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών»· 
- παραβιάζει ανοιχτές θύρες, προσπαθεί να αποδείξει κάτι που είναι από πολύ καιρό γνωστό σε όλους, προσπαθεί να αποδείξει κάτι που είναι αυτονόητο: «με το να λέει πως τα ναρκωτικά βλάπτουν τη νεολαία, παραβιάζει ανοιχτές θύρες».