θυσία
θυσία, η, ουσ. [<αρχ. θυσία], η θυσία. 1.
κάθε στέρηση, απώλεια υλικού ή ηθικού αγαθού στην οποία υποβαλλόμαστε με τη
θέλησή μας υπέρ κάποιου σκοπού ή προσώπου: «έχει κάνει πολλές θυσίες για να
σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: είναι η ζωή του μια τυραννία,
φαρμάκια, πίκρες και αγωνία, τι θυσίες θέλει σήμερα ένα σπίτι, μόνο ένας
πατέρας ξέρει να μας πει).2. αιματηρή ή ανεξήγητη
καταστροφή, μεγάλο και ξαφνικό κακό: «όλοι μου οι κόποι και όλες μου οι ελπίδες
έγιναν θυσία μέσα σε λίγες ώρες απ’ την καταστροφική πυρκαγιά || πρέπει να
σταματήσει κάποτε αυτή η θυσία των νέων στα ναρκωτικά»·
- γίνομαι θυσία, κάνω ό,τι μπορώ, προσφέρω τα πάντα
για την εξυπηρέτηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων: «αν πρόκειται για καλό
άνθρωπο, γίνομαι θυσία να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι οι
ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε, μόλις θα μ’ αντικρίσουνε, θυσία θα
γεννούνε)·
- κάνω θυσία ή κάνω θυσίες, στερούμαι υλικά
αγαθά, ζω συντηρητικά, φτωχικά για κάποιο σκοπό: «χρόνια τώρα κάνω ένα σωρό
θυσίες για να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: τόσες θυσίες
έκανα και πήγανε χαμένες, μέρες και νύχτες πέρασα για σένα λυπημένες)·
- πάση θυσία, με κάθε τρόπο, όσο και αν είναι το
κόστος που πρέπει να πληρώσω, οπωσδήποτε: «πρέπει πάση θυσία να τον πείσουμε να
υπογράψει»·
- το κάνω θυσία, προσφέρω κάτι οικειοθελώς για την
επίτευξη κάποιου σκοπού, το χαλαλίζω: «προκειμένου να μαζευτούν τα χρήματα για
να βγάλουμε τον τάδε απ’ τη φυλακή, το κάνω θυσία τ’ αυτοκίνητό μου».