Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θυμίαμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θυμίαμα κ. θυμιάμα, το, ουσ. [<αρχ. θυμίαμα], το θυμίαμα·
- δε δίνει του άγιου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «πήγε να ζητήσει δανεικά απ’ τον τάδε, αλλά δεν ήξερε πως αυτός δε δίνει στον άγιο θυμίαμα». Συνών. δε δίνει ούτε την αμαρτία του / δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό·