Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θρησκεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θρησκεία, η, ουσ. [<αρχ. θρησκεία], η θρησκεία· οτιδήποτε τιμά και σέβεται κανείς ως ιερό: «οι φιλελεύθερες ιδέες είναι θρησκεία γι’ αυτόν τον άνθρωπο || τον είχε θρησκεία της, αλλά την απογοήτευσε». (Τραγούδι: εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ τον έρωτα μας θα έχουμε θρησκεία κι οδηγό).