Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θραύση
θραύση, η, ουσ. [<αρχ. θραῦσις], η θραύση·
- κάνω θραύση, α. προξενώ μεγάλη εντύπωση:
«χτες βράδυ στο χορό έκανες θραύση». β. έχω μεγάλη πέραση, μονοπωλώ το
ενδιαφέρον: «είναι τόσο ωραίος άντρας, που κάνει θραύση στις γυναίκες». γ.
(για πράγματα) κυριαρχώ στην προτίμηση των ανθρώπων: «στα χρόνια μας έκανε
θραύση η ρεπούμπλικα». δ. (για νόσους) εξολοθρεύω: «προπολεμικά έκανε
θραύση η ελονοσία». ε. (γενικά) έχω μεγάλη επιτυχία: «το τάδε τραγούδι
κάνει θραύση || το τάδε έργο κάνει θραύση».