Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θηρίο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θηρίο κ. θερίο κ. θεριό, το, ουσ. [<αρχ. θηρίον, υποκορ. του ουσ. θήρ], το θηρίο. 1. άτομο μεγαλόσωμο, γιγαντόσωμο:  «έχει έναν αδερφό κοτζάμ θηρίο!». 2. άτομο άσπλαχνο, ανάλγητο, σκληρό: «βρε, θηρίο, δεν ντράπηκες να πετάξεις στο δρόμο γέρο άνθρωπο!». 3. άτομο με μεγάλη σωματική αντοχή, με μεγάλη δύναμη: «είναι τόσο θηρίο, που, όσο και να τον φορτώσεις, αντέχει || δεν είμαι βλάκας να πάω να τα βάλω μ’ αυτό το θηρίο!». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω την άγκυρα Μηνά και μη σε δω ποτέ ξανά για την καλή σου ν’ αμολάς το δάκρυ λούκι. Και μην κοιτάς που κλαίω εγώ ο καπετάνιος, το θεριό, εμένα μ’ έπνιξε ο καπνός απ’ το τσιμπούκι). 4. άτομο που βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση από άποψη υγείας:  «εσείς μου λέγατε πως είναι άρρωστος ο τάδε, αλλά εγώ που τον είδα σας λέω πως είναι θηρίο». 5. άτομο που καταφέρνει πάντα τον επιδιωκόμενο σκοπό του: «πώς τα κατάφερε το θηρίο και πήρε πάλι άδεια!». 6. πολύ άτακτο μικρό παιδί: «έχει ένα γιο σωστό θηρίο!». 7. (στη γλώσσα του στρατού) το αποχωρητήριο, τα αποχωρητήρια του στρατοπέδου: «ο λοχίας μας έστειλε να καθαρίσουμε το θηρίο». Συνών. καλλιόπη. 8.(για μηχανήματα) που έχει μεγάλη αντοχή ή μεγάλο όγκο: «μπορεί τ’ αυτοκίνητό μου να ’ναι παλιό, αλλά έχει μηχανή θηρίο || ήρθε να ξεφορτώσει ένα τριαξονικό φορτηγό, που ήταν σκέτο θηρίο». 9. (παλιότερα) έτσι χαρακτήριζαν οι Αθηναίοι το τρένο που κινούνταν με κάρβουνο και που έκανε τη διαδρομή από το σταθμό Λαυρίου μέχρι την Κηφισιά. Αποσύρθηκε το 1936. (Λαϊκό τραγούδι: από το σταθμό Λαυρίου που ’ταν τέρμα του θερίου ξεκινούσε ο κοσμάκης για δροσιά, τσαφ και τσουφ αγκομαχώντας θα ’χες φτάσει περπατώντας πιο νωρίς απ’ το θεριό στην Κηφισιά
- γίνομαι θηρίο, χάνω τον αυτοέλεγχό μου, εκνευρίζομαι έντονα: «γίνεται θηρίο κάθε φορά που χάνει η ομάδα του». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω, αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- γίνομαι θηρίο ανήμερο, γίνομαι έξαλλος και αντιδρώ βίαια με λόγια ή με πράξεις: «αν χάσει η ομάδα του, μην του κάνεις καζούρα, γιατί γίνεται θηρίο ανήμερο || μην του θίξεις την τιμή της μάνας του, γιατί γίνεται θηρίο ανήμερο»·  
- είναι θηρίο, είναι πολύ άτακτος: «αυτό δεν είναι παιδί, είναι θηρίο!»·  
- είναι θηρίο ανήμερο, επιτείνει την αμέσως παραπάνω έννοια: «απ’ την ώρα που του είπαν πως δε θα τον άφηναν να πάει εκδρομή με την παρέα του, είναι θηρίο ανήμερο»·
- ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία, βλ. λ. ιστορία·
- τι λε(ς), ρε θηρίο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λέει κάποιος:  «τι λες, ρε θηρίο, πώς κατάφερες και τον τούμπαρες πάλι!»·
- τον κάνω θηρίο, τον κάνω να χάσει τον αυτοέλεγχό του, τον εκνευρίζω έντονα: «του έβρισε τη μάνα του και τον έκανε θηρίο». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι πάλι ερωτευμένη, έλα που σε περιμένει, τον έχεις κάνει πια θηρίο,έλα Μάρω μου στο θείο
- τον κάνω θηρίο ανήμερο, τον κάνω έξαλλο και αντιδρά βίαια με λόγια ή με πράξεις: «όταν θέλω να τον κάνω θηρίο ανήμερο, του υπενθυμίζω τα χάλια της ομάδας του»·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

ιστορία

ιστορία, η, ουσ. [<αρχ. ἱστορία], η ιστορία. 1. υπόθεση που τραβάει σε μάκρος: «θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτή η ιστορία;». 2. μπελάς, βάσανο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη κατάσταση: «δε θα σε πάρω μαζί μου, γιατί μου δημιουργείς συνέχεια ιστορίες || έμπλεξα με μια ιστορία και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». 3. το ψέμα: «άσε τις ιστορίες και πες μου την αλήθεια». 4. φανταστική διήγηση, φαντασιοπληξία: «τι ιστορίες είναι αυτές που μου λες!». 5α. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ερωτική σχέση: «έχω ραντεβού με την ιστορία μου, όχι όμως του Παπανδρέου, αλλά με τη δικιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου,αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσαι αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). β. η ερωτική σχέση: «είχα μια ιστορία με την τάδε, αλλά είναι καιρός που το διαλύσαμε». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός, είχε έναν ρόλο παίξει τελευταίο κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ. ιστοριούλα, η. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, δημιουργώ κακό προηγούμενο από άστοχη ενέργειά μου, δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «αφού άνοιξες ιστορίες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δε σε καλοβλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: οι κακές πληροφορίες, σου ανοίξαν ιστορίες
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση: «αυτό που λες είν’ άλλη ιστορία, για την οποία έχω πλήρη άγνοια». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι αντρεία κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είν’ άλλη ιστορία). Συνών. αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- για να τελειώνει η ιστορία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δίνουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση που συνήθως δε μας ευνοεί ή δε μας συμφέρει, ή για να δώσουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση, που μας ενοχλεί ή μας προβληματίζει: «όταν αντιληφθώ πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάποιον, υποχωρώ για να τελειώνει η ιστορία || στην περίπτωση που πρόκειται να γίνει καβγάς και να ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες, κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να τελειώνει η ιστορία || επειδή καιρό βρισκόμαστε σε συνεχείς διενέξεις, έδωσα όπως όπως ένα τέλος για να τελειώνει η ιστορία ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. έκλεισε η ιστορία·
- γράφω ιστορία, α. εκτελώ τόσο σημαντικό έργο ή μου συμβαίνει τόσο σπουδαίο ή παράξενο γεγονός, που θα μείνει στις επερχόμενες γενιές ή που θα μνημονεύομαι από τις επερχόμενες γενιές: «με την κατασκευή του Μετρό η κυβέρνηση γράφει ιστορία || έγραψε ιστορία με τις ανδραγαθίες του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψει και η ιστορία). β. καταγράφω διάφορα προσωπικά που έχουν σχέση με τον περίγυρό μου ή καταγράφω διάφορα γενικά συμβάντα που επηρεάζουν την κοινωνία: «πρώτα κάνει ένα σωρό βλακείες κι ύστερα κάθεται και γράφει ιστορία για να θυμάται». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή καρδιά που μένεις μοναχή στου κόσμου την κακία, καρδιά πικρή της πίκρας πάρε το χαρτί και γράψε ιστορία
- είναι μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- έκλεισε η ιστορία, η υπόθεση ή ο ερωτικός δεσμός έπαψε να υπάρχει, δεν υφίσταται πια: «τι γίνεται με τη μήνυση που σου είχε κάνει ο τάδε; -Έκλεισε η ιστορία || τι γίνεται με την τάδε; -Έκλεισε η ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, καλείται να αντιμετωπίσει μια σπουδαία και καθοριστική υπόθεση, που θα έχει αντίκτυπο στο μέλλον του. Συνήθως χρησιμοποιείται για συλλογικές προσπάθειες ή από πολιτικούς: «η χώρα μας πρέπει να πετύχει οπωσδήποτε στους Ολυμπιακούς του 2004, γιατί έχει ραντεβού με την ιστορία || την Κυριακή η ομάδα μας έχει ραντεβού με την ιστορία, γιατί, αν κερδίσει, θα παίξει για πρώτη φορά στο τελικό της διοργάνωσης». Επίσης υπήρξε ένα από τα πρώτα συνθήματα του πασοκικού κινήματος, πριν αναλάβει για πρώτη φορά την εξουσία το 1981·
- έχω ιστορίες, έχω προβλήματα, έχω μπελάδες με κάποιον ή με κάτι: «αν θα ’ρθει ο τάδε στην εκδρομή, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί έχω ιστορίες μαζί του || έχω ιστορίες με τ’ αυτοκίνητό μου και το τρέχω κάθε τόσο στο συνεργείο». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «το θέμα είναι πως ο γιος του σκοτώθηκε κι απ’ ό,τι ξέρεις, η ιστορία δε γυρίζει πίσω»·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους ή ιστορίες για αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες ή ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία ή ιστορίες για Ινδιάνους ή ιστορίες με Ινδιάνους ή ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα ή ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, λέγεται στην περίπτωση που ακούγονται από κάποιον απίθανα, απίστευτα, απαράδεκτα πράγματα, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: «μας έλεγε μια ώρα ιστορίες για αγρίους κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε, καθόμασταν και τον ακούγαμε». (Τραγούδι: για κυρίες και κυρίους ιστορίες για αγρίους, θα ακούσεις, θα γελάσεις και το νόημα θα χάσεις
- και τελειώνει η ιστορία, βλ. φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. κάνω θέμα, λ. θέμα·
- κάνω ιστορίες, δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ φασαρίες: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πάμε, κάνει ιστορίες»·
- καυτή ιστορία, υπόθεση με ερωτικό περιεχόμενο ιδιαίτερα προκλητικό, ερεθιστικό: «κάνουμε πώς και πώς να ’ρθει στην παρέα μας, γιατί μας διηγείται διάφορες καυτές ιστορίες επώνυμων ανθρώπων»·
- λέει την ιστορία της ζωής του, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση σε κάποια διήγησή του: «του ζητήσαμε να μας πει πώς πέρασαν στην εκδρομή κι αυτός μας λέει την ιστορία της ζωής του»·
- μεγάλη ιστορία, υπόθεση που απαιτεί χρόνο και διάθεση για να εξιστορηθεί από κάποιον, γιατί είναι πολύπλοκη ή μπερδεμένη: «τι έγινε με κείνη την υπόθεση; -Τι να σου λέω, μεγάλη ιστορία»·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε ιστορίες»·
- παλιά ιστορία, γεγονός που διαδραματίστηκε κάποτε στο παρελθόν και ιδίως ερωτικός δεσμός: «δε μιλιόμαστε, γιατί έχουμε μια παλιά ιστορία που δε λέμε να την ξεπεράσουμε || δεν έχω τίποτα τώρα με την κυρία, αλλά τη χαιρετώ, γιατί είναι μια παλιά ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια αγάπη καινούρια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία, βλ. λ. θέση·
- ροζ ιστορία, βλ. λ. ροζ·
- το κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. το κάνω θέμα, λ. θέμα·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι.