Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θετικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θετικός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. θετικός], θετικός· που μπορεί κανείς να βασιστεί επάνω του, που προσφέρει εγγυήσεις σταθερότητας, που είναι σίγουρος, εξασφαλισμένος: «αφού στο υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί είναι θετικός άνθρωπος || μην έχεις κανένα δισταγμό, αν κινηθείς μ’ αυτόν τον τρόπο στην αγορά, το κέρδος σου θα είναι θετικό»·
- είναι θετικό ή το ’χω θετικό, α. έχω λόγους να πιστεύω για την έκβαση, ιδίως θετική, μιας ενέργειας, έχω πεισθεί για την αίσια κατάληξή της: «το ’χα θετικό αυτή τη φορά πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πάλι με διέψευσε». β. είμαι βέβαιος για την επιτυχία πρόβλεψης που έκανα, ιδίως στον ιππόδρομο ή σε παιχνίδια του προπό, γιατί κάποιος, που είναι πολύ σχετικός με τα αθλητικά ή κάποιος που είναι γνώστης των παρασκηνιακών ενεργειών, μου ψιθύρισε τα αναμενόμενα αποτελέσματα: «το τρίτο παιχνίδι στη σειρά το ’χω θετικό για χι, γιατί ο τάδε μου ψιθύρισε πως το παιχνίδι είναι σικέ || να ποντάρεις στο τάδε άλογο, γιατί το ’χω θετικό». Συνών. είναι σίγουρο ή το ’χω σίγουρο.