Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
θεραπεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

θεραπεύω, ρ. [<αρχ. θεραπεύω], θεραπεύω. 1. διορθώνω, αντιμετωπίζω μια ανωμαλία ή ένα σφάλμα: «αν δε θεραπεύσουμε τώρα τη μάστιγα των ναρκωτικών, υπάρχει φόβος να κατρακυλήσει σ’ αυτά όλη η νεολαία || η κυβέρνηση προσπαθεί να θεραπεύσει την ανεργία με άτολμα νομοσχέδια». 2. (για μηχανήματα) επιδιορθώνω μια βλάβη, επαναφέρω στην ομαλή λειτουργία: «έφαγα τέτοια τράκα, που κανένας μηχανικός δε θα μπορέσει να θεραπεύσει τ’ αυτοκίνητό μου»·
- δε θεραπεύεται με ασπιρίνη, βλ. λ. ασπιρίνη·
- θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, βλ. λ. νόσος.

ασπιρίνη

ασπιρίνη, η, ουσ. [<γαλλ. aspirine], η ασπιρίνη. 1. άνθρωπος πολύ αδύνατος και μικροκαμωμένος: «για σύνελθε, ρε ασπιρίνη, που θέλεις να μαλώσεις μ’ αυτόν τον άντρακλα!». Από την εικόνα της ασπιρίνης, που είναι πολύ μικρή και λεπτή. 2. άνθρωπος ενοχλητικός, που μας πονοκεφαλιάζει, ιδίως με την πολυλογία του: «αμάν, ρε ασπιρίνη, σταμάτα πια τη λογοδιάρροια, γιατί μας πήρες το κεφάλι». Αν και η ασπιρίνη είναι παυσίπονο, εντούτοις η ερμηνεία που δίνεται είναι εντελώς διαφορετική·
- δε θεραπεύεται με ασπιρίνη (κάτι), απαιτούνται ριζικές επεμβάσεις και όχι ημίμετρα για να καλυτερεύσει ή να διορθωθεί κάτι: «το πρόβλημα της παιδείας είναι χρόνιο και δε θεραπεύεται με ασπιρίνη».

νόσος

νόσος, η, ουσ. [<αρχ. νόσος], η νόσος·
- η επάρατη νόσος, ο καρκίνος: «πάσχει από την επάρατη νόσο || αργοπεθαίνει από την επάρατη νόσο»·
- η νόσος των πτηνών ή η νόσος των πουλερικών, βλ. φρ. η γρίπη τω πτηνών, λ. γρίπη·
- η νόσος των τρελών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που θεραπεύει, που επανορθώνει όλα τα κακώς κείμενα, που προβάλλεται ως πανάκεια: «ο υπουργός ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση θα προωθήσει έναν νόμο στη βουλή σχετικό με την ανεργία, που θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν».